Η Αμμόχωστος καταλήφθηκε κατά τη δεύτερη φάση της Τουρκικής Εισβολής, στις 15-17 Αυγούστου 1974. Ωστόσο, η πόλη υπέστη βομβαρδισμούς και απώλειες και κατά την πρώτη φάση, στις 20-22 Ιουλίου. Τότε, βομβαρδίστηκαν, κυρίως, δημόσια κτίρια και ξενοδοχεία, από τα οποία το «Salaminia Tower» ακρωτηριάστηκε. Η μία πλευρά συνεθλίβη και ογδόντα δωμάτια κατέρρευσαν. Ιδιοκτησίας Πιερίδη και Φραγκούδη, το «Σαλαμίνια», στην παραλία της Γλώσσας, στην οδό Κυράς, εγκαινιάστηκε το 1968 και ήταν δωδεκαώροφο. Ο βομβαρδισμός, στις 22 Ιουλίου, παρά την τοποθέτηση βρετανικών σημαιών στην ταράτσα, δεν προκάλεσε μόνο ανεπανόρθωτες υλικές ζημιές (υπολογιζόμενες σε μισό εκατομμύριο λίρες), αλλά και τον θάνατο δύο υπαλλήλων: του έφηβου Ιάκωβου Παστού και του μεσήλικα Ευάγγελου Φιλαρέτου.

Ο Ιάκωβος είναι το αγόρι, το οποίο απαθανάτισαν φωτογράφοι και κινηματογραφιστές, κρεμασμένο ανάποδα, πάνω από το ισόγειο, εγκλωβισμένο, και άψυχο, πλακωμένο από τα κατάλοιπα των σωριασμένων ορόφων. Έτσι, ο Ιάκωβος κατέστη σύμβολο της φρίκης του πολέμου και της τουρκικής βαρβαρότητας επί των αμάχων. «The grotesque sight of the body of the young boy dangling in the ruins of the hotel drew crowds of morbid sightseers. The building was cut in half like a cake; the 80 bedrooms of the blasted section folded together like a pack of cards», τόνισε, ως αυτόπτης μάρτυρας, ο δημοσιογράφοςMichael Fresco, στην ανταπόκρισή του, η οποία δημοσιεύτηκε, μαζί με φωτογραφίες, στις 23 Ιουλίου, υπό τον τίτλο «Death in the sunshine ends a Cyprus holiday», στην εφημερίδα Evening Standard. Στο ίδιο κείμενο εξηγήθηκε, επίσης, πως δεν επρόκειτο για νόμιμο στρατιωτικό στόχο, καθώς ούτε στρατεύματα ούτε όπλα υπήρχαν στο «Σαλαμίνια».

Ο Ιάκωβος Παστός, νεκρός στο «Σαλαμίνια», με τον φακό του Δώρου Παρτασίδη. Πηγή: Νέαρχος Νεάρχου (επιμ.), Άπαντα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, τ. ΙΕ΄, Λευκωσία 2005.

Ο Ιάκωβος γεννήθηκε στον Άγιο Γεώργιο Σπαθαρικού στις 14 Μαΐου 1960. Πατέρας του ήταν ο Ανδρέας Παστός από τη Γύψου και μητέρα η Σταυρούλλα Λαπούτη από τον Άγιο Γεώργιο Σπαθαρικού. Έως το 1965, η οικογένεια απέκτησε άλλα τέσσερα παιδιά. Ακολούθησε ο χωρισμός των γονιών.

Η εξαδέλφη του Ιάκωβου Σοφία Αγγελίδου, η οποία επίσης έμενε στον Άγιο Γεώργιο Σπαθαρικού, θυμάται τον Γιακουμή ως ένα πανέξυπνο και ευγενικό παιδί, με προστατευτική αγάπη για τη μητέρα του και ταλέντο στις κατασκευές.

