Ο Α. Χατζηαντώνης περιγράφει την προσωπική του επμπειρία στη διάρκεια των περιοριστικών μέτρων.
Μετά από δύο μήνες και κάτι, που ήμασταν έγκλειστοι στα σπίτια μας, ελεύθερος πια, βρίσκομαι στην αγαπημένη μου καφετέρια, κάπου στη λεγόμενη τουριστική περιοχή της Λεμεσού. Επιτέλους, με το αγαπημένο μου laptop. Επειδή, για διάφορους λόγους δεν έχω wi-fi στο σπίτι, ήμουν συνδεδεμένος με το Internet, μέσω του «έξυπνου» κινητού…
Καθόλου βολικό το κινητό για να γράφεις κείμενα, να σχολιάζεις την επικαιρότητα. Φυσικά, χρησιμοποιώντας το, κάποια στιγμή, ανακάλυψα ότι μπορούσα να του… υπαγορεύω και αυτό να καταγράφει όσα έλεγα! Φυσικά, ούτε αυτό είναι βολικό. Είναι σαν να υπαγορεύεις σε μια… αρχάρια γραμματέα! Δεν μπαίνουν τα σημεία στήξεως -τελείες, κόμματα, θαυμαστικά- εκεί που θέλεις, γράφονται κάποια γράμματα με κεφαλαία αντί για μικρά, στο μέσο της πρότασης και άλλα.
Επιστρέψαμε λοιπόν στην κανονικότητα. Η οποία δεν θα είναι ποτέ ξανά, όπως την ξέραμε στην προ κορωνοϊού εποχή. Θα είμαστε με μιαν αμφιβολία, διαρκώς. Εννοώ, όταν είμαστε έξω. Σε κέντρα εστίασης, καφετέριες, μπαρ, παραλίες, κινηματογράφους. Αλλά, και στα αεροπλάνα. Αυτά, είναι που φοβάμαι περισσότερο. Κλειστός χώρος, άλλοι 119 επιβάτες συγχρωτισμένοι σε ένα μικρό, μη εξαεριζόμενο κανονικά χώρο. Να μην γνωρίζεις αν είναι υγιής ο δίπλα σου, ο μπροστά σου και ο καθήμενος πίσω σου. Απέφευγα όσο μπορούσα τα αεροπορικά ταξίδια και παρόλο που έχω ένα μικρό διαμέρισμα στην ελληνική πρωτεύουσα, μόνο όταν ήταν απολύτως απαραίτητο πήγαινα.
Ωστόσο, ο υποχρεωτικός εγκλεισμός μας επί 70-75 μέρες, είχε και κάποια θετικά στοιχεία. Εμένα τουλάχιστον, μου έδωσε την ευκαιρία να ασχοληθώ με τη… μαγειρική! Ε, όταν είναι κλειστές οι ψησταριές και τα σουβλατζίδικα, είσαι υποχρεωμένος να μαγειρέψεις. Διαφορετικά θα τρέφεσαι με κονσέρβες, σαλάμια και άλλες τυποποιημένες, επιβλαβείς τροφές. Και αν δεν καταπιαστείς με κάτι, σου φαίνεται… βουνό!
Απλά πράγματα, κυρίως κυπριακά φαγητά εννοώ, είχα την εντύπωση ότι ήταν κάτι ακατόρθωτο για μένα. Εξάλλου, μέχρι την εφηβεία, μου μαγείρευε η μητέρα μου, στα φοιτητικά χρόνια στη Θεσσαλονίκη τρώγαμε στη λέσχη, μετά που παντρεύτηκα μαγείρευε η σύζυγός μου. Τα μόνα που ήξερα να φτιάξω, όλα αυτά τα χρόνια ήταν μακαρονάδα και μπριζόλες στο τηγάνι.
Απλά πράγματα, κυρίως κυπριακά φαγητά εννοώ, είχα την εντύπωση ότι ήταν κάτι ακατόρθωτο για μένα. Εξάλλου, μέχρι την εφηβεία, μου μαγείρευε η μητέρα μου, στα φοιτητικά χρόνια στη Θεσσαλονίκη τρώγαμε στη λέσχη, μετά που παντρεύτηκα μαγείρευε η σύζυγός μου. Τα μόνα που ήξερα να φτιάξω, όλα αυτά τα χρόνια ήταν μακαρονάδα και μπριζόλες στο τηγάνι.
Με οδηγίες λοιπόν από τις αδελφές μου, κατάφερα να μπω και σε αυτό τον χώρο. Κυπριακό πιλάφι πουργούρι, ένα από τα αγαπημένα μου. Πανεύκολο! Ψητά στον φούρνο. Πανεύκολα. Κρέας με πατάτες στην κατσαρόλα, επίσης.
Ωστόσο, το απωθημένο μου, και που νόμιζα ότι απαιτεί μεγάλη ευφυΐα για να φτιαχτεί, ήταν το γνωστό μας -στους Κυπραίους εννοώ- μαχαλλεπί! Έτρεχα τα καλοκαίρια, από το 2014 που γύρισα για μόνιμη εγκατάσταση στην πατρίδα, σε καφενεία και ρωτούσα: «Φτιάχνετε μαχαλλεπί;». Προς μεγάλη μου απογοήτευση, 8 στα 10 καφενεία, δεν είχαν. Μάλιστα, κάποιοι σερβιτόροι που ήσαν αλλοδαποί, δεν γνώριζαν καν τι είναι.
Τυχαία λοιπόν, στις μέρες της καραντίνας, αποφασίζω να ρωτήσω μια Τζιερυνειώτισσα διαδικτυακή φίλη, πώς τελοσπάντων φτιάχνεται αυτό το εξαιρετικό επιδόρπιο. Η κοπέλα μού εξήγησε, και αυτό ήταν! Μόνο την πρώτη φορά μου φάνηκε πολύ δύσκολη η παρασκευή του. Ανακάτευα, ανακάτευα επί αρκετή ώρα, τη λευκή σκόνη νισιαστό στην κυπριακή (καλαμποκάλευρο), μαζί με κρύο νερό, όπως μου είπε και δεν έλεγε να πήξει το μίγμα. Σκέφτηκα ότι κάτι δεν κάνω σωστά. Λέω: «Μα, δεν πρέπει να βράσει το μίγμα;».
Ε, αυτό ήταν! Η φίλη μου, είχε παραλείψει να μου πει ότι κάποια στιγμή βάζεις την κατσαρόλα στη φωτιά. Από άσχετος, τελικά, έγινα ειδήμων επί της παρασκευής μαχαλλεπιού! Κάθε 4η μέρα, το φτιάχνω. Ε, ήλπιζα πως, με την εισαγωγή στη διατροφή μου αυτού του… αθώου, υγιεινού επιδορπίου, θα έχανα και βάρος.
Τεράστιο λάθος! Με προσγείωσε μια φίλη στο facebook. «Μα, προσθέτεις και ζάχαρη και τριαντάφυλλο, κ. Αντώνη… Πώς θα αδυνατίσεις;», μου είπε τις προάλλες!
Μα, μπορείς να το απολαύσεις, χωρίς αυτά; Μόνο με κρύο νερό και λίγο ροδόνερο Αγρού; Είναι εντελώς άγευστο.