Διαβάζαμε τις προάλλες (5/11/25) στην ηλεκτρονική εφημερίδα in.gr το άρθρο με τίτλο «Το διψασμένο Ιράκ έδωσε «προσωρινά» τα κλειδιά του νερού στην Τουρκία» (sic) και μας έπιασε ανατριχίλα στη σκέψη ότι και στην ανομβριόπληκτη και ημικατεχόμενη από τους Τούρκους πατρίδα μας, θα μπορούσε να συμβεί το ίδιο. Να παραδώσουμε, δηλαδή, λόγω καταστολής των εθνικών μας αντιστάσεων και πλήρους εξάντλησης των υδάτινων πόρων μας την κρατική ασφάλεια και κυριαρχία μας στην Άγκυρα, ως μέρος μιας συμφωνίας επίλυσης του Κυπριακού (ή και όχι), που ενδεχομένως να προκύψει αν δεν διευθετήσουμε σύντομα το κρίσιμο υδατικό μας ζήτημα. Το ακούσαμε και από στόματος πρώην υπουργού της ΚΔ στην τηλεοπτική εκπομπή «Αιχμές» αυτό το αδιανόητο για φυσιολογικά μυαλά σενάριο: η μόνη λύση που θα μας βγάλει από το λούκι της λειψυδρίας είναι να φέρουμε νερό από την Τουρκία! Και το είπε στα σοβαρά ο άνθρωπος…
Για να αντιληφθούμε τους κινδύνους και το μέγεθος της απειλής που δημιουργήθηκε από την Τουρκο-Ιρακινή συμφωνία, ας δούμε λίγο το σκηνικό που την γέννησε. Κατ’ αρχή, η τραγική για το Ιράκ συμφωνία δεν προέκυψε ξαφνικά από την παγκόσμια κλιματική αλλαγή ή από κάποια αμοιβαία επιθυμία για το κοινό όφελος μεταξύ δύο καλοπροαίρετων γειτόνων. Επιβλήθηκε στο Ιράκ ως μέρος μιας μακρόπνοης τουρκικής υδροστρατηγικής, που εγκαινιάστηκε πριν από δεκαετίες με στόχο την υλοποίηση των ιμπεριαλιστικών σχεδίων των νεοσουλτάνων της Άγκυρας: ελέγχοντας τη ροή των νερών του Τίγρη και του Ευφράτη με την κατασκευή μιας σειράς διαδοχικών φραγμάτων και άλλων υποδομών στα ανάντη των δύο ποταμών, η Τουρκία απόκτησε απόλυτη ή σχεδόν απόλυτη υδρο-ηγεμονία επί του Ιράκ (ενδεχομένως και επί της Συρίας, αφού ο ένας εκ των δύο ποταμών, ο Ευφράτης, διασχίζει πρώτα τη Συρία και μετά το Ιράκ).