Τον Ιούνιο του 1974 ο Ιάκωβος, τελειώνοντας την Γ’ Γυμνασίου, άρχισε να δουλεύει στα καθαριστήρια «Αριζόνα» στην Αμμόχωστο, για να συνδράμει οικονομικά την οικογένειά του. Γρήγορα, όμως, άφησε το «Αριζόνα» για να εργαστεί στο «Σαλαμίνια», διότι οι απολαβές ήταν μεγαλύτερες, του προσφερόταν μαζί διαμονή και σίτιση και, κυρίως, σκόπευε το φθινόπωρο να εγγραφεί σε Ξενοδοχειακή Σχολή. Καταρχάς, του ανατέθηκαν καθήκοντα στην παραλία, στις ομπρέλες.

Γεννημένος στα Μανδριά Λεμεσού το 1958, ο Μάριος Κλεοβούλου προσελήφθη, το 1973 στο «Σαλαμίνια» ως τρίτος μάγειρας ενώ παράλληλα φοιτούσε στην Ξενοδοχειακή Σχολή «Ξενία». Όπως εξηγεί, το πρωί της Δευτέρας, 22 Ιουλίου 1974, διευθετήθηκε η αποχώρηση, με βρετανική συνδρομή, όσων τουριστών διέμεναν στο ξενοδοχείο. Ακολούθως, αποχώρησε και το προσωπικό, εξαιρουμένων δύο υπαλλήλων, που ορίστηκε να μείνουν τελευταίοι, για να κλείσουν τους χώρους. Αυτοί ήταν ο ίδιος (ο Μάριος) και ο Ευάγγελος Φιλαρέτου από την Έγκωμη, εργαζόμενος στα μαγειρεία και πατέρας πέντε ενήλικων παιδιών.

Ο Ιάκωβος έφυγε, αλλά επέστρεψε, αφού δεν βρήκε λεωφορείο για τον Άγιο Γεώργιο. Επιστρέφοντας, ζήτησε να βοηθήσει στο κλείσιμο και έπειτα να φύγει μαζί με τους δύο συναδέλφους. Ο βομβαρδισμός βρήκε τον Μάριο στον τρίτο όροφο της διασωθείσας πλευράς. Πανικόβλητος, αφού έκανε τον σταυρό του, πήδηξε από το μπαλκόνι στην παραλία, στην άμμο. Έπειτα, αναζήτησε καταφύγιο στο γειτονικό ξενοδοχείο «Ασπέλια», πρώτα στο ισόγειο και έπειτα στο υπόγειο, όπως έπραξαν και άλλοι, που βρέθηκαν έξω κατά τους βομβαρδισμούς. Όταν βγήκε από εκεί βρήκε τους δύο συναδέλφους του νεκρούς, τον Ευάγγελο με μία τρύπα στο κεφάλι και τον Ιάκωβο αιχμάλωτο στα ερείπια. Μέχρι σήμερα, ο ίδιος θεωρεί τη διάσωσή του θαύμα της Παναγίας.

Στο μεταξύ, από το πρωί η Σταυρούλλα Λαπούτη αγωνιούσε για τον γιο που έλειπε ενώ οι συγγενείς πάσχιζαν να την καθησυχάσουν, λέγοντας πως στο ξενοδοχείο ήταν ασφαλής, λόγω της παρουσίας τουριστών. Η είδηση, από ραδιοφώνου, για τον «άνανδρον» βομβαρδισμό του «Σαλαμίνια» και το νεκρό παιδί προκάλεσε πανικό στην οικογένεια. Ο θείος του Ιάκωβου, Ανδρέας Αγγελίδης, μετέβη στο Βαρώσι και τον πρόλαβε να κρέμεται, ενώ κόσμος κοιτούσε συγκλονισμένος και δημοσιογράφοι τραβούσαν πλάνα και φωτογραφίες. Ο απεγκλωβισμός ήταν αδύνατος, συνεπώς, σύμφωνα με μαρτυρίες, οι υπεύθυνοι του νεκροτομείου έκοψαν το σώμα με πριόνι.

