Ο χειρισμός περιστατικού σε Δημοτικό μαθήτριας με αυτισμό ήταν προβληματικός, αναφέρει η Επίτροπος Διοικήσεως Μαρία Στυλιανού Λοττίδη, με βάση την απάντηση που έλαβε από το Υπουργείο Παιδείας, Νεολαίας και Αθλητισμού στο πλαίσιο διερεύνησης παραπόνου από την μητέρα της μαθήτριας. 

Η Επίτροπος εισηγείται όπως το αρμόδιο Υπουργείο «προχωρήσει στη λήψη μέτρων, ενδεχομένως μέσω της έκδοσης κατευθυντήριων οδηγιών και σχετικής τακτικής επιμόρφωσης, σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο παρόμοια περιστατικά θα πρέπει να τυγχάνουν χειρισμού στο μέλλον» και όπως το ΥΠΑΝ «προχωρήσει άμεσα, σε συνεργασία με την ΚΥΣΟΑ και τις αντιπροσωπευτικές οργανώσεις παιδιών με αναπηρία, στην υλοποίηση των πιο πάνω, δηλώνοντας ταυτόχρονα τη βούληση του Γραφείου μου να συμμετάσχει σε αυτή την προσπάθεια με οποιοδήποτε τρόπο εντός των αρμοδιοτήτων μου».

Σε έκθεσή της, υπό την ιδιότητά της ως Ανεξάρτητος Μηχανισμός Προώθησης, Προστασίας και Παρακολούθησης της Σύμβασης του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες, μετά από διερεύνηση παραπόνου μητέρας αυτιστικού παιδιού για τιμωρία του σε σχολική μονάδα από σχολικούς βοηθούς, αναφέρει πως από τα στοιχεία που τέθηκαν υπόψη του Γραφείου της διαπίστωσε πως «διαφάνηκε ότι ο χειρισμός του υπό διερεύνηση περιστατικού, κατά τον τρόπο που περιγράφεται στην απάντηση του αρμόδιου Υπουργείου, είναι προβληματικός, αφού μία μαθήτρια δημοτικού, που είναι παιδί με αυτισμό, μετά από απόφαση της σχολικής βοηθού/συνοδού του, χωρίς προσόντα εμπειρογνωμοσύνης επι ειδικής εκπαίδευσης, οδηγήθηκε εκτός της τάξης του, μακριά από τους/τις συμμαθητές/τριες του, τη δασκάλα και το οικείο περιβάλλον του, και κρατήθηκε απομονωμένο σε μία άλλη τάξη για δύο σχολικές περιόδους και κατά τη διάρκεια του διαλείμματος, χωρίς να γίνει από το σχολείο οποιαδήποτε προσπάθεια επικοινωνίας με την οικογένειά του, ώστε το παιδί τουλάχιστον να καθησυχαστεί και να ηρεμήσει».

Επαναλαμβάνοντας προηγούμενη τοποθέτηση του Γραφείου της για απουσία εξειδικευμένων προσόντων που θα ήταν απαραίτητο να έχουν οι συνοδοί πριν την πρόσληψη τους ως όροι εργοδότησης, εισηγείται όπως το αρμόδιο Υπουργείο προχωρήσει στη λήψη μέτρων, ενδεχομένως μέσω της έκδοσης κατευθυντήριων οδηγιών και σχετικής τακτικής επιμόρφωσης, σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο παρόμοια περιστατικά θα πρέπει να τυγχάνουν χειρισμού στο μέλλον.

Υπογραμμίζει ότι ο ρόλος των σχολικών βοηθών/συνοδών των παιδιών με αναπηρία στα σχολεία «μπορεί να είναι σημαντικός σε σχέση με την πρόληψη ή έγκαιρη αντιμετώπιση κάποιων συμπεριφορών του ίδιου του παιδιού ή και των συμμαθητών και συμμαθητριών του, αυτό, ωστόσο, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να ερμηνεύεται κατά τρόπο που να δίνει το δικαίωμα στους σχολικούς βοηθούς/συνοδούς να ενεργούν με δική τους πρωτοβουλία εκτός εκπαιδευτικού πλαισίου ή να παρεμβαίνουν στις διαδικασίες και στους κανονισμούς που εφαρμόζονται εντός της σχολικής τάξης ή του σχολικού χώρου, την ευθύνη των οποίων έχει αποκλειστικά η διεύθυνση του σχολείου και οι εκπαιδευτικοί της τάξης και/η τουλάχιστον να συμμετείχαν δάσκαλοι ειδικής εκπαιδευσης με σχετική εμπειρογνωμοσύνη στο χειρισμό».

