Ο Χρυσόστομος Ρουσής, M.Ed. (πρώην γυμνασιάρχης), συμβάλλοντας στη σωστή χρήση της γλώσσας μας, κατανόηση και χρήση λέξεων από τα ΜΜΕ, καταγράφει τα πιο κάτω.

Α) Ουσιαστικά (Ελληνικά – Αγγλικά)   
Καινοτομία (καινός+τέμνω)= πρωτοποριακή μέθοδος (innovation). Λέμε: «Το ΓεΣΥ έφερε πολλές καινοτομίες στα νοσηλευτήρια» – «η πρόταση εισάγει καινοτομίες για την αξιολόγηση των μαθητών» – (καινοτόμες ιδέες)  (ο καινοτόμος εισάγει και εφαρμόζει πρωτοποριακές μεθόδους – (καινοτομώ (καινός= καινούργιος) πρωτοτυπώ, εισάγω καινοτομίες).
Καταστολή = το να εξουδετερώνεται κάτι, κατάπνιξη (suppression). Λέμε: «Τα μέτρα αποβλέπουν στην καταστολή των τροχαίων δυστυχημάτων» – (το φάρμακο καταστέλλει/καταπραΰνει τον πόνο) (εφάρμοσαν κατασταλτικές μεθόδους).  
Κοίτασμα = η συσσώρευση ορυκτών σε ορισμένα στρώματα της γης. Λέμε: «Το κοίτασμα φυσικού αερίου, «Γλαύκος», στην κυπριακή ΑΟΖ»  – «περιοχή με κοιτάσματα (deposits) πετρελαίου/φυσικού αερίου». 
Λιτότητα = το να έχει κανείς μόνο τα απολύτως αναγκαία για τη ζωή, η φειδώ (frugality). Λέμε: «Οι πρόσφυγες ζουν με λιτότητα» – «η λιτότητα είναι μορφή οικονομικής πολιτικής, που περιορίζει τις δαπάνες της χώρας για ανάκαμψη της οικονομίας της» – «οι Κύπριοι ένιωσαν την σκληρή πολιτική της λιτότητας» – «προϋπολογισμός λιτότητας» – «η ΕΕ επέβαλε στην Κύπρο μέτρα λιτότητας» – (οι Σπαρτιάτες ήταν λιτοδίαιτοι) – (είναι λιτός και μετρημένος στη ζωή) (λιτό/φτωχικό γεύμα (poor) – (λιτή ζωή). 
Μεταρρύθμιση (μετά+ρυθμίζω/ρυθμός) = η αλλαγή ενός θεσμού προς το καλύτερο. Λέμε: «Η εφαρμογή του ΓεΣΥ είναι σημαντική μεταρρύθμιση» – «οι μεταρρυθμίσεις στην παιδεία δεν προχώρησαν» – «οι κυβερνήσεις κάνουν μεταρρυθμίσεις (reformations) για εκσυγχρονισμό της κοινωνίας» (μεταρρύθμισαν/τροποποίησαν τους παλαιούς σχολικούς κανονισμούς) –  (μεταρρυθμιστής, αναμορφωτής).
Μισαλλοδοξία (μισώ+αλλόδοξος/αυτός που έχει άλλη γνώμη/άποψη)                           (# ανεκτικότητα) = η μη ανοχή στο διαφορετικό. Λέμε: «Φοβούνται τους πρόσφυγες, είναι πρωταγωνιστές στη μισαλλοδοξία (intolerance)» – (μερικές χώρες της ΕΕ ακολουθούν μισαλλόδοξη πολιτική) – (ο μισαλλόδοξος μισεί όσους έχουν διαφορετικές ιδέες/απόψεις από τον ίδιο).
Νοοτροπία (νους/νοός + τρόπος) = ο τρόπος σκέψης (ατόμου ή λαού) (mentality). Λέμε: «Κάθε λαός έχει τη δική του νοοτροπία» – «η κακή νοοτροπία λειτουργεί ως τροχοπέδη στη μεταρρύθμιση του ΓεΣΥ»
Ομοσπονδία (ομού+σπονδή) = 1. η ένωση ανεξάρτητων κρατών σε μια ενιαία κρατική υπόσταση  2. η ένωση σωματείων/οργανώσεων/συλλόγων με ενιαία διεύθυνση (federation). Λέμε: «Οι ΗΠΑ αποτελούν ομοσπονδία 52 ανεξάρτητων πολιτειών», «η ομοσπονδία Συνδέσμων Γονέων Πάφου» – «η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας» – (δύο ομόσπονδα κρατίδια) – (ομοσπονδιακός προπονητής) – (η ομοσπονδιακή κυβέρνηση του Βελγίου).
Όραμα = 1. οπτασία 2. εξιδανικευμένος στόχος, η προσδοκία για μια καλύτερη κατάσταση/κοινωνία (vision, idea for a better future). Λέμε: «Το όραμα του απ. Παύλου» – «το όραμα της Μεγάλης Ιδέας» – «το κοινωνικό όραμα της Φινλανδίας στην παιδεία» – «μη ρίχνεις τη σκιά της αμφιβολίας στα οράματά μου!» – «ο κάθε Κύπριος έχει ένα όραμα για μια δίκαιη κοινωνία» (οραματιζόμαστε/ονειρευόμαστε έναν καλύτερο κόσμο/την Ευρώπη της αλληλεγγύης) – (ο Ρήγας Βελενστινλής ήταν μεγάλος οραματιστής (visionary).
Παθογένειες = παθολογικές καταστάσεις (pathogeneses). Λέμε: «Οι παθογένειες της κυπριακής δημόσιας διοίκησης» – «οι παθογένειες του κυπριακού ποδοσφαίρου» – «ο υπουργός Οικονομικών έχει ευθύνες για τις παθογένειες/στρεβλώσεις στο Συνεργατισμό» – «προτάσεις για να λυθούν οι παθογένειες του συστήματος» – «η πρόταση διορθώνει τις στρεβλώσεις για τη σύνταξη» (η εικόνα που είχαμε για την πραγματικότητα/για τον Συνεργατισμό ήταν διαστρεβλωμένη/λανθασμένη).