Στην τραγωδία του Σοφοκλή «Αντιγόνη», κορυφαίο έργο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού, ο Πολυνείκης, αδελφός της Αντιγόνης, σκοτώνεται σε μάχη εναντίον της πόλης των Θηβών κι ο άρχων της πόλης, τύραννος Κρέοντας διατάζει να μείνει άταφος ο Πολυνείκης, βορά στα όρνεα και στα σκυλιά. Η Αντιγόνη, αψηφώντας συνειδητά τον Κρέοντα και την επικρεμάμενη ποινή θανάτου, θάβει τον νεκρό αδελφό της, όπως προστάζουν οι άγραφοι υπέρτεροι ηθικοί νόμοι: κανένας δεν μένει άταφος χωρίς νεκρικές τιμές, και πάνω από το όποιο διάταγμα, υπερέχει η ακατάλυτη συγγενική-αδελφική αγάπη. Από τη μια, η εγκάθετη εξουσία του Κρέοντα κι από την άλλη η υπέρτατη ηθική έναντι οποιουδήποτε διατάγματος ή πολιτικών σκοπιμοτήτων. 

Στη σύγχρονη κυπριακή τραγωδία, πολλοί συγγενείς αγνοουμένων κι άταφων ξεψύχησαν ψελλίζοντας το όνομα του αγαπημένου τους, άλλοι «έσβησαν» με ανίατες ασθένειες, κάποιοι κλείστηκαν στον εαυτό τους και σιγοσβήνουν σαν τρεμάμενα κεριά, κι όσοι ακόμη κρατιούνται στη ζωή, περιμένουν με αγωνία νέα. Ο πόνος και οι κραυγές αγωνίας των συγγενών θυμάτων του τουρκικού κράτους, παραμένουν ίδια, από την Κύπρο μέχρι την Κωνσταντινούπολη, και ιδιαίτερα από το Ντιγιαρμπακίρ, με απαχθέντες ή δολοφονηθέντες από την δεκαετία του ‘80, του ‘90 καθώς και από το 2016, σε όλη την Τουρκία, στο πλαίσιο ενός κρατικού σχεδίου εναντίον υπηκόων του κουρδικής καταγωγής και αντιφρονούντων, που αρπάζονταν και εξαφανίζονταν. Σε πολλές περιπτώσεις, πτώματα θυμάτων βρέθηκαν με οστά θρυμματισμένα σε πάρκα, δάση και άλλοτε σε περίοπτα μέρη, πάνω σε σκουπιδοτενεκέδες, για «παραδειγματισμό» άλλων και με σημάδια από φριχτά βασανιστήρια.

Το περασμένο Σάββατο, όπως κάθε Σάββατο από τον Μάιο του 1995, μέσα στο κρύο και τη ζέστη, έγινε η σιωπηλή πλέον διαμαρτυρία των «Μανάδων του Σαββάτου» σε μια γωνιά πλατείας στην Κωνσταντινούπολη, με αίτημα την διερεύνηση των εγκλημάτων εξαφάνισης και δολοφονίας συγγενών τους, ανεύρεση των οστών τους και απονομή δικαιοσύνης. Το έγκλημα τους ήταν ότι γεννήθηκαν Κούρδοι ή ήσαν αντιφρονούντες, σε μια χώρα που η δικαστική εξουσία υπηρετεί το καθεστώς και η διεκδίκηση δικαιοσύνης σε καθιστά συνεργό της τρομοκρατίας! Το Σάββατο 25/8/2018, το καθεστώς Ερντογάν με διάταγμά του απαγόρευσε τη διαμαρτυρία επεμβαίνοντας με δακρυγόνα, πλαστικές σφαίρες και βία για να την διαλύσει. Εντούτοις, στην πλατεία κάθε Σάββατο βρίσκονται όσες «Μανάδες του Σαββάτου» απέμειναν, θρηνώντας σιωπηλά, αφού στην Τουρκία, ακόμα και για να θρηνήσεις πρέπει να το επιτρέπει το καθεστώς.

Η 82 χρονών Emine Ocak το 2018, υπήρξε εξαρχής ηγετική μορφή στις «Μάνες του Σαββάτου». Μερικές φωτογραφίες αποτύπωσαν τη βία του καθεστώτος εναντίον της, που η προβολή τους προκάλεσε την οργίλη αντίδραση κρατικών αξιωματούχων, οι οποίοι καταφέρονται ενάντια στις «Μανάδες του Σαββάτου» ως πόρνες, πράκτορες, επιδειξιομανείς κ.ά. Η φύση του τουρκικού κράτους παραμένει αναλλοίωτη, από το κεμαλικό καθεστώς στο νέο-οθωμανικό, με τους συγγενείς των θυμάτων να διαπομπεύονται δημόσια, όπως στη ναζιστική Γερμανία, για «φρονηματισμό» και των υπολοίπων, βασανίζοντας και τους συγγενείς των θυμάτων του. 

Έτσι, από την Αντιγόνη του Σοφοκλή στη Μυροφόρα στον Προσφυγικό Συνοικισμό στα Λατσιά, κι από την Φατμά στο κατεχόμενο Κιόνελι στην Εμινέ της Κωνσταντινούπολης, ο ίδιος αβάσταχτος πόνος και η ίδια ακλόνητη πίστη στον υπέρτατο νόμο της δικαιοσύνης και ίδια ερωτήματα ενάντια στην αδικία. Ποια κρατική εξουσία μπορεί να αρνείται να ανοίξει τα αρχεία της, 50 ή 60 χρόνια μετά το έγκλημα εξαφάνισης ή εκτέλεσης ανθρώπων που η ίδια ευθύνεται; Τι είδους κράτος είναι αυτό που εξαφανίζει υπηκόους του και απαγορεύει στις μανάδες τους να θρηνούν; 

*Ευρωβουλευτής ΔΗΚΟ (S&D), Πρόεδρος Πολιτικής Επιτροπής για την Μεσόγειο