«Ρε Ανδρέα, θυμάσαι που εφκήκαμεν σε τζείνο το βουνό;» ρώτησε ο κύριος Βάσος τον φωτογράφο Ανδρέα Μανώλη που με συνόδευε σε αυτό το ρεπορτάζ. Ο αδελφός του Ανδρέα είναι ένας από τους αγνοούμενους της τουρκικής εισβολής. Ο κ. Βάσος αιχμάλωτος πολέμου. Οι δύο τους, μαζί με άλλους όπως διαπίστωσα, έχουν ψάξει πόντο πόντο ολόκληρη την Κύπρο αναζητώντας αυτούς που χάθηκαν. Το βουνό για το οποίο μιλούσαν έγινε ο τάφος πολλών ανθρώπων τις μαύρες μέρες του καλοκαιριού του 1974.
Βρέθηκα να κάθομαι στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και καθ’ όλη τη διαδρομή από τη Λευκωσία μέχρι το Μπέλλα Πάις και ακόμα πιο πέρα, τους άκουγα να συνομιλούν. Δεκάδες ονόματα. Άλλοι αγνοούμενοι, άλλοι αιχμάλωτοι μαζί με τον κ. Βάσο Χρίστου (πρόεδρο του Συνδέσμου Αιχμαλώτων Πολέμου 1974), άλλοι στρατιώτες με τους οποίους ο Ανδρέας είχε πολεμήσει. Μια γλώσσα δική τους. Δεν μιλούσα. Δεν ρωτούσα. Έμεινα σιωπηλή και να τους ακούω. Ήξεραν την κάθε πέτρα, την κάθε βουνοκορφή. Ο κ. Βάσος, ο οποίος βρισκόταν στο τιμόνι, κατά διαστήματα ελάττωνε ταχύτητα και μας έδειχνε σημεία στα οποία χάθηκαν στρατιώτες των οποίων τα λείψανα βρέθηκαν ή ακόμα δεν έχουν βρεθεί.

Μπήκαμε στο Μπέλλα Παϊς. Σταθμεύσαμε στον χώρο στάθμευσης δίπλα από το Αββαείο και δίπλα από το πατρικό του κ. Βάσου. Έκανε μερικά βήματα και σταμάτησε. Κοίταζε το σπίτι του. Το μπαλκόνι στο οποίο κοιμόταν τις ζεστές νύκτες του καλοκαιριού. Ανασυντάχτηκε μέσα του και μας ξαναπλησίασε. Κάναμε την βόλτα μας στο χωριό και ξαναμπήκαμε στο αυτοκίνητο με προορισμό την Κερύνεια.
Ο κ. Βάσος οδηγούσε στα στενά και στον χωματόδρομο. Μπήκαμε στην περιοχή του Καζάφανι. Γη γεμάτη από την φρίκη του πολέμου. Το αυτοκίνητο κατά διαστήματα σταματούσε. Σημεία όπου έγιναν εκταφές και εντοπίστηκαν αγνοούμενοι.

«Δαμέ ήβραμεν 22». Ο κ. Βάσος ήξερε ένα ένα τα ονόματα τους και μας τα έλεγε. Ο Ανδρέας φαινόταν να ξέρει αρκετά από τα ονόματα και προσπαθούσε να πετύχει όσες περισσότερες φωτογραφίες γινόταν. «Πολύτιμο υλικό. Εν ιστορία» έλεγε.
Ήταν 23 άνθρωποι, στρατιώτες και πολίτες. Αιχμάλωτοι. Τους είχαν μεταφέρει στις εγκαταστάσεις της ΣΟΡΕΛ (Συνεργατική Εταιρεία Ελαιοπαραγωγών). Εκεί έμειναν για μια νύκτα κατά τη διάρκεια της οποίας άκουσας απ΄εξω φωνές και μετά πυροβολισμούς. Το πρωί όταν τους έβγαλαν από το υποστατικό στο οποίο βρίσκονταν, είδαν στο έδαφος νεκρούς τέσσερις στρατιώτες. Τους μετέφεραν σε ανοικτή περιοχή στο Καζάφανι. Τους εκτέλεσαν. Διεσώθη μόνο ένας από συγχωριανούς του Τουρκοκύπριους. Αυτός ο άνθρωπος έδωσε στη συνέχεια τη μαρτυρία και εντοπίστηκε εντέλει ο ομαδικός τάφος.

«Δαμέ ήβραν άλλους 5», είπε δείχνοντας μας ένα δεύτερο σημείο ο κ. Βάσος. Λίγο πιο κάτω ένα ακόμα σημείο και πιο πέρα ακόμα ένα. Φθάσαμε στους 36. Μακάρι να μπορούσα να συγκρατήσω τα ονόματα. Ήταν όμως πολλά. Το αυτοκίνητο έστριψε και στην στροφή οι δύο τους άρχισαν να μιλούν για το σημείο στο οποίο είχαν οδηγηθεί δύο άλλοι Ελληνοκύπριοι, οι οποίοι εκτελέστηκαν επιτόπου από τους Τούρκους εισβολείς. Σύνολο 38.

