Λίγα λόγια από τον Αντώνη Χατζηαντώνη, με αφορμή το θάνατο του πράου Κερυνειώτη γιατρού, Νίκου Τσαγγαρίδη.

Δεν πέρασαν ούτε δέκα μέρες από όταν έφυγε ο Κερυνειώτης ήρωας της Αντίστασης, Ερμής Χριστοδούλου και είδα στην εφημερίδα, στη σελίδα με τις κηδείες άλλο δυσάρεστο γεγονός. Έφυγε νωρίς στα 70 του χρόνια ο γιατρός καρδιολόγος, επίσης Κερυνειώτης, Νίκος Τσαγγαρίδης. Ο Νίκος, ήταν γνωστός για την πραότητά του, για την ευγένεια και την ηρεμία με την οποία πλησίαζε και φρόντιζε τους ασθενείς του. Και ειδικά εμάς τους Κερυνειώτες που είχαμε περάσει τα πάνδεινα μετά την προσφυγιά του ’74 μας φερόταν -όπως και σε όλους βέβαια- με εξαιρετική ευγένεια και κατανόηση. Ξέρετε, όταν φεύγουν ένας-ένας οι Κερυνειώτες, αυτοί που βίωσαν την Κερύνεια, αυτοί δηλαδή που κατά την εισβολή του 74 ήταν στην εφηβεία ή κάπου εκεί ηλικιακά, νιώθω ότι μπαίνει και ένα καρφί στο φέρετρο για να κλείσει οριστικά και αμετάκλητα το Κυπριακό. Εξάλλου, ο κύριος Αναστασιάδης πριν από λίγο καιρό, μας το δήλωσε καθαρά. Είπε: «Δεν μπορούμε άλλο να κοροϊδεύουμε τους Κερυνειώτες ότι θα επιστρέψουν». Γιατί η Κερύνεια και όλα τα κατεχόμενα μέρη της πατρίδας μας, ζουν και υπάρχουν, από τη στιγμή που ζούνε και οι άνθρωποι που τα έζησαν και τα γνώρισαν. Δεν μπορείς να μιλήσεις σε κάποιον που δεν γνώρισε την Αμμόχωστο, τη Μόρφου και την Καρπασία, τα χωριά της Μεσαορίας, την Κερύνεια, και να περιμένεις να σε καταλάβει και να σε νιώσει! Και είναι γι’ αυτό που πάντα προσπαθώ και προτρέπω όλους τους πρόσφυγες κάποιας ηλικίας, να μεταδώσουν, να μεταλαμπαδεύσουν στα παιδιά τους και στα εγγόνια τους την αγάπη για τις κατεχόμενες πόλεις και τα χωριά μας. Γιατί έτσι και εκλείψει αυτός ο πόθος της επιστροφής στα κατεχόμενα χωριά και τις πόλεις μας, αυτή η επιστροφή θα παραμένει μία χίμαιρα, κάτι δηλαδή το απραγματοποίητο. Και δυστυχώς είναι πολλοί που βολεύονται με αυτή την κατάσταση. Ας ελπίσουμε ότι αφού περάσει αυτή η υγειονομική περιπέτεια με την πανδημία, να μη βιαστεί ο κ. Αναστασιάδης να ανοίξει τα οδοφράγματα. Με τη λογική οι συμπατριώτες Τουρκοκύπριοι να υποχρεωθούν να εγκαταλείψουν τις μαξιμαλιστικές τους θέσεις και να επανέλθουν με λογικές αξιώσεις στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Να επιδείξουν επιτέλους πνεύμα συμφιλίωσης και να προσπαθήσουμε πραγματικά για μία βιώσιμη και δίκαιη υπό τις περιστάσεις λύση του κυπριακού προβλήματος.