Η γλώσσα δεν είναι απλές λέξεις, αλλά η σκέψη μας. Κάθε ποιότητα στη γλώσσα είναι και ποιότητα στη σκέψη μας και τανάπαλιν (Γ. Μπαμπινιώτης, 2018). Σήμερα, όμως, προτιμούμε τον εύκολο τρόπο για να επικοινωνούμε μεταξύ μας, γραπτά ή προφορικά, αδιαφορώντας για την ποιότητα του λεξιλογίου. Η πιο κάτω μελέτη παρουσιάζει την εύστοχη επιλογή λέξεων με τις αντίστοιχες λέξεις της αγγλικής γλώσσας.
Ζεύγη ομόρριζων επιρρημάτων σε -α και σε -ως με διαφορετική σημασία:
Αδιάκριτα (# διακριτικά) = ξεδιάντροπα, με αγένεια, χωρίς λεπτότητα (indiscreetly)
Vs Aδιακρίτως = χωρίς εξαίρεση, χωρίς διακρίσεις, ανεξαρτήτως (indiscriminately)
Λέμε: «Ο συνομιλητής μου μιλούσε τόσο αδιάκριτα ώστε με έφερε σε δύσκολη θέση» (αδιάκριτη/διακριτική ερώτηση/βλέμμα) – (αν δεν γίνομαι αδιάκριτος, είσαι 40 χρονών;) «Τα μέτρα επηρεάζουν όλους αδιακρίτως».
Άμεσα (τροπ. επίρ. (πώς;) (# έμμεσα) = απευθείας, χωρίς τη μεσολάβηση κάποιου (directly) Vs Αμέσως (χρον. επίρ. (πότε;) = ευθύς, χωρίς καθυστέρηση (immediately)
Λέμε: «Εξοικονομείς λεφτά όταν αγοράζεις άμεσα από παραγωγούς». «η υπόθεση με ενδιαφέρει άμεσα (προσωπικά)» – (άμεση επικοινωνία (απ’ ευθείας) (χρειάζεται άμεση επέμβαση (χωρίς αναβολή) – (μιλά με άμεσο τρόπο (ευθέως).
Λέμε: «Θέλει σκληρές αποφάσεις και μάλιστα αμέσως» – «να σταματήσει αμέσως το bullying στα σχολεία!» – «εξυπηρετηθήκαμε όλοι αμέσως» – «οι διαδηλωτές ζήτησαν να ικανοποιηθούν αμέσως τα αιτήματά τους» – «ο υπουργός Παιδείας υποσχέθηκε να ασχοληθεί αμέσως με τις εξετάσεις των τετραμήνων» – «διέταξε να επέμβει αμέσως η αστυνομία»
Απλά = με απλό τρόπο, με σαφήνεια (simply) Vs Απλώς = μόνο (only)
Λέμε: «Να διατυπώνεις τις σκέψεις σου απλά!» – «τα λόγια της αλήθειας είναι απλά» «ο καθηγητής μας μιλά απλά» – (συμπεριφέρεται απλά) – (απλή συσκευή # πολύπλοκη)
Λέμε: «Ο πολίτης απλώς πληρώνει το τίμημα» – «ζήτησα απλώς μια πληροφορία!» «ήταν απλώς μια στιγμή αδυναμίας κι όχι εθισμός» – «θα πάρω απλώς φρούτο» – «καλούν εφεδρείες απλώς για τυπικούς λόγους» – «η οικονομία δεν πρέπει να βασίζεται απλώς σε υπηρεσίες» – «ζητήσαμε απλώς μια διευκρίνιση και τίποτε άλλο»
* Σήμερα, στη μεγάλη μας πλειονότητα, χρησιμοποιούμε τη λέξη «απλά» αντί «απλώς» από εσφαλμένη αντίληψη τής έννοιας τής δημοτικής (Μπαμπινιώτης)
Έκτακτα = πολύ ωραία, θαυμάσια, έξοχα, υπέροχα (brilliantly) Vs Εκτάκτως (λόγ.)
= ξαφνικά, απροσδόκητα, εκτός προγράμματος (extraordinarily)
Λέμε: «Περάσαμε έκτακτα στο πάρτι/στην εκδρομή!» – «τραγουδά/χορεύει έκτακτα» (έκτακτος υπάλληλος, προσωρινός) – «Μπράβο! τα είπες έκτακτα» (έκτακτο δελτίο ειδήσεων, που γίνεται σε ειδική περίπτωση) – (η κόρη σας είναι έκτακτη, σωστή κούκλα (εξαίρετη)
Λέμε: «Συνεδρίασε εκτάκτως το υπουργικό συμβούλιο για την εφαρμογή του ΓεΣΥ»
(εκτός προγράμματος) – «αναχώρησε εκτάκτως για τη Λευκωσία» – «χειρουργήθηκε εκτάκτως» – «Εκτάκτως θα προβληθεί απόψε Ο Φάκελος της Κύπρου» – «το υπουργικό συνεδρίασε εκτάκτως για το πόρισμα τού Συνεργατισμού».