Κάθετος ότι δεν υπάρχει κομματοκρατία στους διορισμούς δικαστών γι’ αυτό και η δικαιοσύνη έμεινε μακριά από κρούσματα διαφθοράς, είναι ο νομικός και πρόεδρος της Επιτροπής κατά της Διαφθοράς του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου Ορέστης Νικήτα.

Γ’Μέρος 

Ο κ. Νικήτα που παρακολουθεί το γίγνεσθαι στο πως αντιμετωπίζεται η διαφθορά στη δικαιοσύνη σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τονίζει ότι και οι τέσσερις συστάσεις της Greco για τη δικαιοσύνη έχουν υλοποιηθεί, ενώ αναφέρεται και στο μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν σήμερα τα δικαστήρια, που είναι οι μεγάλες καθυστερήσεις στην εκδίκαση υποθέσεων, γεγονός όμως που δεν αποδίδεται στη διαφθορά, όπως αναφέρει. Εκτιμά επίσης ότι με τον διαχωρισμό του Ανωτάτου Δικαστηρίου οι αποφάσεις των δύο ανώτερων σωμάτων της δικαιοσύνης θα αλληλοελέγχονται πλέον, κάτι που έλειπε μέχρι σήμερα.

Το θέμα της έκτασης της διαφθοράς, αναφέρει ο κ. Νικήτα, που αντιμετωπίζουν όλα τα κράτη της Γης δεν είναι κάτι καινούργιο αλλά είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο το οποίο υπήρχε ανέκαθεν και συμβαδίζει με όλα τα συστήματα διακυβέρνησης από την απαρχή του ανθρώπινου πολιτισμού ως ένα καρκίνωμα το οποίο εάν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα και αποφασιστικά οδηγεί το σύστημα σε ολική κατάρρευση και μαρασμό.  

Το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ) και κυρίως το διαδίκτυο και κατ’ επέκταση τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης (ΜΚΔ) έριξαν φως στα άλλοτε σκοτεινά δωμάτια που ευδοκιμεί η διαφθορά, παρά τα μεγάλα μειονεκτήματα των εν λόγω μέσων, όπως η προσπάθεια χαλιναγώγησης της κοινής γνώμης μέσω του λαϊκισμού, της παραπληροφόρησης και της διάδοσης ψευδών ειδήσεων που εντείνουν τον φόβο και την καχυποψία στους θεσμούς της δημοκρατίας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 

Στην Κύπρο η δικαστική εξουσία απολάμβανε διαχρονικά την εμπιστοσύνη των πολιτών και έμενε μακριά από σκάνδαλα και φαινόμενα διαφθοράς. Κατά την άποψή μου ο λόγος είναι η πλήρης ανεξαρτησία της από την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία και κατ’ επέκταση η απουσία της κομματοκρατίας στους διορισμούς των δικαστών και γενικά στα της διοίκησης των δικαστηρίων.

Παρόλα τα πολλά προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει το σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης στην Κύπρο, όπως το σοβαρότερο κατά την άποψή μου αυτό της καθυστέρησης εκδίκασης των υποθέσεων με αποτέλεσμα τη δημιουργία μεγάλου αριθμού καθυστερημένων υποθέσεων (backlog), δεν αντιμετωπίσαμε ποτέ φαινόμενα διαφθοράς στον χώρο της δικαιοσύνης. Η καθυστέρηση στην εκδίκαση υποθέσεων βέβαια δεν είναι αποτέλεσμα διαφθοράς αλλά άλλων παραγόντων οι οποίοι δεν είναι της παρούσης για να αναλύσουμε.

