Έντονη αναστάτωση και προβληματισμό έχει προκαλέσει στις τάξεις του προσωπικού του Τμήματος Δασών η χθεσινή απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για τη σύσταση Εθνικού Μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας, η οποία συνοδεύεται από τη μεταφορά όλων των δραστηριοτήτων δασοπροστασίας και του αντίστοιχου προσωπικού στο Υπουργείο Εσωτερικών.

Ο εκπρόσωπος του κλάδου υπαλλήλων του Τμήματος Δασών (ΠΑΣΥΔΥ), Αντώνης Σαρρής, σε δηλώσεις του εξέφρασε κάθετα τη διαφωνία των εργαζομένων, κάνοντας λόγο για αποσπασματική και μη επιστημονικά τεκμηριωμένη απόφαση, η οποία όπως είπε δημιουργεί πανικό και σοβαρές ανησυχίες για το μέλλον του Τμήματος και της αποτελεσματικότητας στη δασοπροστασία.

«Η χθεσινή απόφαση μάς πανικόβαλε. Δεν υπάρχει καμία επιστημονική τεκμηρίωση πίσω από αυτή τη μεταφορά. Αντιθέτως, ακολουθούμε το κακό παράδειγμα άλλων χωρών, ανάμεσά τους και της Ελλάδας, όπου η δασοπυρόσβεση μεταφέρθηκε με τραγικά αποτελέσματα», δήλωσε χαρακτηριστικά ο κ. Σαρρής.

Ο ίδιος ανέφερε πως το προσωπικό είναι αναστατωμένο, καθώς θεωρεί ότι η διάσπαση του Τμήματος και η μεταφορά των κρίσιμων αρμοδιοτήτων του σε άλλο υπουργείο υποβαθμίζει τον ρόλο του Τμήματος Δασών και διαταράσσει τη μέχρι σήμερα συντονισμένη, επιστημονική και εξειδικευμένη διαχείριση των δασών της Κύπρου.

Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου αφορά μεταξύ άλλων τη μεταφορά και της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας στο Υπουργείο Εσωτερικών, στο πλαίσιο δημιουργίας ενός ενιαίου μηχανισμού διαχείρισης κρίσεων και φυσικών καταστροφών. Ωστόσο, το προσωπικό του Τμήματος Δασών επιμένει πως οι ιδιαιτερότητες της δασοπροστασίας και της πρόληψης πυρκαγιών δεν μπορούν να ενσωματωθούν αποτελεσματικά σε έναν μηχανισμό που δεν διαθέτει τη δασική εξειδίκευση.

«Είναι ένα πισωγύρισμα. Αντί να ενισχύσουμε τον δασικό τομέα, τον αποδυναμώνουμε. Η εμπειρία μας δείχνει πως τέτοιες αποφάσεις οδηγούν σε χειρότερη διαχείριση και αυξημένο κίνδυνο για τα δάση», τόνισε ο κ. Σαρρής.

Το προσωπικό του Τμήματος φέρεται έτοιμο να ζητήσει επίσημη συνάντηση με την πολιτική ηγεσία, προκειμένου να εκφράσει θεσμικά τις θέσεις και ανησυχίες του, ζητώντας επανεξέταση της απόφασης.