Ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός (ΕΚ) 1784/2020, που τέθηκε σε ισχύ την 01.07.2022, ρυθμίζει τη δικαστική συνεργασία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, όταν μια δικαστική ή εξώδικη πράξη πρέπει να διαβιβαστεί από ένα κράτος μέλος σε άλλο για να επιδοθεί.

Κεντρική Αρχή στην Κύπρο είναι το Υπουργείο Δικαιοσύνης, το οποίο οφείλει κατά την κατάθεση της προς διαβίβαση πράξης να επισημαίνει στον αιτούντα ότι ο παραλήπτης μπορεί να αρνηθεί να παραλάβει την πράξη εφόσον δεν έχει συνταχθεί στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής.

Ο αιτών επιβαρύνεται με τα έξοδα μετάφρασης της διαβιβαζόμενης πράξης, η οποία συνοδεύεται από αίτηση που συντάσσεται σύμφωνα με το τυποποιημένο έντυπο Α του Παραρτήματος Ι του Κανονισμού. Ο (ΕΚ) 1784/2020 αντικατέστησε τον (ΕΚ) 1393/2007 που καταργήθηκε, κατόπιν αναδιατύπωσης για λόγους σαφήνειας και προσθήκης ουσιαστικών τροποποιήσεων, για την καλύτερη και ταχύτερη διαβίβαση, μεταξύ των κρατών μελών, των δικαστικών και εξώδικων πράξεων που επιδίδονται ή κοινοποιούνται σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις.

Το έντυπο Α περιέχει στοιχεία της υπηρεσίας διαβίβασης και παραλαβής, του αιτούντος και του παραλήπτη, της μεθόδου επίδοσης ή κοινοποίησης, τη φύση της πράξης αν είναι δικαστική ή εξώδικη, τη γλώσσα ενημέρωσης, και την ανάγκη επιστροφής ενός αντιγράφου της πράξης συνοδευόμενου από τη βεβαίωση επίδοσης ή κοινοποίησης. Όταν η πράξη περιέλθει στην υπηρεσία παραλαβής, αυτή φροντίζει να επιδοθεί το συντομότερο δυνατό και οπωσδήποτε εντός ενός μηνός από την παραλαβή της. Συγχρόνως, ενημερώνει τον παραλήπτη, μέσω του τυποποιημένου έντυπου ΙΒ του Παραρτήματος Ι, ότι είτε μπορεί να αρνηθεί την παραλαβή κατά τη χρονική στιγμή της επίδοσης στο πρόσωπο που του επιδίδει ή κοινοποιεί την πράξη, είτε μπορεί να την επιστρέψει εντός δύο εβδομάδων, εφόσον η πράξη δεν έχει συνταχθεί ή δεν συνοδεύεται από μετάφραση σε γλώσσα που ο παραλήπτης κατανοεί.

Άλλοι τρόποι διαβίβασης

Ο Κανονισμός (ΕΚ) 1784/2020, εκτός από τη διαβίβαση δικαστικών πράξεων μεταξύ των υπηρεσιών διαβίβασης και παραλαβής, προνοεί και άλλους τρόπους διαβίβασης και επίδοσης ή κοινοποίησης δικαστικών πράξεων, όπως διά της διπλωματικής ή προξενικής οδού, της επίδοσης ή κοινοποίησης από διπλωματικούς ή προξενικούς πράκτορες, την επίδοση ή κοινοποίηση ταχυδρομικώς με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής ή ισοδύναμο έγγραφο, καθώς και την ηλεκτρονική επίδοση ή κοινοποίηση.

Ζήτημα προέκυψε όταν οι παραλήπτες δικαστικών εγγράφων που τους επιδόθηκαν στη χώρα τους κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου, μέσω ιδιωτικού ταχυδρομείου (DHL Express), υπέβαλαν αίτηση για παραμερισμό της επίδοσης επειδή αυτή έπασχε διότι δεν ακολουθήθηκαν οι πρόνοιες του Κανονισμού για την επίδοση, καθώς και της απόφασης που εκδόθηκε ερήμην εναντίον τους.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός 1393/2007 που ίσχυε τότε, θα έπρεπε οπωσδήποτε να αποτελούσε μέρος της νομικής βάσης της αίτησης για έκδοση του διατάγματος που επέτρεψε την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος της αγωγής, πράγμα το οποίο δεν συνέβαινε. Ούτε το διάταγμα για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας εκδόθηκε ως οι πρόνοιες του Κανονισμού, αφού η σχετική άδεια από το Δικαστήριο προνοούσε για επίδοση μέσω ιδιωτικού ταχυδρομείου. Η παράλειψη αυτή, έκρινε ότι δικαιολογούσε το αίτημα παραμερισμού του διατάγματος για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, αλλά και του παραμερισμού της ερήμην εκδοθείσας απόφασης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, στα πλαίσια της απόφασης που εξέδωσε στην Π.Ε. Ε235/2015, ημερ.25.07.2023, εξετάζοντας την έφεση του τραπεζικού ιδρύματος, διαφώνησε με την πρωτόδικη απόφαση, την οποία παραμέρισε, τονίζοντας ότι ο Κανονισμός (ΕΚ) 1393/2007, πέραν της διατήρησης του συστήματος διαβίβασης των εγγράφων μέσω Κεντρικής Αρχής, ταυτόχρονα, καθιερώνει και αναγνωρίζει μια σειρά από άλλους τρόπους επίδοσης, άμεσους ή έμμεσους. Περαιτέρω, έκρινε ότι η εξασφάλιση στην υπό συζήτηση περίπτωση της άδειας του Δικαστηρίου για επίδοση των σχετικών εγγράφων μέσω ιδιωτικού ταχυδρομείου, (DHL Express) δεν έπασχε καθ’ οιονδήποτε τρόπο, δυνάμενο να οδηγήσει στον παραμερισμό της.

Αποτελούσε, όπως τόνισε, δυνατότητα και επιλογή, όχι μόνο κατ’ εφαρμογή των Κ.Π.Δ. και καλά εδραιωμένης για το ζήτημα νομολογίας των Δικαστηρίων, αλλά και ως άμεσα προβλεπόμενος τρόπος επίδοσης στον Κανονισμό (ΕΚ) 1393/2007. Η αντίθετη κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν υιοθετείται και διέταξε πως η πρωτόδικη απόφαση, περιλαμβανομένης και της διαταγής για τα έξοδα, παραμερίζεται.

* Δικηγόρος στη Λάρνακα