Οι τελευταίοι τρείς ομαδικοί τάφοι εντοπίστηκαν μετά από μαρτυρίες Τουρκοκύπριων. «Ολόκληρη η περιοχή είναι ένα απέραντο νεκροταφείο», είπε ο κ. Βάσος, «έχει κι άλλους».
Είχε μεσημεριάσει και η ζέστη με το στεγνό χώμα και τα αγριόχορτα έκαναν τα όσα άκουγα και μάθαινα ακόμα πιο βαριά μέσα μου. Σκέφτηκα ότι και πάνω από το Μπέλλα Πάις η γη ήταν σπαρμένη με λείψανα ανθρώπων, που δεν γύρισαν ποτέ στα σπίτια τους το μαύρο εκείνο καλοκαίρι του 1974.
Γύρισα το κεφάλι για να δω την βουνοκορφή που βλέπαμε κατά την είσοδο μας στο Μπέλλα Πάις αλλά είχαμε ήδη απομακρυνθεί και δεν φαινόταν. Εκεί χάθηκαν 37 άνθρωποι. Εντοπίστηκαν και ταυτοποιήθηκαν τα λείψανα 14. Ξανακοίταξα το τελευταίο σημείο στο οποίο ανευρέθηκαν αγνοούμενοι. Άκουσα τον κ. Βάσο να μας λέει ότι σε ένα σημείο εκεί κοντά, σε ένα πηγάδι, υπάρχουν πληροφορίες ότι είναι θαμμένοι κι άλλοι αγνοούμενοι. «Πρέπει να δώσει άδεια αυτός που ζει τωρά στο σπίτι τούτο», μας εξήγησε, η φράση του όμως έμεινε στο «αλλά…».

Κάθε στροφή και μια ιστορία, κάθε ιστορία εκτελέσεις και νεκροί. Μπήκαμε στον δρόμο για την Κερύνεια. Έκλεισα για λίγο τα μάτια και προσπάθησα να βάλω σε τάξη τα όσα είχα μάθει τα προηγούμενα 15 λεπτά. Οι δύο τους συνέχισαν να συνομιλούν και να αναφέρονται σε συγκεκριμένα ονόματα.
Φθάσαμε στην Κερύνεια. Στους «βοτανικούς κήπους». Κοίταζα την περιοχή. Είχαμε πάει για ρεπορτάζ όταν βρίσκονταν σε εξέλιξη οι εκταφές για την ανεύρεση αγνοουμένων. Ένιωσα νοητά στη μύτη μου την μυρωδιά του φρεσκοσκαμμένου χώματος, όπως την είχα νιώσει και τότε.
Ένα μικρό αγγλικό κοιμητήριο. Ένας οικογενειακός τάφος Άγγλου αξιωματικού κάπου εκεί. Το κοιμητήριο αυτό αποτέλεσε σημαντικό σημείο αναφοράς κατά την διάρκεια της έρευνας για εντοπισμό ομαδικών τάφων στους οποίους τελικά βρέθηκαν τα λείψανα 39 αγνοουμένων, κυρίως στρατιωτών. Τον πέτρινο τοίχο του κοιμητηρίου θυμόταν ο Κώστας Αρτεμίου. Ο άνθρωπος που δεν πέθανε κατά την εκτέλεση των υπολοίπων αιχμαλώτων, και στη συνέχεια υπέδειξε το σημείο στο οποίο γνώριζε ότι έγινε η μαζική ταφή. «Οι πληροφορίες μας λένε ότι υπάρχουν κι άλλοι ομαδικοί τάφοι στην περιοχή αλλά δεν δίνουν άδεια για να γίνουν οι εκταφές».
Προσπάθησα να υπολογίσω τα σημεία από τα οποία είχαμε περάσει, τους αριθμούς που ανέφερε ο κ. Βάσος και να βγάλω λογαριασμό. Κάθε φορά όμως που πετύχαινα με το μυαλό μου τους αριθμούς, οι δύο τους θυμόντουσαν κι άλλα σημεία, κι άλλους νεκρούς, κι άλλες περιοχές για τις οποίες υπήρξαν ή υπάρχουν πληροφορίες ότι έγιναν εκτελέσεις.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και τραβήξαμε κατά το πέντε μίλι. Το σημείο όπου σαν σήμερα πριν από ακριβώς 49 χρόνια ο ουρανός της Κύπρου, πριν προλάβει να ξημερώσει η μέρα σκοτείνιασε. Για κάποιο λόγο στο μυαλό μου κόλλησαν οι αριθμοί. Σπανίως το παθαίνω αυτό. Συνήθως μετρώ ανθρώπους κι όχι αριθμούς. Παναγία μου βοήθα μας. Τα χρόνια που πέρασαν από την εισβολή είναι περισσότερα από τα δικά μου χρόνια και συνομήλικοι μου θα αρχίσουν σιγά σιγά να πιάνουν εγγόνια.
Η γης όμως εξακολουθεί να είναι σπαρμένη με λείψανα ηρώων.
-Κάθε φορά που έρκουμαι πονεί το ίδιο. Εν μασιαίρι μες το στήθος μου, μονολόγησε ο κ. Βάσος.
ΑΥΡΙΟ: Στο υπόγειο του μοναστηριού που έγινε νοσοκομείο