Η διατροφή αποτελεί διαχρονικά ένα από τα κύρια ζητήματα που απασχολεί τους γονείς. Οι περισσότεροι πασχίζουν να μάθουν στο παιδί, ήδη από μικρή ηλικία, να καταναλώνει υγιεινά τρόφιμα και να αποφεύγει την υπερβολική κατανάλωση ζάχαρης και πρόχειρων σνακ. Φυσικά, τα παιδιά αποτελούν ένα δύσκολο κοινό και η «εκπαίδευσή» τους σε μια ισορροπημένη διατροφή, που συχνά είναι πιο άγευστη και πολύ λιγότερο δελεαστική, αποτελεί αληθινή πρόκληση.

Για το λόγο αυτό, συχνά οι γονείς καταφεύγουν σε ποικίλες μεθόδους πειθούς, χωρίς απαραίτητα να επιτυγχάνουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Μια ομάδα ερευνητών υποστηρίζει, ωστόσο, τώρα, ότι ορισμένες από τις συνήθεις τακτικές που ακολουθούν οι γονείς για να πείσουν τα παιδιά να ακολουθούν μια πιο υγιεινή διατροφή, στην πραγματικότητα μπορούν όχι μόνο να μην βοηθήσουν, αλλά να καταστήσουν τα ιδιότροπα με το φαγητό παιδιά ακόμη πιο αντιδραστικά σε αυτά που προσπαθούν οι γονείς να τους επιβάλλουν. Τα νέα ερευνητικά συμπεράσματα δημοσιεύονται στο Appetite.

Η ερευνητική ομάδα από το Ινστιτούτο Φυσικής Δραστηριότητας και Διατροφής του Πανεπιστημίου Deakin IPAN διαπίστωσε ότι οι γονείς που έχουν ιδιότροπα παιδιά στο φαγητό, συχνά τους ασκούν πίεση, προκειμένου να τα πείσουν να φάνε. Όπως υποστηρίζουν, όμως, οι μελετητές, πρόκειται για μια στρατηγική που αποδεικνύεται αναποτελεσματική στην ανάπτυξη υγιεινών διατροφικών συνηθειών και συμπεριφορών.

«Όταν το παιδί αρνείται να φάει ή αποφεύγει ορισμένα τρόφιμα, αρχίζουμε να ανησυχούμε ότι μπορεί να πεινάει ή δεν λαμβάνει επαρκή τροφή. Είναι, επομένως, σημαντικό να ενισχύσουμε την παροχή σωστών και αποτελεσματικών συμβουλών προς τους γονείς που δυσκολεύονται με τη διατροφή των παιδιών τους, γιατί οι στρατηγικές που χρησιμοποιούν ενστικτωδώς, αν και καλοπροαίρετες, δεν βοηθούν τα παιδιά να αναπτύξουν δια βίου υγιεινές διατροφικές συμπεριφορές», υποστηρίζει η επικεφαλής της έρευνας, δρ. Alissa Burnett.

Προκειμένου να καταλήξουν σε ασφαλή συμπεράσματα και θέλοντας να αξιολογήσουν τα επίπεδα αντιδραστικότητας των παιδιών, οι ερευνητές προχώρησαν σε μια ποιοτική σύγκριση των στρατηγικών σίτισης, στην οποία συμμετείχαν περισσότερες από 1.500 μητέρες παιδιών ηλικίας μεταξύ 2 και 5 ετών. Η αντιδραστικότητα των παιδιών αξιολογήθηκε με βάση το Ερωτηματολόγιο για τη Διατροφική Συμπεριφορά των Παιδιών, ενώ στις συμμετέχουσες μητέρες τέθηκε, επίσης, το ανοιχτού τύπου ερώτημα: «Ποιες στρατηγικές χρησιμοποιείτε όταν το παιδί είναι αντιδραστικό και αρνείται να φάει;».

Σύμφωνα με την δρ. Burnett, οι απαντήσεις περιέγραφαν στρατηγικές που μπορεί ακούσια να ενισχύουν την αντιδραστικότητα, να υπονομεύουν την αυτορρύθμιση της όρεξης ή την κακή διατροφική πρόσληψη.

Μεταξύ αυτών ήταν:

Λέω στο παιδί ότι πρέπει να φάει συγκεκριμένες μπουκιές από το γεύμα του
Λέω στο παιδί ότι αυτό είναι το φαγητό και, αν δε το φάει, θα πάει για ύπνο νηστικό
Λέω στο παιδί ότι, αν φάει το βραδινό του, μπορεί να του δώσω γλυκό ή να του επιτρέψω να κάνει μια δραστηριότητα που του αρέσει

Αντίθετα, οι γονείς των οποίων τα παιδιά ήταν λιγότερο ιδιότροπα στο θέμα του φαγητού έτειναν να εμπλέκουν τα παιδιά στην προετοιμασία του γεύματος, να τα αφήνουν να αποφασίσουν πότε έχουν χορτάσει, καθώς και να τους δίνουν επανειλημμένα ορισμένα φαγητά, για να τα ενθαρρύνουν, με αυτό τον τρόπο, να δοκιμάσουν φαγητά που πίστευαν ότι δεν θα τους αρέσουν.

Μεταξύ των απαντήσεων που έδωσαν αυτοί οι γονείς ήταν:

Το παιδί συμμετέχει στα ψώνια του φαγητού και την προετοιμασία των γευμάτων
Δεν αναγκάζω το παιδί να φάει αν δεν θέλει. Το αφήνω να αποφασίσει πότε και πόσο θέλει να φάει
Παρέχω πάντα κάποιες επιλογές που ξέρω ότι αρέσουν στο παιδί, σε συνδυασμό με άλλες τροφές, που θέλω να του μάθω να τρώει

Αξιολογώντας τα αποτελέσματα της έρευνας, η δρ. Burnett κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι γονείς των ιδιότροπων παιδιών ήταν πιο πιθανό να αποδομούν τα γεύματα, σερβίροντας, για παράδειγμα, ζυμαρικά και σάλτσα χωριστά ή να κρύβουν λαχανικά στα γεύματα για να κάνουν τα παιδιά τους να τρώνε πιο υγιεινά.

«Η παρουσίαση τροφών σε ασυνήθιστες μορφές ή η απόκρυψη ορισμένων συστατικών, μπορεί να βελτιώσει τη διατροφική πρόσληψη βραχυπρόθεσμα, αλλά δεν διδάσκει στα παιδιά να αποδέχονται μια ποικιλία τροφών μακροπρόθεσμα», καταλήγει η δρ. Burnett.

ygeiamou.gr