Με κατά τ’ άλλα καθόλα νόμιμο τρόπο, παιδιά ή συγγενείς ή φροντιστές ηλικιωμένων ξαφρίζουν τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς με την πρόφαση ότι δήθεν τους βοηθούν στην διεκπεραίωση των οικονομικών τους συναλλαγών. Αποτέλεσμα οι ηλικιωμένοι, ή κάποιος οικείος τους να διαπιστώσουν στην πορεία ότι το υπόλοιπο τους δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση τα πραγματικά τους έξοδα και η υπόθεση να καταλήγει στη Δικαιοσύνη.

«Το χειρότερο σε όλη αυτή την ιστορία είναι ότι δεν υπάρχει κανένας επίσημα καθορισμένος τρόπος να προστατεύονται αυτοί οι άνθρωποι πέρα από τη συνήθη νομοθεσία και σχετικούς κανονισμούς», ανέφερε στον «Φ» ο πρόεδρος του Παρατηρητηρίου Τρίτης Ηλικίας Δήμος Αντωνίου προσθέτοντας μάλιστα ότι «το συγκεκριμένο φαινόμενο, τους τελευταίους μήνες φαίνεται να γίνεται ολοένα πιο έντονο ενώ κάποιες από αυτές τις καταγγελίες μετά και από τη νομική καθοδήγηση του Παρατηρητηρίου βρίσκονται πλέον ενώπιον της Δικαιοσύνης».

«Πρόκειται για αρπαγή των συντάξεων και των καταθέσεων ηλικιωμένων ανθρώπων και σε κάποιες περιπτώσεις δεν μιλάμε για μικροποσά. Στο Δικαστήριο, για παράδειγμα, αυτή τη στιγμή υπάρχει υπόθεση που αφορά ποσό που ξεπερνά το μισό εκατομμύριο ευρώ που ξοδεύτηκε δήθεν για την εξυπηρέτηση των αναγκών του ηλικιωμένου πατέρα».

Εκείνο που γίνεται, εξήγησε ο κ. Αντωνίου, «όπως διαπιστώνουμε από τις καταγγελίες που φθάνουν κοντά μας, είναι ότι παιδιά ή άλλοι συγγενείς των ηλικιωμένων μπαίνουν, με την πρόφαση ότι θα τους βοηθούν στην ανάληψη μετρητών ή σε πληρωμές με κάρτες, ως συνδικαιούχοι στους τραπεζικούς λογαριασμούς και μετά αρχίζει σιγά σιγά το ροκάνισμα των χρημάτων. Και βλέπεις τα έξοδα ενός ηλικιωμένου ο οποίος υπό κανονικές συνθήκες χρειαζόταν €100 την εβδομάδα να ανεβαίνουν ξαφνικά στα €500, αναλόγως σύνταξης και υπολοίπου και τα ποσά αυτά σταδιακά να αυξάνονται».

Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις «δεν υπάρχει καν συνδικαιούχος αλλά κάποιος τρίτος που μπορεί να είναι παιδί, κοντινός συγγενής ή ακόμα και φροντιστής έχει στην κατοχή του την κάρτα του ηλικιωμένου ή έχει ηλεκτρονική πρόσβαση στον τραπεζικό του λογαριασμό, με την δικαιολογία πάντα ότι τον βοηθά στην πληρωμή λογαριασμών κ.λπ. και συμβαίνει το ίδιο πράγμα».

Τους τελευταίους έξι – επτά μήνες, «παρατηρούμε μια σταδιακή αύξηση των περιπτώσεων που φθάνουν κοντά μας. Ως Παρατηρητήριο διαθέτουμε τμήμα για νομική καθοδήγηση και όσοι ηλικιωμένοι το επιθυμούν λαμβάνουν αυτή την καθοδήγηση και ορισμένες υποθέσεις οδηγούνται στη Δικαιοσύνη. Είναι όμως και άνθρωποι που δεν θέλουν να προχωρήσουν σε επίσημες καταγγελίες γιατί σαφώς υπάρχουν σχέσεις εξάρτησης. Πρέπει να πω ότι σε αυτό το χρονικό διάστημα έχουμε ασχοληθεί με γύρω στις 20 τέτοιες περιπτώσεις».

