Πρωτοφανής για τα κυπριακά δεδομένα χαρακτηρίζεται από τη Νομική Υπηρεσία η υπόθεση φόνου εκ προμελέτης εντός των Κεντρικών Φυλακών, στην οποία το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας έκρινε ένοχους πέντε κατηγορούμενους, περιλαμβανομένων τριών δεσμοφυλάκων.

Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας έκρινε ένοχους στην υπόθεση του φόνου του Τανσού Τσιντάν στις Κεντρικές Φυλακές στις 27 Οκτωβρίου 2022 τρεις δεσμοφύλακες, τον βασικό κατηγορούμενο στην υπόθεση, καθώς και ακόμα έναν κατηγορούμενο για κατοχή και προμήθεια ναρκωτικών ουσιών, μετά από δικαστική διαδικασία η οποία κράτησε πέραν του ενάμιση έτους.

Σύμφωνα με τη Νομική Υπηρεσία, οι δύο εκ των δεσμοφυλάκων αντιμετώπισαν κατηγορίες ανθρωποκτονίας από παράλειψη, καθώς παρέλειψαν να διενεργήσουν τους απαραίτητους ελέγχους και να προβούν σε σειρά μέτρων στο πλαίσιο των καθηκόντων τους (ασφαλής φρούρηση, λήψη μέτρων προστασίας, ιατρική περίθαλψη), με αποτέλεσμα τον θάνατο του Τανσού Τσιντάν.

Παρατίθενται τα γεγονότα της υπόθεσης, σύμφωνα με τα οποία, το θύμα κάλεσε στις 27 Οκτωβρίου 2022 σε βοήθεια τους δεσμοφύλακες, κτυπώντας το κουδούνι ειδοποίησης κινδύνου στο κελί του. Οι δύο κατηγορούμενοι δεσμοφύλακες, σύμφωνα με μαρτυρία, μετέβησαν έξω από το κελί του και ενώ είδαν το θύμα τραυματισμένο, αμέλησαν να προβούν στα δέοντα. Σε δεύτερη έκκληση του θύματος για βοήθεια, οι ίδιοι αγνόησαν το κάλεσμα και αντ’ αυτού έστειλαν, μέσω άλλων κρατουμένων, ιατρικά επιθέματα στο θύμα.

«Η αμέλειά τους αυτή είχε ως αποτέλεσμα να μην αποτραπεί η συνεχιζόμενη εγκληματική συμπεριφορά του βασικού κατηγορούμενου εναντίον του θύματος, όπου, σύμφωνα και πάλι με μαρτυρία, αυτός εξαγριωμένος επέστρεψε στο κελί του θύματος και συνέχισε να κτυπά το θύμα, επιφέροντας του τα τραύματα που εν τέλει οδήγησαν στον θάνατό του», αναφέρεται.

«Αποκορύφωμα της απραξίας και της αδιαφορίας των δύο δεσμοφυλάκων, σύμφωνα με το Κακουργιοδικείο, αποτελεί και το γεγονός ότι κατά τη διαδικασία της απογευματινής καταμέτρησης των κρατουμένων και ενώ είχαν καθήκον να εντοπίσουν το θύμα, για σκοπούς καταμέτρησης των κρατουμένων, αυτοί δεν εισήλθαν στο κελί του ώστε να τον δουν και να ληφθεί υπ’ όψιν στην καταμέτρηση. Τα πιο πάνω, παρά τα όσα είχαν δει προηγουμένως που, πέραν της καταμέτρησης, καθιστούσαν απαραίτητο τον εντοπισμό του θύματος».

Ο τρίτος δεσμοφύλακας καταδικάστηκε για πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, αφού, ως ο υπεύθυνος της βάρδιας τη συγκεκριμένη ημέρα και στη συγκεκριμένη πτέρυγα των Φυλακών, απέτυχε να εντοπίσει και να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο.

Ως προς τον βασικό κατηγορούμενο της υπόθεσης, αυτός καταδικάστηκε για φόνο εκ προμελέτης, αφού, σύμφωνα με τη θέση της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, ως η Κατηγορούσα Αρχή, με μια πρωτόγνωρη αλλά και ασύλληπτη για τον ανθρώπινο νου αγριότητα, για περίπου 48 περίπου ώρες, χτυπούσε ανελέητα το θύμα, χωρίς κανένα ενδοιασμό και περιστροφή, εν αντιθέσει με κλιμάκωση των κτυπημάτων, μέχρι να επιφέρει τον θάνατό του. Αποδεκτό γεγονός από το Κακουργιοδικείο αποτέλεσε και η πρόθεση του βασικού κατηγορούμενου για θανάτωση του θύματος από την προηγούμενη μέρα του φονικού, οπόταν και είχε ήδη δρομολογήσει τα πράγματα, εντοπίζοντας άλλο συγκρατούμενό του για να αναλάβει τον φόνο για λογαριασμό του.

Το Κακουργιοδικείο όρισε την 13η Αυγούστου 2025 ως ημερομηνία για αγορεύσεις προς μετριασμό της ποινής των κατηγορουμένων.

ΚΥΠΕ