Δεν έπιασαν τόπο οι πιέσεις της Κυβέρνησης για να εγκριθεί μέχρι το τέλος του χρόνου το νομοσχέδιο με το οποίο μπαίνει τέλος στη δημιουργία νέων εγκλωβισμένων ιδιοκτητών ακινήτων, παρόλο που αυτό περιλαμβάνεται στα προαπαιτούμενα του Ταμείου Ανάκαμψης. Συγκεκριμένα, περιλαμβάνεται στα 30 ορόσημα για την τρίτη δόση, για την οποία θα πρέπει να υποβληθεί αίτηση στην Κομισιόν περί τα μέσα του 2023. 

Μέλη της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών έχουν έντονες επιφυλάξεις με το νομοσχέδιο, καθώς θεωρούν πως δεν εξυπηρετείται ο σκοπός του, που είναι η προστασία των αγοραστών. Με το νομοσχέδιο, ο αγοραστής θα καταβάλλει στην τράπεζα το τίμημα της πώλησης του ακινήτου (δηλαδή θα εξοφλείται ο δανεισμός του πωλητή), από το οποίο θα αφαιρούνται τα εμπράγματα βάρη και θα γίνεται η μεταβίβαση στον αγοραστή. Πέραν των νομικών ζητημάτων, προκύπτουν και πολιτικά θέματα στο νομοσχέδιο, γι’ αυτό οι βουλευτές απαιτούν να παραστούν στη Βουλή οι υπουργοί Οικονομικών και Εσωτερικών, για να δώσουν διευκρινίσεις. Τα κόμματα ξεκαθάρισαν πως δεν μπορεί να εγκριθεί ένα νομοσχέδιο το οποίο έχει κενά και παραλείψεις.

Το γεγονός ότι το νομοσχέδιο αποτελεί προαπαιτούμενο για το Ταμείο Ανάκαμψης, δεν φαίνεται να ανησυχεί ιδιαίτερα τα κόμματα, λόγω του κακού προηγούμενου που δημιουργήθηκε με τα νομοσχέδια για τις εταιρείες διαχείρισης δανείων. Τα συγκεκριμένα νομοσχέδια είχαν εγκριθεί επτά μήνες μετά την παρέλευση της προθεσμίας. Μάλιστα, λόγω της καθυστέρησης της έγκρισης των νομοσχεδίων, καθυστέρησε η υποβολή της αίτησης στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και συνεπακόλουθα η εκταμίευση της δεύτερης δόσης των €85 εκατ.

Πάντως, το νομοσχέδιο για τους εγκλωβισμένους αγοραστές ακινήτων φέρνει στο φως για άλλη μια φορά τη μη ικανοποιητική διαβούλευση που έγινε μεταξύ της εκτελεστικής εξουσίας και των επηρεαζόμενων φορέων. Τον περασμένο Φεβρουάριο, το Υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε την έναρξη της δημόσιας διαβούλευσης, καλώντας τους εμπλεκόμενους να καταθέσουν τις θέσεις τους εντός ενός μηνός. Όπως φάνηκε στην πράξη, η διαβούλευση που έγινε δεν ήταν επαρκής, καθώς κατά τις συζητήσεις στο Κοινοβούλιο ήρθαν στο φως η διάσταση απόψεων αλλά και οι επιφυλάξεις. Δεν είναι το πρώτο νομοσχέδιο για το οποίο διαφάνηκε πως η δημόσια διαβούλευση δεν ήταν επαρκής. Το ίδιο έγινε με τα νομοσχέδια με τις εταιρείες διαχείρισης δανείων, τα οποία η Βουλή τους άλλαξε τα φώτα μέχρι να εγκριθούν. Η ίδια πρακτική εφαρμόστηκε και για τη μεταρρύθμιση της δημόσιας υπηρεσίας, όπου άλλα συζητούνταν στις διαβουλεύσεις και άλλες απαιτήσεις προέκυψαν στη Βουλή. Επίσης, κατά τις συζητήσεις για το συνταξιοδοτικό, ήρθε στο φως πως το νομοσχέδιο είχε πολλά κενά, με αποτέλεσμα να αναθεωρηθεί. Κάτι παρόμοιο έγινε και με το νομοσχέδιο που εκκρεμεί στην Επιτροπή Οικονομικών, με το οποίο αίρονται οι απαγορεύσεις στις προσλήψεις. Στο νομοσχέδιο αποτυπώνεται η συμφωνία του Υπουργείου Οικονομικών με την ΠΑΣΥΔΥ, ΣΕΚ και ΠΕΟ. Ωστόσο, το γεγονός ότι δεν λήφθηκαν οι θέσεις των υπόλοιπων συνδικαλιστικών οργανώσεων φάνηκε κατά τη συζήτηση, όπου ζητούσαν τη συμπερίληψη κάποιων επιπρόσθετων προνοιών.  Μεγαλύτερο είναι το πρόβλημα για εναρμονιστικά νομοσχέδια, όπου λόγω των διαφωνιών η Κύπρος καθυστερεί να εναρμονιστεί με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, με αποτέλεσμα να βρίσκεται αντιμέτωπη με πρόστιμο από ΕΕ. Οι επηρεαζόμενοι διαμαρτύρονται πως δεν γίνεται ικανοποιητική διαβούλευση για πολλά νομοθετήματα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα πολλές φορές η Βουλή να καλείται να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά και να αναλώνεται σε ατέρμονες συζητήσεις. Κάτι το οποίο θα έπρεπε να πράξει η κυβερνητική πλευρά.

Από την άλλη, τα υπουργεία υποστηρίζουν πως κατά τη δημόσια διαβούλευση οι εμπλεκόμενοι δεν είχαν τοποθετηθεί, κάτι που τους οδήγησε στο συμπέρασμα πως συμφωνούν. Για πρακτικούς και άλλους λόγους θα ήταν καλό να βρεθούν τρόποι, έτσι ώστε να είναι αποτελεσματικές οι δημόσιες διαβουλεύσεις για τα νομοσχέδια. Όταν οδηγούνται στη Βουλή τα νομοσχέδια με κενά και παραλείψεις, καθυστερεί η έγκριση τους ή και σε κάποιες φορές με τις αλλαγές που γίνονται σε αυτά αλλάζει και η φιλοσοφία τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα πολλές φορές τα νομοσχέδια να αποτελούν αντικείμενο δικαστικής διαμάχης.