Για να υπάρξει αποτελεσματική συλλογική άμυνα, πρέπει το κάθε κράτος να πιστέψει ότι το γενικό καλό υπερισχύει του εθνικού, γράφει ο Γεώργιος Οικονόμου.

Υπάρχουν τέσσερις κύριοι συνασπισμοί ισχύος παγκοσμίως –οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ρωσία, η Κίνα και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Από αυτούς μόνο η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν προνοεί για την ασφάλεια και την άμυνά της. 75 χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ευρώπη βασίζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες για τις αμυντικές της ανάγκες. Επομένως, δεν πρέπει να ξενίζει το γεγονός ότι στην εποχή Trump αυξάνεται η πίεση για αυτόνομη ευρωπαϊκή πολιτική άμυνας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση εδώ και κάποια χρόνια αναζητεί «στρατηγική αυτονομία», παρ’ όλο που δεν είναι ξεκάθαρο τι υπονοεί η έκφραση αυτή. Τον Φεβρουάριο 2015, η υπουργός Αμύνης της Γερμανίας και νυν αρχηγός της Χριστιανοδημοκρατικής Ενώσεως, Ursula von der Leyen, εζήτησε την ίδρυση ευρωπαϊκού στρατού, κάτι που επανέλαβε και ο Jean-Claude Juncker ένα μήνα αργότερα. Το 2017, ο Emmanuel Macron ενέκρινε την ιδέα σε ομιλία του στη Σορβόννη.
Η Βρετανία ήταν πάντοτε σκεπτική με την ιδέα μιας πολιτικής ευρωπαϊκής άμυνας, πιστεύοντας ότι θα υποσκάψει το ΝΑΤΟ. Επίσης, ότι η πολιτική αυτή θα υποχρέωνε ένα κράτος να κηρύξει πόλεμο αντίθετα με τις επιθυμίες της Βουλής του, ενώ εάν η στρατιωτική επέμβαση χρειάζεται τη θετική ψήφο όλων των μελών της συμμαχίας, το κάθε μέλος θα έχει δικαίωμα αρνησικυρίας (veto) και αυτό διασφαλίζει ότι τίποτα δεν μπορεί να γίνει χωρίς την έγκριση όλων των Κοινοβουλίων.
Στις δύο σοβαρές κρίσεις της τελευταίας εικοσαετίας, στο Κοσσυφοπέδιο και τον πόλεμο του Ιράκ, η Ευρώπη ήταν διηρημένη. Τόσο στη Βοσνία όσο στον εμφύλιο της Συρίας η Ευρωπαϊκή Ένωση απεδείχθη ανίκανη να εμποδίσει την εθνοκάθαρση.
Για να υπάρξει αποτελεσματική συλλογική άμυνα, πρέπει το κάθε κράτος να πιστέψει ότι το γενικό καλό υπερισχύει του εθνικού. Αυτό ίσως συμβεί σε κάποια μελλοντική ημερομηνία στην Ευρώπη, παρ’ όλο που ένας απαισιόδοξος δικαιούται να αμφιβάλλει. 
Ο Πρόεδρος Trump έχει καλέσει την Ευρώπη να αναλάβει την υπεράσπισή της. 
Υπάρχει, επομένως, μια σοβαρή πιθανότητα το ΝΑΤΟ να εξελιχθεί σε μια συμμαχία δύο πυλώνων, με ενισχυμένο τον ευρωπαϊκό πυλώνα. Ο πυλώνας όμως αυτός πρέπει να είναι ενισχυμένος και καλό θα είναι να περιλαμβάνει τη Βρετανία για τον λόγο ότι είναι η δεύτερη μεγαλύτερη δύναμη του ΝΑΤΟ η οποία ξοδεύει τα περισσότερα για την άμυνά της μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Από τα άλλα μεγάλα κράτη η Γερμανία, για ιστορικούς λόγους, δεν μπορεί να ηγείται της άμυνας της Ευρώπης. Επομένως η ευρωπαϊκή άμυνα πρέπει να βασισθεί κυρίως στη Βρετανία και στη Γαλλία, τις μόνες πυρηνικές δυνάμεις στην Ευρώπη.
Η Βρετανία όμως εγκαταλείπει την Ευρωπαϊκή Ένωση, επομένως εάν η ευρωπαϊκή άμυνα πρέπει να είναι ενδοκρατική και αν βασίζεται κυρίως στη Βρετανία και στη Γαλλία, δεν μπορεί να αναπτυχθεί εντός του πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Ο Charles De Gaulle επίστευε ότι εάν η Ευρώπη ήθελε να είναι παγκόσμια δύναμη, αυτό μπορούσε να επιτευχθεί εκτός Ευρωπαϊκής Ενώσεως, μέσω ενός διευθυντηρίου των κυρίων δυνάμεων.
Η βάση του Σχεδίου Fouchet το 1962, και της προτάσεώς του το 1969 στον Βρετανό πρέσβη στο Παρίσι, Sir Christopher Soames, ήταν η εγκαθίδρυση ενός διευθυντηρίου αποτελούμενου από τέσσερις δυνάμεις εκτός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, τις Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία και Ιταλία, το οποίο να είναι υπεύθυνο για την εξωτερική πολιτική και άμυνα.