«Η άποψη ότι το Μνημόνιο Συναντίληψης, που υπέγραψε η Τουρκία με τη Σουηδία και την Φινλανδία, δεν παραχωρεί το οτιδήποτε στην Άγκυρα, δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα», ανέφερε στο philenews o Διεθνολόγος Δρ Ζήνωνας Τζιάρρας, σημειώνοντας ότι «τα σημεία του Μνημονίου καλύπτουν όλα ανεξαιρέτως τα ζητήματα που ήγειρε η Τουρκία, προκειμένου να συναινέσει στην ένταξη των δύο Σκανδιναβικών κρατών στο ΝΑΤΟ, ενώ πάνε και ένα βήμα πιο πέρα».

Καταρχάς επεσήμανε ότι «μετά από μια περίοδο κρίσης λόγω των τουρκικών ενστάσεων – και εκβιασμών θα μπορούσε να πει κανείς – η Άγκυρα υποχώρησε από την ένστασή της για την ένταξη της Σουηδίας και της Φιλανδίας στο ΝΑΤΟ. Αυτό έγινε κατορθωτό, αφού πρώτα συνυπέγραψε Μνημόνιο Συναντίληψης μαζί τις δύο χώρες, το οποίο ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις, που είχε θέσει».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Μ. Κοντός: Τα κέρδη της Τουρκίας από τη συμφωνία στο ΝΑΤΟ

Ενδεικτικά, όπως ανέφερε, «οι Σκανδιναβικές χώρες συμφώνησαν να στηρίξουν την Τουρκία κατά των κουρδικών δυνάμεων PKK/YPG και του λεγόμενου FETO, δηλαδή το κίνημα του Φετουλάχ Γκιουλέν, το οποίο η Τουρκία χαρακτηρίζει τρομοκρατική οργάνωση και υποστηρίζει ότι οργάνωσε το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016».

Πρόσθεσε ότι «το Μνημόνιο επιβεβαίωσε επίσης ότι το PKK κατατάσσεται ως τρομοκρατική οργάνωση και οι δύο χώρες δεσμεύτηκαν να δουλέψουν προς την αποτροπή την δραστηριοτήτων του (και των παρακλαδιών του) σε συντονισμό με την Τουρκία».

 Υπογράμμισε ακολούθως ότι «σημαντική ήταν η αναφορά στην εθνική νομοθεσία των δύο κρατών για θέματα τρομοκρατίας, καθ’ ότι δείχνει πως τα δύο κράτη προσπαθούν να πείσουν για την ειλικρίνια των προθέσεών τους, κάνοντας εμμέσως την παραδοχή ότι υπήρχαν κενά, ενώ Σουηδία και Φιλανδία επιβεβαίωσαν επίσης ότι πλέον δεν υφίσταται εμπάργκο όπλων προς την Τουρκία».

 «Συμφωνήθηκε επίσης δομημένος διάλογος και στενή συνεργασία για θέματα ασφάλειας και τρομοκρατίας, ενώ οι δύο χώρες συμφώνησαν να στηρίξουν τη συμμετοχή της Τουρκίας στην Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία (PESCO) της ΕΕ», ανέφερε στη συνέχεια. Στο πλαίσιο αυτό, σημείωσε ότι «αν και για το ζήτημα της PESCO, χρειάζεται τυπικά η έγκριση όλων των κρατών-μελών της ΕΕ, η εν λόγω συμφωνία δημιουργεί νέες διαπραγματευτικές δυναμικές στους κόλπους της Ένωσης για τα θέματα της ασφάλειας, δείχνοντας επίσης και το «μακρύ χέρι», που επιθυμεί να έχει η Ουάσιγκτον στην δομή ασφάλειας της Ένωσης  και το οποίο επιβεβαιώνεται μέσα από το Μνημόνιο».

Σε ό,τι αφορά την Τουρκία ο Δρ Τζιάρρας τόνισε τα εξής δύο σημεία:

«Πρώτον, είναι πλέον ξεκάθαρο ότι το στάτους της στο διεθνές σύστημα έχει αλλάξει και μπορεί πλέον να έχει τον ρόλο του κράτους που οριζει την ατζέντα (agenda setter). Αυτό από μόνο του είναι πτυχή εθνικής ισχύος, καθ’ ό,τι έχει τη διάσταση της επιβολής της θέλησης του ενός επί του άλλου.

 Δεύτερον, το Μνημόνιο αναδεικνύει τον Ερντογάν νικητή, τουλάχιστον επικοινωνιακά. Ήδη το αφήγημα στην Τουρκία έχει να κάνει με τη νίκη της χώρας και την ήττα της Δύσης, αλλά και το πόσο κεντρικός είναι ο ρόλος της Τουρκίας στη Νατοϊκή Συμμαχία».

 «Επιπλέον», όπως ανέφερε, «δίνει στον Ερντογάν τη δυνατότητα να επαναφέρνει αυτό το Μνημόνιο κάθε φορά που πιστεύει ότι οι όροι του παραβιάζονται (ασχέτως αν ως έγγραφο δεν είναι δεσμευτικό) και με αυτό τον τρόπο να εκβιάζει τις δύο χώρες και τη Συμμαχία, αλλά και να εξαργυρώνει τον αντι-δυτικισμό και εθνικισμό στο εσωτερικό».

Διευκρίνισε ακόμη ότι «το γεγονός και μόνο ότι ονοματίστηκαν οι κουρδικές οργανώσεις (περιλαμβανομένων των συριακών κουρδικών πολιτοφυλακών) στο Μνημόνιο, μπορεί να παράσχει και επιπλέον νομιμοποίηση στον Ερντογάν, εάν αποφασίσει να προβεί σε νέα επέμβαση στη Συρία. Συνεπώς, το Μνημόνιο δεν σηματοδοτεί κατ’ ανάγκην τη λήξη αυτής της συζήτησης ή και κρίσης αναφορικά με την ένταξη της Σουηδίας και της Φιλανδίας, ενώ περιμένουμε και την επικύρωσή της από τα κοινοβούλια».

Καταληκτικά έθιξε το γεγονός πως «η έκβαση που υπήρξε – όπως υπήρξε – έγινε με την παρέμβαση των ΗΠΑ και γι’ αυτό τον λόγο δημιούργησε αμέσως νέο χώρο συζήτησης και διαπραγμάτευσης μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας. Εξου και η επαναφορά του ζητήματος για την προμήθεια F-16 από τις ΗΠΑ προς την Τουρκία. Ως εκ τούτου, οι εκτιμήσεις ότι κάτι τέτοιο δεν θα ευοδωθεί, είναι πιθανόν να διαψευστούν».