Τόσο ο Ιάκωβος όσο και ο Ευάγγελος ετάφησαν στην Αμμόχωστο, στα κοιμητήρια του Σταυρού και του Αγίου Νικολάου αντίστοιχα. Μέσα στην αναταραχή των ημερών, από την οικογένεια του Ιάκωβου οι μόνοι που παρέστησαν στην ταφή ήταν η μητέρα και ο θείος Ανδρέας.

Όψη του βομβαρδισμένου «Σαλαμίνια». Φωτό Δώρου Παρτασίδη. Ψηφιακός Ηρόδοτος / Συλλογή Μ. Θεοδοσιάδου.

Οι συγγενείς θυμούνται τον Ιάκωβο ως μικρό ήρωα της ζωής

Μετά τη δεύτερη Εισβολή και την κατάληψη του Αγίου Γεωργίου Σπαθαρικού, η μητέρα και τα αδέλφια του Ιάκωβου κατέληξαν στον Συνοικισμό Κόκκινες, στη Λάρνακα. Οι συγγενείς θυμούνται τον Ιάκωβο ως θύμα, μάρτυρα και μικρό ήρωα της ζωής. Μετουσιώνοντας μνήμες και αισθήματα σε ποίηση, η Σοφία Αγγελίδου έγραψε, το 2023:

[….] Μικρέ μου λαβωμένε αητέ

δεν πρόλαβες ν’ ανοίξεις τα φτερά σου, […].

Μικρό παιδί στην μπόρα της ζωής

πικρό η ζωή σου έστησε καρτέρι

λευκό μπουμπούκι τώρα πια άνθισες

στων αθανάτων το εύοσμο παρτέρι.

Αν ζούσε, σήμερα, ο Ιάκωβος θα ήταν 65 ετών. Ωστόσο, ο Ιάκωβος είναι νεκρός, 51 χρόνια τώρα, και η πόλη της Αμμοχώστου παραμένει για 51 χρόνια πόλη-φάντασμα. Παραμένει και αυτή αιχμάλωτη, σαν κρεμασμένη ανάποδα, όπως ο Ιάκωβος, απογυμνωμένη από τους κατοίκους της, στα συντρίμμια της Εισβολής.

Δέσαν την πόλη στο καμπαναριό

με αλυσίδες σώματα παλληκαριών

και κάτι λείψανα αγαλμάτων.

(Κυριάκος Χαραλαμπίδης, “Δέσαν την πόλη”, Αμμόχωστος Βασιλεύουσα – 1982)

Και για 51 χρόνια το μακάβριο αυτό καμπαναριό χτυπά πένθιμα – είθε και αφυπνιστικά.

Το καλλιτεχνικό πινέλο μερεύει τη φρίκη

Συγκλονισμένος από τη φωτογραφία του νεκρού αγοριού, αιχμάλωτου και κρεμάμενου υπό ερειπίων, τον Νοέμβριο του 1974 ο ζωγράφος Ανδρέας Λαδόμματος την απέδωσε με μια λιτή, υποβλητική σύνθεσή του. Το καλλιτεχνικό πινέλο μερεύει τη φρίκη, την οποίαν αποτύπωσε αυτούσια ο φωτογραφικός και κινηματογραφικός φακός.

Ανδρέας Λαδόμματος, «Σαλαμινια Ταουερ Αμμοχώστου με θύμα της Τουρκικής Εισβολής», Νοέμβριος 1974

*Ευχαριστίες στους Μάριο Κλεοβούλου, Μάρω Παστού, Σοφία Αγγελίδου και Φιλάρετο Ευαγγέλου για τις μνήμες και τα αισθήματα που μου εμπιστεύτηκαν καθώς και στον Ανδρέα Λαδόμματο για την άδεια αξιοποίησης του πίνακα του.