Δύο Ρουμάνοι που κατηγορούνται για εμπορία προσώπου και σεξουαλική εκμετάλλευση, επέστρεψαν στο κελί μετά που το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο τους άφησε ελεύθερους.
Στην υπόθεση που ήρθε στο φως από το Γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων της Αστυνομίας περί τα μέσα Δεκεμβρίου, παραπέμφθηκαν σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου που θα συνεδριάσει στις 17/1/2022, οι δύο Ρουμάνοι συν τρίτος συμπατριώτης τους ο οποίος κατηγορείται ότι αγόρασε σεξουαλικές υπηρεσίες και επίσης κατηγορείται. Οι δύο κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν από κοινού την κατηγορία της συνωμοσίας για διάπραξη κακουργήματος, ήτοι εμπορία ανηλίκων προσώπων, της εμπορίας ενηλίκων προσώπων, της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ενηλίκων προσώπων και της μαστροπείας. Παράλληλα ο ένας αντιμετωπίζει επιπροσθέτως την κατηγορία της οικονομικής βίας και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Ο άλλος αντιμετωπίζει επίσης τις κατηγορίες του βιασμού, απόπειρας βιασμού και αποστολής διά δημοσίου δικτύου επικοινωνιών μήνυμα, το οποίο ήταν απειλητικού χαρακτήρα. Ο τρίτος κατηγορούμενος αντιμετωπίζει τις κατηγορίες βιασμού και χρήσης υπηρεσιών σεξουαλικής εκμετάλλευσης.
Μετά την παραπομπή των τριών σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου η κατηγορούσα Αρχή ζήτησε την κράτηση τους επικαλούμενη τον κίνδυνο της φυγοδικίας και τον επηρεασμό μαρτύρων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο για τους λόγους που ανέφερε στην απόφαση του απέρριψε το αίτημα για κράτηση, αφού βρήκε ότι ουδείς εκ των πιο πάνω λόγων ευσταθούσε.
Ο Γενικός Εισαγγελέας με δύο λόγους έφεσης ζήτησε την ανατροπή της απόφασης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλει ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τα προσωπικά δεδομένα των εφεσίβλητων ήταν τέτοια που σε συνάρτηση με άλλους όρους που θα επιβάλλονταν μπορούσαν να μετριάσουν τον κίνδυνο της φυγοδικίας τους. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι δεν υπήρχαν στοιχεία ενώπιον του που να δημιουργούσαν ισχυρές και εύλογες ανησυχίες ότι σε περίπτωση που οι εφεσίβλητοι παρέμεναν ελεύθεροι υπήρχε κίνδυνος να επηρεάσουν μάρτυρες.
Σύμφωνα με το Εφετείο, από το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου η εμπλοκή των εφεσίβλητων στα επίδικα αδικήματα προέκυπτε, κυρίως, από τις καταθέσεις της παραπονούμενης, η οποία αναγνωρίστηκε ως θύμα εμπορίας προσώπων. Με βάση αυτές ο εφεσίβλητος 1 την στρατολόγησε και εξώθησε στην πορνεία, ενώ σε άλλη περίπτωση την απείλησε ότι θα την σκοτώσει και την έπιασε από τον λαιμό. Όσον αφορά τον εφεσίβλητο 2, αυτός βίασε την παραπονούμενη σε δύο περιπτώσεις, ενώ αποπειράθηκε σε άλλη περίπτωση να τη βιάσει και την απείλησε ότι θα της κάνει κακό. Τέλος, σε σχέση με τον εφεσίβλητο 3, αυτός, αφού αγόρασε υπηρεσίες εκπόρνευσης, βίασε την παραπονούμενη. Μετά τις διαπιστώσεις ότι η παραπονούμενη είχε απειληθεί, το Εφετείο διέταξε την κράτηση των δύο μέχρι τη δίκη τους.