Ο Γιάννης Πεγειώτης θυμάται τις μαύρες μέρες του πραξικοπήματος και αναφέρει πως μετά από εκείνη τη μέρα, ένα κομμάτι της παιδικότητας υποχωρούσε ολίγον κατ’ ολίγον.

Είχαμε συναχτεί στο γκαράζ του Άντρου, του κ. Παμπή το μικρό εργαστήριο ήταν και ετοιμάζαμε τα δέκα πόθκια του σπιθκιού για τους αγώνες της γειτονιάς. Παίζαμε και μπάσκετ σε εκείνη την αυλή τα απογεύματα. Ο Άντρος είχε φέρει και το ράδιο και ακούαμε πρωινά τραγούδια. Νομίζω πως είχαμε απαρτία. Ο Ρίκκος, ο Μάριος, ο Αντώνης, ο Βλάσκος, ο Σόλος και ο Άντρος συντονιστής. Νομίζω ήταν και ο Ντίνος. Ήταν ένα παιδικό καλοκαιρινό πρωινό ανέμελο.

Ξαφνικά τα τραγούδια σταμάτησαν και άρχισαν εμβατήρια αν η μνήμη μου δεν με ξεγελά. Ύστερα ανακοινώθηκε πως ο Μακάριος ήταν νεκρός.

Αντί για παιχνίδι και αυτοσχέδιους αγώνες στίβου πήραμε το δρόμο για τα σπίθκια μας. Κάτι πλέον σοβαρό άλλαζε αίφνης τη ζωή μας. Οκτάχρονοι και όμως καταλαβαίναμε. Είχε προηγηθεί μια διετία ταραχώδης, με απόηχους έστω μικρών επιδράσεων σε μας τα παιδιά. Καταλαβαίναμε όμως από συνθήματα και εκρήξεις τις νύχτες. Συλλαβιστά διαβάζαμε πλάι στις αθλητικές ειδήσεις από το 1973 κάτι ταραχώδη γεμάτα μίσος. Οι μεγάλοι του γυμνασίου έτρεχαν σε διαδηλώσεις. Εμείς τα βλέπαμε κάπως αμέτοχοι, παρόλο που δεν χρειαζόταν και πολλή σκέψη για να καταλάβεις πως στην πόλη υπήρχαν αντίπαλοι. Πως υπήρχαν δουλειές νυχτερινές που δεν ήταν καλές. Καταλαβαίναμε βλέποντας αμμόσακκους απ’ έξω από αστυνομικούς σταθμούς πως τις νύχτες κάτι κακό συνέβαινε. Αυτό το βίωμα του διχαστικού κακού με προβλημάτισε δεκαετίες. Η μνήμη μου από το απόγευμα εκείνης της μέρας όταν ξεκαθάρισε πως αυτό που συνέβαινε ονομαζόταν πραξικόπημα και μάλλον γι’ αυτό είχαν προ εβδομάδων χαθεί οι Εγγλέζοι από τη γειτονιά. Η μνήμη μου δυνάμωνε μαζί με μια αδιόρατη ανησυχία. Έβλεπα, άκουα παρατηρούσα. Ένα κομμάτι παιδικότητας υποχωρούσε ολίγον κατ’ ολίγον.

Οι ειδήσεις ήταν πιο καθαρές. Ο Μακάριος είχε διασωθεί. Στην πόλη μας υπήρχαν μάχες και κοντά μας στον Άη Γιάννη, στο σταθμό, τα πράγματα ήταν επικίνδυνα. Αντίσταση. Πολιορκία αδελφοκτόνος. Μας πήρε ο πατέρας πιο ψηλά στης θείας Κούλλας κοντά στο Ζ Δημοτικό. Κοιμηθήκαμε όλοι στο πάτωμα. Ακούγονταν ριπές το βράδυ όλο. Ο πατέρας δίπλα μου έβλεπε έξω αν είμαστε ασφαλείς. Ξημέρωσε. Γύρω στις έξι που έφεξε δεν θάμαστε πλέον οι ίδιοι. Ούτε εμείς ούτε ο τόπος.