Σημειώνει ότι από τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις των σχολικών βοηθών/συνοδών, όπως αυτά έχουν οριστεί στη σχετική εγκύκλιο του ΥΠΑΝ, συνάγεται ότι οι σχολικοί βοηθοί/συνοδοί  δέχονται τις οδηγίες και τις υποδείξεις της διεύθυνσης και του/της εκπαιδευτικού της τάξης/ειδικής τάξης/μονάδας για την εκτέλεση των καθηκόντων του/της και συνεργάζεται μαζί τους, επισημαίνοντας ότι οποιαδήποτε διαφορετική ερμηνεία θα ήταν σε κάθε περίπτωση εκτός του πλαισίου παροχής ενιαίας εκπαίδευσης, που θέτει η Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες, αφού δεν μπορεί να νοηθεί ότι για τα παιδιά με αναπηρίες εφαρμόζονται διαφορετικά πρότυπα, κανονισμοί, διαδικασίες ή τιμωρίες από αυτά που ισχύουν για τα παιδιά χωρίς αναπηρίες.

Τονίζει πως θα πρέπει να καθίσταται σαφές ότι «δεν εφαρμόζεται διαφορετικό, διαχωριστικό πλαίσιο χειρισμού των μαθητών και μαθητριών που φοιτούν σε μία τάξη και πως η ευθύνη διαχείρισης ζητημάτων που ενδεχομένως προκύπτουν σε μία τάξη σε καμία περίπτωση δεν μετατοπίζεται από τους εκπαιδευτικούς και τη διεύθυνση του σχολείου οπουδήποτε αλλού και δη στη σύνοδο η οποία λειτουργεί συμπληρωματικά στη βάση οδηγιών».

Προσθέτει ότι τόσο οι σχολικοί βοηθοί/συνοδοί παιδιών με αναπηρίας, όσο και το εκπαιδευτικό προσωπικό, θα πρέπει να λαμβάνουν εκπαίδευση για την αντιμετώπιση, με σεβασμό και προσοχή, τυχόν προβλημάτων συμπεριφοράς που μπορούν να εκδηλωθούν στο σχολείο τόσο από παιδιά με αναπηρίες, όσο και από τα υπόλοιπα παιδιά, ενώ θα πρέπει να είναι σαφές σε ποιες περιπτώσεις συστήνεται η επικοινωνία του σχολείου με τους γονείς των παιδιών.

Συμπληρώνει ότι επιβάλλεται τουλάχιστον με την έναρξη κάθε σχολικής χρονιάς γίνεται εκδήλωση ευαισθητοποίησης όλων των μαθητών και μαθητριών κάθε σχολικής μονάδας, ώστε να αποδέχονται και να κατανοούν την αναπηρία και κάθε διαφορετικότητα.

Σύμφωνα με την έκθεση στην απάντησή του Υπουργείου, αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «το συγκεκριμένο περιστατικό έγινε απρόκλητα και είχε μεγάλη διάρκεια. Η σχολική βοηθός που την εξυπηρετούσε προσπάθησε να την ηρεμήσει και ζήτησε βοήθεια από την Ειδική Εκπαιδευτικό, η οποία δεν μπορούσε να επέμβει τη δεδομένη στιγμή επειδή ήταν απασχολημένη με άλλο παιδί, και ως εκ τούτου έσπευσε για βοήθεια ο δεύτερος συνοδός του σχολείου».

Προστίθεται ότι «το παιδί πράγματι ζήτησε συγγνώμη και κάθισε στη θέση του. Στην τάξη, όμως, επικρατούσε αναταραχή με τα άλλα παιδιά και το παιδί παρέμεινε αναστατωμένο. Ως εκ τούτου, οι δύο σχολικοί βοηθοί το μετάφεραν στην αίθουσα Ειδικής Εκπαίδευσης. Η εκπαιδευτικός της τάξης που ήταν παρούσα δεν είδε τους σχολικούς βοηθούς να τραβούν το παιδί έξω από την τάξη».

Το παιδί, αναφέρεται, «παρέμεινε στην αίθουσα Ειδικής Εκπαίδευσης για δύο σαραντάλεπτες περιόδους στην παρουσία της σχολικής βοηθού και της Ειδικής Εκπαιδευτικού που προσπαθούσαν να το ηρεμήσουν με διάφορους τρόπους».

Στο διάλειμμα, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην έκθεση της Επιτρόπου, «πήγαν στην αίθουσα η Λογοθεραπεύτρια, η Διευθύντρια και η Εκπαιδευτικός της τάξης για να δουν την κατάσταση του παιδιού. Η μαθήτρια παρέμενε αναστατωμένη, ζητούσε συνεχώς συγγνώμη και ξεκινούσε ξανά και ξανά τις ίδιες συμπεριφορές και γι’ αυτό κρίθηκε πως ήταν καλύτερα να παραμείνει εκεί και κατά τη διάρκεια του διαλείμματος, μέχρι να ηρεμήσει, αφού οι συμπεριφορές την καθιστούσαν επικίνδυνη τόσο για την ασφάλεια της ίδιας, όσο και των άλλων παιδιών της τάξης».

 ΚΥΠΕ