«Ευθύνη πρέπει να έχουν και οι Τράπεζες»

Το Παρατηρητήριο Τρίτης Ηλικίας, είπε συνεχίζοντας ο κ. Αντωνίου, «έχει πραγματοποιήσει και συνάντηση με τον σύνδεσμο των Τραπεζών για αυτό αλλά και για άλλα ζητήματα».

«Θεωρούμε ότι οι τραπεζικός υπάλληλος που είναι υπεύθυνος για τον οποιονδήποτε πολίτη αλλά κυρίως για ευάλωτα άτομα πρέπει να παρακολουθεί και να προστατεύει τον πελάτη του. Δηλαδή όταν βλέπεις, για παράδειγμα, ότι για πέντε χρόνια ο ηλικιωμένος έκανε αναλήψεις ή πληρωμές ύψους €200 και ξαφνικά και για παρατεταμένο διάστημα οι πληρωμές αυτές αυξήθηκαν σημαντικά, ας πούμε στα €800 ή βλέπεις ότι γίνονται αγορές μέσω διαδικτύου ή διαρκείς αναλήψεις από τις ATM δεν γίνεται να μην παρεμβαίνεις. Όλοι όσοι χρησιμοποιούμε τις κάρτες μας για αγορές από το διαδίκτυο γνωρίζουμε ότι οι εταιρείες διαχείρισης των ηλεκτρονικών πληρωμών, η JCC για παράδειγμα, επικοινωνούν μαζί μας όταν δουν κάποια κίνηση η οποία φαίνεται ύποπτη. Για να διασφαλιστεί ότι δεν πέσαμε θύματα απατεώνων. Κάπως έτσι πρέπει να γίνεται, με οργανωμένο, επίσημο τρόπο και στις περιπτώσεις των ηλικιωμένων».

«Δεν μπορούν καν να επιδιορθώσουν ζημιές στα σπίτια τους»

Ένα δεύτερο ζήτημα το οποίο το Παρατηρητήριο Τρίτης Ηλικίας έθεσε ενώπιον του συνδέσμου Τραπεζών μαζί με άλλους κοινωνικούς εταίρους«αφορά τους περιορισμούς που υπάρχουν στη δανειοδότηση ηλικιωμένων ατόμων».

Δηλαδή, «έχουμε ένα ηλικιωμένο άτομο, 75 ετών του οποίου η σύνταξη είναι ψηλή, έχει καταθέσεις, και πρέπει επειγόντως να επιδιορθώσει το σπίτι του για να μην πέσει πάνω του. Το κόστος της επιδιόρθωσης είναι €80.000, διαθέτει €30.000 και πρέπει να λάβει δάνειο για τις υπόλοιπες €50.000. Οι τράπεζες του λεν όχι, δηλαδή αρνούνται να τον δανειοδοτήσουν λόγω ηλικίας. Και φτάνουμε στο σημείο να θέτουμε το ερώτημα: Αφήνουμε αυτόν τον άνθρωπο να ζει σε συνθήκες άθλιες και επικίνδυνες; Γνωρίζουμε ότι υπάρχουν κρατικές χορηγίες για επιδιόρθωση κατοικίας, στεγαστική βοήθεια κ.λπ. αλλά πρέπει να τηρούνται κάποιες βασικές προϋποθέσεις, όπως π.χ. το οικογενειακό εισόδημα, που σε αυτές τις περιπτώσεις υπερβαίνει το όριο».

Και αυτό το ζήτημα «το έχουμε συζητήσει με τις Τράπεζες. Πρέπει το Κράτος να αναλάβει την ευθύνη του. Θα μπορούσε το κράτος να εγγυάται, στη βάση κριτηρίων βεβαίως ή με προϋποθέσεις ένα ηλικιωμένο».