Ο Γιάννης  Πεγειώτης θυμάται με αγάπη και συγκίνηση τα σχολικά χρόνια και γράφει.

Όταν είχαμε γιορτή στο Αθηναίδειο Στ’ Γυμνάσιο ανοίγαμε το διάφραγμα του θεάτρου και ετοιμάζαμε τις καρέκλες για να μπορούν όλοι και όλες να εορτάσουν. Υπήρχε μες τη φτώχεια μια ιεροπρέπεια, μια χάρη. Οι μουσικές που στόλιζαν τις εορτές με την ακάματη εργασία της κυρίας Παγιάση και της κυρίας Μαλάη ήταν όμορφες χορωδιακές ή σόλο στο τραγούδι, με το πιάνο, τα τύμπανα, τις κιθάρες.

Οι πρόβες από μέρες ανακούφιζαν ηχητικά τους πόνους μας. Οι αίθουσες στολισμένες, εμείς με τα φτωχικά καλά μας ρούχα, τρίτη φωνή, οι ταραξίες της χορωδίας που πάντα σοβαρεύονταν στην παράσταση και άφηναν χαμογελαστά άφωνη την κυρία Μαρία.

Τα κορίτσια κτενισμένα στις γιορτές αλλοκοσμικά όμορφες μες τη φυσική τους ωραιότητά χωρίς φτιασίδια να τραγουδούν, να συγκινούν και τα ημερολόγια να δείχνουν αναλόγως 1978 ή 1980 ή πανηγυρικά 1983 και 1984. Τι εορτές εκείνες οι δυο χρονιές! Με τους μουσικούς μας, τους συμμαθητές, τις συμμαθήτριες, ώριμους στις μουσικές παραστάσεις. Ο Παναγιώτης ο Σούγλης να τρελαίνει το πιάνο, ο Χριστάκης και ο Μέλιος στις κιθάρες και ο Σίμος πρίγκιπας διοπτροφόρος στα κρουστά.

Ήταν 27 Οκτωβρίου του1983 η τελευταία εορτή του ΟΧΙ στο σχολείο μας για μας τους γεννηθέντες εν έτει 1966 ή αρχάς του 1967.

Ψιλοκουβεντιάζαμε στις πίσω καρέκλες κατά τη γιορτή με τον Σάββα και τον Όρρο. Ο κύριος Ίκαρος έκανε πως δεν μας άκουγε. Μας αγαπούσε με τα νούσιμα και τις μικροπαραβάσεις μας. Την επομένη παρελάσαμε με το κέφι μας. Ο Χριστόδουλος είχε μεγάλα κέφια. Μετά το τέλος γελάσαμε πολύ. Ωραία μέρα γιορτινή. Όλοι και όλες στις ομορφιές μας. Ευθυτενείς με ρώμη και χάρη. Ήμασταν μόλις δεκαεπτά ετών σε μια εφηβεία που ακολούθησε φτωχικά πονεμένα και χαρούμενα παιδικά χρόνια. Για την μπάντα με τα τύμπανα και τα λοιπά του έτους 1981 θα ομιλήσουμεν εις άλλην ευκαιρίαν.