Σημαντικός ευρωπαϊκός θεσμός ο οποίος αξιολόγησε και εισηγήθηκε αλλαγές στο σύστημα της δικαιοσύνης μας προς ενίσχυση της ανεξαρτησίας του θεσμού και της διαφάνειας στις διαδικασίες διορισμών/προαγωγών των Δικαστών είναι η GRECO (Group of States against Corruption) του Συμβουλίου της Ευρώπης. Όλα τα Κράτη Μέλη συμμετέχουν και υποβάλλονται χωρίς περιορισμό στις διαδικασίες αμοιβαίας αξιολόγησης και συμμόρφωσης. Κατά το έτος 2016 στο πλαίσιο του τέταρτου κύκλου Αξιολόγησης σε σχέση με τη θεματική «Πρόληψη διαφθοράς αναφορικά με τα μέλη του Κοινοβουλίου, της δικαστικής εξουσίας και των εισαγγελικών αρχών» η GRECO προέβη σε 16 συστάσεις προς την Κυπριακή Δημοκρατία για πρόληψη της διαφθοράς, τέσσερις εκ των οποίων αφορούσαν τη δικαστική εξουσία. Εδώ πρέπει να διευκρινιστεί ότι η GRECO προβαίνει στις εν λόγω αξιολογήσεις σε όλα ανεξαιρέτως τα Κράτη Μέλη του οργανισμού συμπεριλαμβανομένων και των Ηνωμένων Πολιτειών και όχι μεμονωμένα σε κάποια Κράτη Μέλη που πιστεύει ότι υπάρχει πρόβλημα ως λανθασμένα ακούγεται πολλές φορές εγχώρια για δημιουργία εντυπώσεων. Επίσης οι συστάσεις γίνονται όχι επειδή υπάρχει διαφθορά, αλλά για σκοπούς πρόληψης της διαφθοράς, θωρακίζοντας περαιτέρω τη δικαιοσύνη. Μάλιστα αξίζει να αναφερθεί ότι στις αναφορές της η GRECO στην έκθεση Αξιολόγησης του τέταρτου γύρου Αξιολόγησης για την Κύπρο η οποία δημοσιεύθηκε στις 27 Ιουλίου 2016, επισημαίνει ότι το δικαστικό σώμα στην Κύπρο απολαμβάνει υψηλό βαθμό ανεξαρτησίας και η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας περιγράφεται ως βασικό χαρακτηριστικό της δικαστικής εξουσίας στην Κύπρο. 

Μία σύσταση της GRECO ήταν ο διορισμός δικαστή να καθοδηγείται από ακριβή και αντικειμενικά κριτήρια βάσει των οποίων να ελέγχονται οι υποψήφιοι πριν τον διορισμό/προαγωγή τους. Στα συγκεκριμένα κριτήρια θα πρέπει να έχει πρόσβαση το κοινό. Βάσει αυτής της Σύστασης για σκοπούς ενίσχυσης της διαφάνειας στους διορισμούς/προαγωγές δικαστών, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο («ΑΔΣ») εξέδωσε καθορισμένη διαδικασία και κριτήρια για διορισμούς δικαστών και μια εφάμιλλη διαδικασία για προαγωγές δικαστών, με τον τίτλο «Διαδικασία και Κριτήρια για Προαγωγές Δικαστών». Και οι δύο διαδικασίες είναι διαθέσιμες διαδικτυακά στο κοινό.

Επιπλέον με τον διαχωρισμό του Ανωτάτου Δικαστηρίου («ΑΔ») σε Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο («ΑΣΔ») και ΑΔ, όλες οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου θα υπόκεινται σε ένσταση και θα δικάζονται από το ΑΣΔ. Επίσης σε πειθαρχικά θέματα που αφορούν τους δικαστές του ΑΣΔ και ΑΔ, οι δικαστές του ΑΣΔ θα δικάζονται από τους Δικαστές του ΑΔ και αντίστροφα.

Άλλη σύσταση ήταν η δημιουργία Κώδικα Δικαστικής Συμπεριφοράς, βάσει της οποίας, στις 30 Ιανουαρίου 2019 υιοθετήθηκε ο Κώδικας Δικαστικής Συμπεριφοράς, υλοποιώντας πλήρως τις αρχές «Bangalore». Οι πρόνοιες αυτών των Αρχών μεταφράστηκαν επί λέξει και τα παραδείγματα/σχόλια επί των Αρχών Bangalore της Δικαστικής Δεοντολογίας ενσωματώθηκαν πλήρως. Ο Κώδικας είναι νομικά εφαρμόσιμος και σοβαρές παραβιάσεις μπορούν να οδηγήσουν σε πειθαρχικά αδικήματα.

Περαιτέρω, ως αποτέλεσμα των υπολοίπων δύο συστάσεων της GRECO, δημιουργήθηκε το 2018 η Σχολή Δικαστών όπου μεταξύ άλλων οι δικαστές θα εκπαιδεύονται σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα σε θέματα Δικαστικής Συμπεριφοράς και Ηθικής. Επίσης διευρύνθηκε η σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου (σώμα που διορίζει τους δικαστές) με τη συμμετοχή του Γενικού Εισαγγελέα, του προέδρου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου καθώς και δύο νομικών εγνωσμένου κύρους. Από το 2016 μέχρι σήμερα η Κύπρος συμμορφώθηκε με όλες τις συστάσεις της GRECO αναφορικά με τους δικαστές.