Η απειλή, φυσικά, δεν περιορίζεται εδώ. Μάλλον αρχίζει από αυτό το σημείο γιατί, πέρα από τη δυνατότητα επιβολής της θέλησής της επί των δύο νέων υδρολογικά εξαρτώμενών της κρατών, η Τουρκία αύξησε κατακόρυφα τους συντελεστές ισχύος της σε συνάρτηση με τους γενικότερους γεωστρατηγικούς σχεδιασμούς της αφού, με τον έλεγχο των νερών των δύο πλούσιων σε ενεργειακά αποθέματα κρατών, έμμεσα απόκτησε και πρόσβαση στα έσοδα από την εκμετάλλευσή τους. Όπως αναφέρει η in.gr, έχει συμφωνηθεί ότι τουρκικές εταιρείες θα αναλάβουν τώρα να κατασκευάσουν υδρονομικά έργα στο Ιράκ, το οποίο κατηγορείται εδώ και χρόνια από την Άγκυρα ότι οι υποδομές διαχείρισης των νερών του είναι παρωχημένες και σπάταλες. Και, φυσικά, η πενταετής διευθέτηση (με ουσιώδη ρήτρα επιλογής ανανέωσης στη λήξη της) που επέβαλε διά του δικαίου της πυγμής η τουρκική κυβέρνηση, προβλέπει ότι τα συμβόλαια των εταιρειών της θα πληρώνονται από τα έσοδα του ιρακινού πετρελαίου. Κατά συνέπεια…
Η οικονομία της Τουρκίας θα μπορέσει να εξυγιανθεί και να ενδυναμωθεί, διανοίγοντας ταυτόχρονα αναβαθμισμένες προοπτικές σε τομείς της βιομηχανίας της, όπως είναι η παραγωγή σύγχρονης τεχνολογίας την οποία η Άγκυρα θα αξιοποιήσει αναμφιβόλως και σχεδόν αποκλειστικά σε αμυντικά προγράμματα, που θα την αναγάγουν σε αδιαμφισβήτητο περιφερειακό ηγεμόνα και, γιατί όχι, σε διεκδικητή μιας περίοπτης θέσης ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις παγκοσμίως. Μια τέτοια εξέλιξη θα ανατρέψει τους σχεδιασμούς άλλων δρώντων στην περιοχή και συνεπώς θα θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια και την ειρήνη στην ΝΑ Μεσόγειο και σε ολόκληρη τη Μ. Ανατολή – αναπόδραστα και στο Αιγαίο, αν η Αθήνα αδρανήσει… Εκτιμούμε ότι η αντιπαράθεση του Τελ-Αβίβ με την Άγκυρα περισσότερο εδράζεται σε αυτό το κρίσιμο δίλημμα ασφάλειας παρά στην στάση που τηρεί τις τελευταίες δυο δεκαετίες ο Τ. Ερντογάν στο παλαιστινιακό πρόβλημα.
Μέσα από τον ίδιο φακό, μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε την ανησυχία που πρέπει να διακατέχει την Ελλάδα αλλά και την δική μας χώρα, οι οποίες, παρά την σύναψη κάποιων αμυντικών συνεργασιών που έχουν επιτύχει με διάφορους σοβαρούς «παίκτες» πέραν του Ισραήλ, όπως η Γαλλία, η Αίγυπτος, ακόμα και οι ΗΠΑ, είναι πολύ δύσκολο να κτίσουν υλικοτεχνικά το ισοζύγιο δυνάμεων που απαιτείται για τη διατήρηση της ειρήνης και την επιτυχή απόκρουση των έναντί τους απειλών και παράλογων τουρκικών διεκδικήσεων.
Μια δυνατότητα μετριασμού των αρνητικών επιπτώσεων της αυξανόμενης τουρκικής ισχύος θα διανοιγόταν με τον οριστικό αποκλεισμό της Τουρκίας από ευρωπαϊκά προγράμματα άμυνας, όπως το αμφιλεγόμενο σχέδιο χρηματοδότησης αυξημένης αμυντικής ετοιμότητας (SAFE). Μια δεύτερη και πιο αξιόπιστη κίνηση θα ήταν η αποτόλμηση εκ μέρους της ΕΕ ενός άλματος προς την αναβάθμιση και θωράκιση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η οποία ενόσω δεν περιλαμβάνει την προστασία των 27 από εξωτερικούς κινδύνους διά ενός ενιαίου αμυντικού δόγματος, θα παραμένει ευάλωτη σε ξένες επιβουλές και εν δυνάμει παράπλευρη απώλεια των διενέξεων που σημειώνονται στα εξωτερικά της σύνορα, όπως συμβαίνει με τον πόλεμο Ουκρανίας-Ρωσίας. Αυτά όμως είναι απλώς λόγια και οράματα χωρίς καμιά αξία αν δεν τεθούν επί τάπητος για σοβαρή συζήτηση στα όργανα της Ένωσης. Στο μεταξύ, η Τουρκία θα ισχυροποιείται και θα αποθρασύνεται.