Η Κυπριακή Δημοκρατία αναλαμβάνει από την 1η Ιανουαρίου 2025 την Προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ. Το γεγονός αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό για τη χώρα μας. Παρά ταύτα, είναι επιβεβλημένο να αξιολογήσουμε με πραγματισμό τα δεδομένα τόσο για την ΕΕ όσο και για την Κυπριακή Δημοκρατία. Η θέση αυτή καθίσταται επίκαιρη καθώς υφίσταται μια επικοινωνιακή εκστρατεία η οποία εν πολλοίς παραπέμπει σε μια εορταστική ατμόσφαιρα.
Η ΕΕ βρίσκεται σήμερα στις στην κρισιμότερη φάση από την εποχή της ιδρύσεώς της. Η Ένωση σήμερα αντιμετωπίζει πολλαπλές προκλήσεις. Πρώτα απ’ όλα είναι ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία μετά τη Ρωσική εισβολή στις 24 Φεβρουαρίου 2024. Ο πόλεμος αυτός επηρεάζει αρνητικά και τα συμφέροντα της ΕΕ. Από τις πρώτες μέρες της ρωσικής εισβολής είχα επισημάνει ότι η εξέλιξη αυτή αποτελούσε μια αποτυχία της ίδιας της Ένωσης. Με μια πολιτική η οποία αφ’ ενός θα παραχωρούσε αυτονομία στους Ρωσόφωνους και αφ’ ετέρου θα απέκλειε την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, διασφαλίζοντας έτσι την ουδετερότητα της χώρας, ενδεχομένως οι εξελίξεις θα ήταν διαφορετικές. Τονίζω επίσης ότι με μια στιβαρή πολιτική ηγεσία στη Γερμανία, στη Γαλλία αλλά και στους Θεσμούς της ΕΕ, η Ρωσική εισβολή ενδεχομένως θα αποτρεπόταν. Η ιστορία και η πολιτική όμως δεν κινούνται με το «εάν». Σήμερα έχουμε μπροστά μας εξαιρετικά δύσκολα δεδομένα τα οποία η Ένωση καλείται να διαχειριστεί.
Η κατάσταση αυτή δυσχεραίνεται από τη σοβαρή διχογνωμία που υπάρχει σήμερα στις σχέσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ. Ο Πρόεδρος Τραμπ υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, ότι ο πόλεμος αυτός δεν έπρεπε να αρχίσει ποτέ. Στη σημερινή συγκυρία ο Αμερικανός Πρόεδρος καταβάλλει προσπάθειες τερματισμού του πολέμου καλώντας την Ουκρανία να αποδεχθεί εδαφικές παραχωρήσεις.
Υπενθυμίζεται ότι κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου η ασφάλεια της Ευρώπης καλυπτόταν από τις ΗΠΑ. Επιπρόσθετα, και μεταξύ άλλων, υπήρχαν και οι συμφωνίες μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης για τα ζητήματα ασφαλείας και των σχέσεων Δύσης και Ανατολής.
Στη σημερινή συγκυρία η ΕΕ θα πρέπει να αναλογισθεί το πλέγμα των σχέσεων της με τις ΗΠΑ, τη Ρωσία, την Κίνα καθώς και με άλλες δυνάμεις. Θεωρώ υπερβολή την επικέντρωση μόνο στα τεκταινόμενα στην Ουκρανία. Ομολογουμένως, η κατάσταση είναι θλιβερή. Αλλά υπάρχουν και άλλες σοβαρές προκλήσεις που η Ένωση δεν μπορεί να αγνοεί.
Υπογραμμίζεται ότι η Τουρκία κατέχει από το 1974 το 37% του εδάφους της Κύπρου. Έκτοτε έχει προχωρήσει σε εποικισμό, εκμετάλλευση ελληνοκυπριακών περιουσιών και με σαρωτική διαφοροποίηση της πολιτισμικής ταυτότητας των κατεχομένων εδαφών. Ταυτόχρονα υφίσταται υβριδικός πόλεμος εις βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας σε διάφορα επίπεδα.Πάνω απ’ όλα η Τουρκία επιδιώκει τον στρατηγικό έλεγχο ολόκληρης της Μεγαλόνησου. Η ΕΕ πρέπει να κατανοήσει ότι η κύρια διάσταση του Κυπριακού δεν είναι η διακοινοτική. Και ούτε μπορεί να παραμείνει θεατής. Με βάση την αρχή της αναλογικότητας και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη στάση της έναντι της Ρωσίας, η πολιτική της Ένωσης έναντι της Τουρκίας θα έπρεπε να ήταν διαφορετική.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα δεδομένα θεωρώ ότι και η ίδια η χώρα μας έχει ευθύνες για αυτή τη θλιβερή εξέλιξη. Αντιλαμβάνομαι ότι η ανοχή που επιδεικνύεται έναντι της Τουρκίας είναι εν πολλοίς αποτέλεσμα του ανισοζυγίου δυνάμεων και της σημασίας που η Δύση αποδίδει στη χώρα αυτή. Είναι όμως και αποτέλεσμα της πενιχρής παρουσίας της Κύπρου στη διεθνή αγορά προβολής και ανταλλαγής ιδεών. Δράττομαι της ευκαιρίας αυτής να υπογραμμίσω ότι κατά τη διάρκεια της Προεδρίας τους όλες (σχεδόν) οι χώρες της Ένωσης αξιοποιούν εθνικές δεξαμενές σκέψης για να προωθήσουν συγκεκριμένους στόχους. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Κύπρος υστερεί στον τομέα αυτό. Αυτό παραμένει ένα σοβαρό έλλειμμα το οποίο πρέπει να καλυφθεί.
