Ο Γιάννης Πεγειώτης, δάσκαλος συγγραφέας, θυμάται με νοσταλγία κάποιες άλλες εποχές και μας τις μεταφέρει στην κυπριακή διάλεκτο ως επί το πλείστον.

1. Καρπουζομένες φανελλούες: Καρπούζι στον καιρό του με σχήμα κανονικό. Παγωμένο στο ψυγείο ή στον πάγο από το παγοποιείο σπασμένη παγωμένη πλάκα με σφυρί πέτρα ή σκεπάρνι μες το μεταλλικό μπανιούι. Εκεί πάγωναν και οι μπύρες. Μπουκάλες μεγάλες.
Μαζί με τη μοίρα το καρπούζι το κομμάτι το χαλλούμι της οροφής αληθινό.
Ακολουθούσε μια βίωση γευστικού παραδείσου που συνήθως σε συνέπαιρνε με αποτέλεσμα η ονειρική παττίχα να ζωγραφίζει νάκκον τη φανελλούαν σου.
Τα υπόλοιπα γνωστά σε πολλές παραλλαγές.
Ύστερα λαλεί η γιαγιά σου γιατί εν σου φορώ τη φανέλλα την καλήν που σούφερε που την Αυστραλία. Πάλε έσταξες την παττίχαν πάνω σου.
ΥΓ. Σε μια γειτονιά ο καλόκαρδος μηχανικός έλεγε όλον το καλοκαίρι. «Μα ολάν αν μεν στάξεί πάστην φανέλλαν η παττίχα θαρκούμε εν άγευστη. Οι φανέλλες των μερακλήων εν πάντα τατσωμένες».
2. Tο τυρούιν το ασπρούιν: Όταν επρωτοεμφανίστηκεν το τυρούιν το ασπρούιν το κομμένον εις το συσσίτιον καλοκομμένον που τα σιέρκα τα ευλοημένα των καθαριστριών μαζίν με έναν κουλλούριν δυνάμενον έμειναν ούλλοι έκθαμβοι. Λαλεί ο πιο σοφός στες γεύσεις. Ρε κοπέλλια εν που το καλόν. Εννά μάθουμεν. Σιγά – σιγά.
Ερέσσαμεν πόξω που τη μιτσιάν την κουζινούαν των καθαριστριών για να λύσουμεν το μέγαν της γευσιγνωσίας μυστήριον του συσσιτίου του Ζ’ Δημοτικού Λεμεσού εν έτει 1975…..
Το μέγαν μυστήριον ελύθην σταδιακώ τω τρόπω…..
Κατά πρώτον εμάθαμεν πως ήτουν τυρίν του μαστραππά. Μιτσής μαστραππάς ελάλεν ο συμμαθητής μου. Μα μιαν ημέραν εμπήκαμεν ολίγοι ομαδόν τζιαι ετζίσαμεν πας τα εγκυτιοποιημένα τυριά τζιαι έπνασεν ο νους μας που το μέγαν αρώτημαν.
Ύστερα έναν δείλις επήαμεν σε μιαν συγγένισσαν μας τζιαι είπαμεν της να μας κόψει πόναν κομματούιν τσας που το πέγκουιν το βάλιο του τυρκού της χαρτοκασιούας να τσιακκάρουμεν αν εν το ίδιον με τζείνον του συσσιτίου. Ήταν εις τες καλές της. Έκοψεν μας τρία κομματούθκια. Εμείναμεν ξηστιτζιοί. Ήταν το ίδιον. Μα τέλλια……
Έτσι επροχωρούσαμεν εις τη λύσην σταδιακά τρώγοντας ανελλιπώς κουλλούριν άριστου μετά τυρίου περιωπής…
3. Τα νυχτερινά τραπέζια στις αυλάες: Δρόσος βραδινή και ταξιδεύω στην ύπαιθρο του 1973. Τα νυχτερινά τραπέζια στις αυλάες για όσους εθερίζαν ή αλονέφκαν στον παππού, τη γιαγιά, τους θείους, τις θείες. Έτσι ο κάματος της ημέρας επαρηγορείτο με την ομοτράπεζη συνάντηση, τις γεύσεις της Λαόνας, του Ακάμα, της Δρούσιας και την παγωμένη μπύρα ΚΕΟ. Στο τραπέζι τα ψητά, οι πατάτες, οι σαλάτες με τα πομηλόρκα, τα κρομμύθκια μας. Τα αυκά τα τηανητά με το λάιν το καλόν. Το καππάριν το κουτρούβιν τζιαι το κίρταμα.
Ο λόγος να αρτίζει το δείπνο μαζί με το άλας του Ακάμα το συνάμενον με επιμέλεια. Να μιλούν οι γηραιότεροι πρώτα λόγον γλυτζήν, έμπλεον αναμνήσεων.
Καθώς η ώρα περνούσε να εμφανίζονται από τα τζιελλάρκα κάτι χωσμένα για ιδιαίτερον μεζέν. Τούτα τα φυλάμενα ήταν μια πρόσθετη παρηγοριά. Μια γεύση απρόσμενη, έναν κομμάτιν λουκάνικον, λλία παστά, κομμένη τσαμαρέλλα. Λλίον χαλλούμιν οφτόν ή τηανητόν.
Στο τέλος προτού αναχωρήσουν για τη νυχτερινήν ξεκούρασην εισέβαλλαν στο τραπέζιν τα φρούτα. Καμιά παττίχα που την Αθκιάν. Κανέναν πεπονούιν που τα ποστάννια. Λλίον σταφύλιν πρόμον….
Ήταν κόπος το θέρος, το αλώνεμα, μα ‘ταν τζιαι το φαΐν μια γιορτή τις νύχτες τες όμορφες τ’ Αούστου στα σπίθκια πριν τα Αππιούρκα τζι ο ουρανός να σιερετά με τα άστρα του παναήριν τζιαι χορός τρικούβερτος.