Αξιολογήσεις με αντικειμενικά κριτήρια

Όσον αφορά στο θέμα της διαφθοράς ευρύτερα στην κοινωνία, ο κ. Νικήτα αναφέρει ότι αυτό είναι πολύπλοκο και πολυεπίπεδο, για το οποίο μπορούν να γραφτούν εκατοντάδες σελίδες. Θεωρώ ότι η σύγχρονη κοινωνία δεν θα καταφέρει να εξαλείψει εντελώς το φαινόμενο αυτό ούτε νομίζω είναι ωφέλιμο να αναμένουμε ότι θα εφαρμόσουμε μια νομοθεσία ή μια πρακτική και ως δια μαγείας εν μία νυκτί θα λύσουμε όλα τα προβλήματα που δημιουργεί η διαφθορά στην πολιτεία. Ο αγώνας εναντίον της διαφθοράς είναι και θα παραμείνει χρονοβόρος και συνεχής, γι’ αυτό είναι σημαντικό πέραν από το νομοθετικό πλαίσιο για την καταπολέμηση της διαφθοράς, να υπάρχει πρόληψη του φαινομένου με συνεχή επιμόρφωση από μικρή ηλικία και δημιουργία κουλτούρας, έτσι ώστε η κοινωνία μας να αποκτήσει τα κατάλληλα αντισώματα για να αναγνωρίζει και να αμύνεται έγκαιρα όπου και όποτε εκδηλωθούν φαινόμενα και συμπεριφορές διαφθοράς. Θεωρώ ότι σύμμαχός μας στην αντιμετώπιση της διαφθοράς γενικά στην Κυπριακή Πολιτεία είναι η εφαρμογή της αρχής της διαφάνειας σε όλες τις διαδικασίες που αφορούν τόσο τον δημόσιο όσο και τον ιδιωτικό τομέα, η οποία στις σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες ενισχύθηκε με ένα δυνατό και κατά δύναμη ομοιογενές νομοθετικό πλαίσιο μέσω των νομοθετικών εργαλείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Κανονισμοί, Οδηγίες κ.τ.λ.) και των διεθνών οργανισμών όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης μέσω μεταξύ άλλων, των συστάσεων της GRECO και των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι η συνεχής παρακολούθηση και αξιολογήσεις οι οποίες να βασίζονται σε αντικειμενικά και επιστημονικά κριτήρια αναφορικά με την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα των αλλαγών και ενδεχομένως κατά πόσο υπάρχει διαφθορά και εάν υπάρχει ποια η φύση της και σε ποιο βαθμό επηρεάζει την Κυπριακή Κοινωνία. Βάσει αυτών των αξιολογήσεων θα βασίζονται οι διορθωτικές μας ενέργειες. Αυτές οι αξιολογήσεις πρέπει επίσης να δημοσιεύονται για να έχει πρόσβαση ο πολίτης. Ελπίζω να γίνονται τακτικά αυτές οι αξιολογήσεις τόσο από εσωτερικούς όσο και από εξωτερικούς θεσμούς, οι οποίες τρόπον τινά θα αποτελούν και ένα εσωτερικό βαρόμετρο με ουσιαστικό αντίκτυπο στην διαμόρφωση ενιαίας εσωτερικής πολιτικής και στρατηγικής για αντιμετώπιση της Διαφθοράς στην Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία δεν θα βασίζεται στην εκάστοτε Κυβέρνηση. Εδώ πιστεύω θα φανεί πολύ χρήσιμη η νεοσύστατη Ανεξάρτητη Αρχή κατά της Διαφθοράς («Αρχή») η οποία ανάμεσα στις αρμοδιότητές της είναι να εποπτεύει και να αξιολογεί τις δράσεις των υπηρεσιών του δημόσιου τομέα, του ευρύτερου δημόσιου τομέα και του ιδιωτικού τομέα σε θέματα πρόληψης και καταπολέμησης πράξεων διαφθοράς και να συντάσσει αυτεπάγγελτα εκθέσεις με απόψεις, εισηγήσεις και προτάσεις για την πρόληψη και καταπολέμηση πράξεων διαφθοράς και για την τήρηση των θεμελιωδών αρχών κατά της διαφθοράς. Παρενθετικά να αναφέρω ότι εξακολουθεί να είναι η άποψή μου και η πάγια θέση του ΠΔΣ ότι για αποτελεσματικότερη λειτουργία της, η Αρχή θα έπρεπε να έχει και ανακριτικές εξουσίες για πλήρη διερεύνηση αδικημάτων διαφθοράς.

