Σύντομο επετειακό αφιέρωμα από τον Παναγιώτη Αγαπίου, για ένα ορόσημο στην ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος.
 
Ήταν Γενάρης του 1948, λίγα χρόνια μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, που ξέσπασαν οι μεγάλοι απεργιακοί αγώνες των μεταλλωρύχων στο Μαυροβούνι. Ήταν χρόνια δίσεκτα. Η φτώχεια, η πείνα και η εξαθλίωση μάστιζαν το νησί μας. Οι απολαβές των μεταλλωρύχων ήταν ελάχιστες και οι συνθήκες εργασίας άθλιες και επικίνδυνες. Εκατοντάδες πόδια στα βάθη της γης για ένα ξερό μεροκάματο. Δεν υπήρχαν τότε κεκτημένα δικαιώματα των εργατών. Ούτε καμιά κοινωνική μέριμνα. Τα δυστυχήματα ήταν συχνό φαινόμενο και κάποτε θανατηφόρα. Έλληνες και Τούρκοι εργάζονταν μαζί, δίπλα ο ένας στον άλλο χωρίς καμιά διάκριση. Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι οργανωμένοι εργάτες, Τούρκοι και Έλληνες, υπέβαλαν στη διεύθυνση της εταιρείας αιτήματα για μικρή αύξηση του μεροκάματου και για καλύτερες συνθήκες εργασίας.
 
Η εταιρεία αρνήθηκε να διαπραγματευτεί και να ακούσει τα αιτήματα των μεταλλωρύχων, πράγμα που ανάγκασε τους εργάτες να πάρουν δυναμικά μέτρα. Στις 13 του Γενάρη 1948 άρχισε η μεγάλη απεργία που διήρκεσε τέσσερις μήνες. Η εταιρεία άρχισε ένα εκδικητικό πόλεμο εναντίον των εργατών. Περιέκοψε το συσσίτιο σε γάλα που έδινε στα παιδιά των εργατών, έδιωξε τους ασθενείς εργάτες που νοσηλεύονταν στο ιδιωτικό νοσοκομείο της Πεντάγυιας. Με γκεμπελικές μεθόδους κέρδισε την υποστήριξη της Κυβέρνησης, της Εκκλησίας και άλλων οργανωμένων συνόλων με σκοπό το σπάσιμο της απεργίας. Οι οργανωμένοι μεταλλωρύχοι, Έλληνες και Τούρκοι, σαν ένας άνθρωπος με μια γροθιά, ήταν αποφασισμένοι να συνεχίσουν την απεργία με οποιοδήποτε τίμημα. Με συλλαλητήρια, συγκεντρώσεις, κινητοποιήσεις διεκδικούσαν τα δικαιώματά τους. Τέτοια συλλαλητήρια έγιναν στο Καλό Χωριό, στην Ευρύχου, στον Ξερό, στη Λεύκα, στο Μαυροβούνι. Σ’ αυτό τον δίκαιο αγώνα συμμετείχαν και γυναίκες και παιδιά. Με αυταπάρνηση και ηρωισμό στάθηκαν δίπλα στους άνδρες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ηρωισμού και αυτοθυσίας των γυναικών είναι μερικές από τις πιο κάτω περιπτώσεις όπως τις περιγράφει ο συντεχνιακός ηγέτης Παντελής Βαρνάβα σε σχετικό του άρθρο: «8 του Μάρτη. Η εργάτρια Άννα Αδάμου, μέσα στο πανδαιμόνιο και τον πανικό από τους πυροβολισμούς και με σοβαρό και άμεσο κίνδυνο της ζωής της, όρμησε πάνω σε δύο αστυνομικούς, άρπαξε τα όπλα τους εμποδίζοντάς τους να πυροβολήσουν. Δίπλα της μια άλλη εργάτρια, έπιασε τον οπλισμένο αστυνομικό από τον γιακά και προτάσσοντας τα στήθη της είπε: “Αν είσαι άτιμος κτύπα. Είμαι κι εγώ απεργός, γιατί πυροβολείς τους άνδρες”»;
Η εταιρεία, εκμεταλλευόμενη τη φτώχεια και την ανεργία που υπήρχε τότε στον τόπο, εργοδότησε νέους εργάτες, πράγμα που προκάλεσε τη δυναμική αντίδραση των απεργών. Πολλά επεισόδια έγιναν με τους απεργοσπάστες. Πολλοί από τους απεργούς συνελήφθησαν από την Αστυνομία, κατηγορήθηκαν και καταδικάστηκαν άλλοι σε χρηματικό πρόστιμο και άλλοι σε διάφορες ποινές φυλάκισης. Οι συνθήκες ζωής των εργατών και των οικογενειών τους έγιναν τραγικές. Κάθε οικογένεια έπαιρνε ένα – δύο σελίνια την ημέρα ως επίδομα από τη συντεχνία. Τέσσερις μήνες κράτησε η απεργία. Στις 16 του Μάη ξανάρχισαν οι εργασίες. Μερικοί από τους πρωτεργάτες της απεργίας που θεωρούνταν επικίνδυνοι κηρύχτηκαν ανεπιθύμητοι από την εταιρεία και απολύθηκαν για πάντα. Παρόλες τις φοβερές συνέπειες αυτού του απεργιακού αγώνα, οι εργάτες κέρδισαν αρκετά από τα αιτήματά τους καθώς και την αναγνώριση των συντεχνιών. Ήταν ένα ορόσημο στην ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος.