Το ζήτημα της υποχρέωσης της Διοίκησης, στο πλαίσιο του δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου, να εξετάζει ποια θα ήταν η σταδιοδρομία/ανέλιξη υπαλλήλου της Δημόσιας Υπηρεσίας σε περίπτωση αναδρομικής προαγωγής του, λόγω επιτυχίας προσφυγής και ακύρωσης διοικητικής πράξης προαγωγών, εξέτασε πρόσφατα το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο.
Το ζήτημα οδηγήθηκε στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο κατόπιν έφεσης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας στην κρίση του Διοικητικού Δικαστηρίου να ακυρώσει την απορριπτική απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) στο αίτημα του εφεσίβλητου για «πλήρη και αναδρομική αποκατάστασή του» σε θέση προαγωγής.
Ο εφεσίβλητος είχε κερδίσει προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η αρχική διαδικασία προαγωγών στην οποία δεν είχε επιτύχει, να ακυρωθεί (ακύρωση διοικητικής πράξης) και ο ίδιος να προάγεται μετά από επανεξέταση, με αναδρομική ισχύ. Ωστόσο, στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι την αναδρομική προαγωγή του, μεσολάβησαν νέες προαγωγές, σε υψηλότερη βαθμίδα, με τον εφεσίβλητο να ζητά από την ΕΔΥ αποκατάσταση της σταδιοδρομίας του, αφού, κατά τον ισχυρισμό του, αν ο ίδιος εξαρχής είχε προαχθεί και δεν μεσολαβούσε η διοικητική πράξη που ακυρώθηκε, θα μπορούσε να διεκδικήσει προαγωγή στην υψηλότερη θέση. Το αίτημα αυτό του εφεσίβλητου απορρίφθηκε κατόπιν εξέτασης από την ΕΔΥ, με τον ίδιο να προσφεύγει εκ νέου στο Διοικητικό Δικαστήριο, το οποίο και ακύρωσε την απόφαση της ΕΔΥ να απορρίψει το αίτημα του εφεσίβλητου. Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κρίνοντας ως λανθασμένη την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου, καταχώρισε έφεση στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο.
Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, αποδεχόμενο την έφεση, δεν συμφώνησε με την κατάληξη του Διοικητικού Δικαστηρίου. Όπως αναφέρει στην απόφασή του, η ΕΔΥ δεν κατήρτισε έγγραφο με τίτλο «πρότυπο σταδιοδρομίας», εξέτασε όμως, ως όφειλε, ποια θα ήταν η ανέλιξη του εφεσίβλητου από την ημερομηνία που προάχθηκε αναδρομικά στη θέση προαγωγής και κατά πόσον μπορεί να διεκδικήσει υψηλότερη θέση προαγωγής. «Έχοντας προς τούτο υπ’ όψιν ότι η επόμενη θέση που θα μπορούσε ο εφεσίβλητος να διεκδικήσει, εάν δεν μεσολαβούσε η διοικητική πράξη που ακυρώθηκε, τον συνέκρινε με τα πρόσωπα που προήχθησαν εν τω μεταξύ στη συγκεκριμένη θέση. Κατέληξε βάσιμα ότι σε καμία διαδικασία δεν θα μπορούσε αυτός να είχε προαχθεί, καθότι τα πρόσωπα που τελικά προήχθηκαν στη συγκεκριμένη θέση, υπερτερούσαν αυτού τόσο σε αρχαιότητα όσο και σε αξία».
Υπέδειξε δε, ότι η ΕΔΥ κινήθηκε στα ορθά πλαίσια, αφού, πριν την απόρριψη του αιτήματος του εφεσίβλητου είχε εξετάσει μία προς μία τις διαδικασίες που μεσολάβησαν, προέβη σε σύγκριση του κάθε επιλεγέντα με τον εφεσίβλητο και αιτιολόγησε την απόφασή της ως προς το γιατί θεώρησε ότι ο τελευταίος υστερούσε έναντι των άλλων προσώπων. «Στην ουσία», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, η Διοίκηση «εξέτασε ποια θα ήταν η ανέλιξη του εφεσίβλητου σε περίπτωση που δεν μεσολαβούσε η πράξη η οποία ακυρώθηκε. Κατά πόσο δηλαδή θα μπορούσε να είχε επιλεγεί στη επίδικη θέση».
Κατά συνέπεια, η κατάληξη του Διοικητικού Δικαστηρίου δεν υιοθετήθηκε από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο με την απόφασή του ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, επιδικάζοντας έξοδα υπέρ της Δημοκρατίας.
Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας την υπόθεση χειρίστηκε η κα Μαρία Κυπριανού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’.