Παρά τις εξαγγελίες η Ένωση απέχει πολύ από το να καταστεί μια πρωταγωνιστική δύναμη παγκόσμιας εμβέλειας. Πάρα ταύτα, θεωρώ ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις για ουσιαστική βελτίωση της θέσης της. Οι υψηλοί στόχοι όμως δεν επιτυγχάνονται μόνο με διακηρύξεις και εξαγγελία προθέσεων. Απαιτείται όραμα, πραγματισμός καθώς και μια στάση που λαμβάνει υπ’ όψιν τόσο το Διεθνές Δίκαιο όσο και τη Ρεαλπολιτίκ.
Ενώ σήμερα η ΕΕ αποδίδει τεράστια σημασία στην ανταγωνιστικότητα υφίστανται δεδομένα που υποσκάπτουν την υλοποίηση αυτού του στόχου. Στην Ένωση υπάρχουν σήμερα κατά μέσο όρο ψηλότερες τιμές ενέργειας απ’ αυτές στις ΗΠΑ, την Κίνα, τη Ρωσία, την Ινδία, την Ιαπωνία και την Τουρκία. Αρκετοί αναλυτές έχουν ήδη αναφερθεί στον κίνδυνο της αποβιομηχανοποίησης της Γερμανίας και άλλων χωρών. Για χρόνια τώρα η ΕΕ σχεδιάζει την πράσινη μετάβαση. Υπήρχαν προειδοποιήσεις ότι με τον τρόπο που έγινε ο σχεδιασμός το κόστος θα ήταν πολύ υψηλό. Εκ των υστέρων αυτό γίνεται αντιληπτό. Πρέπει να γίνουν οι ανάλογες αναπροσαρμογές άμεσα. Επιπρόσθετα, η ΕΕ θα πρέπει να αξιολογήσει πως μειώνεται η γραφειοκρατία χωρίς να δημιουργούνται οποιεσδήποτε επιπτώσεις στο απαραίτητο νομικό πλαίσιο.
Στην ΕΕ υφίσταται επίσης σήμερα ένας προβληματισμός για την περαιτέρω διεύρυνσή της. Οι σχεδιασμοί αυτοί έχουν ως βασικό κριτήριο γεωπολιτικά δεδομένα. Δεν υπάρχει όμως μια ολοκληρωμένη αξιολόγηση της κατάστασης και ακριβής προσδιορισμός τυχόν αρνητικών παράπλευρων επιπτώσεων (negative side effects).
Υπάρχει επίσης ανησυχία για το γεγονός ότι σε πολλές χώρες της ΕΕ υπάρχουν ισχυρά ρεύματα ευρωσκεπτικισμού τα οποία εν μέρει οδηγούν σε ακραίες πολιτικές τάσεις. Σημειώνεται, μεταξύ άλλων, ότι το υφιστάμενο κοινωνικοοικονομικό μοντέλο της Ένωσης έχει οδηγήσει στην αύξηση της ανισότητας. Επιπρόσθετα, οι νεότερες γενιές αντιμετωπίζουν δυσκολίες όπως η εξασφάλιση στέγης και η εξεύρεση εργασίας με ικανοποιητικούς όρους απασχόλησης. Υπογραμμίζεται συναφώς ότι είναι σημαντικό να ενθαρρυνθούν πολιτικές τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και εθνικό επίπεδο για να αντιμετωπισθούν τα δημογραφικά ζητήματα.
Θα ήταν μεγάλη παράληψη να μην αναφερθώ στα μεταναστευτικά ζητήματα. Η ΕΕ ήταν/είναι εν πολλοίς απούσα από τα τεκταινόμενα στη Μέση Ανατολή. Με μια ενεργητική πολιτική – proactive policy – ενδεχομένως τα δεδομένα θα ήταν διαφορετικά. Έστω και τώρα η Ένωση καλείται να προχωρήσει με μια ολοκληρωμένη πολιτική προς τη σταθεροποίηση της περιοχής. Η Κύπρος παρά το μικρό της μέγεθος έχει τη δυνατότητα να συμβάλει θετικά προς αυτή την κατεύθυνση.
Δεν θα είναι υπερβολή να λεχθεί ότι υπάρχει σήμερα η αίσθηση ότι η ΕΕ αντιμετωπίζει διάφορα ζητήματα με ένα ιδεολογικό αντί πραγματιστικό πλαίσιο. Η κατάσταση αυτή θα πρέπει να διαφοροποιηθεί. Σε διαφορετική περίπτωση η Ένωση ενδεχομένως θα βρεθεί προ μεγαλύτερων διλημμάτων και οδυνηρών εκπλήξεων. Αυτό μας φέρνει ξανά στον ρόλο της Κύπρου. Η ανάληψη της Προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ θα λάβει χώρα σε μια κρίσιμη περίοδο τόσο για την Ένωση όσο και για τη χώρα μας. Δεν αρκούν οι επικοινωνιακές εξαγγελίες. Θα πρέπει να αξιολογηθούν τα δεδομένα με πραγματισμό. Η μικρή Κύπρος θα διακριθεί εάν καταθέσει θέσεις και απόψεις που συμβάλλουν θετικά στο Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Ταυτόχρονα θα πρέπει να τονίσει προς πάσα κατεύθυνση ότι ο τρόπος με τον οποίο η ΕΕ θα αντιμετωπίσει τα σημαντικά ζητήματα που απασχολούν την Κύπρο θα αποτελεί βασικό κριτήριο αξιοπιστίας και για την ίδια την Ένωση.
* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων το οποίο είναι διασυνδεδεμένο με το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.