Η τεχνολογία μπορεί να μειώσει τη διαφθορά

Επίσης, η εφαρμογή της σύγχρονης τεχνολογίας, όπως η υιοθέτηση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, η ψηφιοποίηση του δημόσιου τομέα και η εφαρμογή ψηφιακών πρακτικών στις καθημερινές συναλλαγές των πολιτών με τις κυβερνητικές υπηρεσίες μπορούν να μειώσουν την διαφθορά, διότι αυξάνουν την επίβλεψη από τον πολίτη της διοικητικής διαδικασίας, αποδυναμώνοντας με αυτό τον τρόπο τη δημιουργία περιβάλλοντος ανάπτυξης της διαφθοράς. Αυτό επιτυγχάνεται εν μέρει διότι είναι καταγραμμένα και αυτοματοποιημένα όλα τα βήματα της διοικητικής διαδικασίας, και καθίσταται δυνατός ο έλεγχος της συμπεριφοράς των δημόσιων υπαλλήλων από τους πολίτες. Επίσης θεωρώ ότι στο εγγύς μέλλον η τεχνολογία της τεχνητής νοημοσύνης θα μειώσει τη διαφθορά στον δημόσιο τομέα, διεκπεραιώνοντας μεγάλο μέρος της διακυβέρνησης, υποκαθιστώντας τον άνθρωπο (human-out-of-the-loop) ο οποίος είναι επιρρεπής στη διαφθορά. Στον τομέα της Δικαιοσύνης θεωρείται ότι θα αυξήσει την αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα της λειτουργίας των δικαστικών και των ανακριτικών αρχών. Επίσης θα υπάρχει ευκολότερη και φθηνότερη πρόσβαση σε νομικές υπηρεσίες αλλά αυτό είναι άλλο μεγάλο θέμα.

Τέλος, θα ήθελα να τονίσω ότι στην Κύπρο παρά τα προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει το σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης, τα Δικαστήριά μας παραμένουν ανεξάρτητα τόσο από την εκτελεστική όσο και από την νομοθετική εξουσία και εμείς οι δικηγόροι έχουμε καθήκον ως λειτουργοί της Δικαιοσύνης να διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού την ανεξαρτησία της Δικαστικής εξουσίας, η οποία αποτελεί την πεμπτουσία της λειτουργίας ενός Κράτους Δικαίου και σημαντικότατο όπλο στην καταπολέμηση της Διαφθοράς.

Τα παράδοξα των νέων μεταρρυθμίσεων

Σε μια εμπεριστατωμένη ανάλυση για την μετεξέλιξη της δικαστικής εξουσίας από το 1960 έως και σήμερα, προβαίνει ο έγκριτος νομικός και πρώην βουλευτής Ανδρέας Σ. Αγγελίδης. Μάλιστα ο ίδιος σημειώνει το παράδοξο που αναφέρεται στην τελευταία τροποποίηση του Συντάγματος για το Ανώτατο Δικαστήριο και την ανάγκη διαχωρισμού του.

Η νέα Συνταγματική τροποποίηση, αναφέρει, και οι μεταρρυθμίσεις στη Δικαιοσύνη πρέπει να εξεταστούν σε συνδυασμό με την ιστορική πολιτική ζωή του τόπου από το 1960, με κύριο κριτήριο την αναμενόμενη και οφειλόμενη ποιότητα και ταχύτητα στην απονομή της. 

Το δοτό Σύνταγμα δεν προέκυψε από την πρωτογενή θέληση του λαού. Ήταν αποτέλεσμα συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου και δεν υπήρξε δημοψήφισμα για αποδοχή του. Ένα αυστηρό και άκαμπτο Σύνταγμα με πρόβλεψη για το αναλλοίωτο / αμετάβλητο των «θεμελιωδών» Άρθρων που ρητά καθιέρωσε, με απαγορευτικές προβλέψεις, σε βάρος της λαϊκής κυριαρχίας, να προβαίνει σε Συνταγματικές αλλαγές. Έτσι η πρόθεση για τροποποίηση του, το 1963, ξεδίπλωσε και αποκάλυψε έκτοτε τα επεκτατικά σχέδια που εφάρμοσε και εφαρμόζει, σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, η Τουρκία.

Τότε, συνεχίζει, χρειάστηκε η επίκληση του Δικαίου της Ανάγκης, που έδωσε δικαστικά λύση με την οποία διασώθηκε το Κράτος και οι θεσμοί του παρά την «αυτόβουλη» εγκατάλειψη (τουρκανταρσία) των αξιωμάτων και θεσμικών θέσεων που κατείχαν οι Τουρκοκύπριοι (υπόθεση Mustafa Ibrahim (1964) 1 CLR 195). Η καταφυγή στο Δίκαιο της Ανάγκης πέραν από την πολιτική σημασία που προφανώς ενέχει, αποτελεί και την πρώτη βαθιά εξ’ ανάγκης, Νομοθετική όμως τροποποίηση, στη λειτουργία και απονομή της δικαιοσύνης με το Νόμο 33/64, όπου κύρια αντί των δύο Ανωτάτων Δικαστηρίων προβλέφθηκε ένα (το γνωστό σ’ όλους μας Ανώτατο Δικαστήριο όπως λειτούργησε και λειτουργεί μέχρι και σήμερα). Νόμος, αντί τροποποίησης του Συντάγματος.

Ακολούθησαν, επισημαίνει ο κ. Αγγελίδης, δύο βαθιές συνταγματικές τομές ή τροποποιήσεις: Με την 8η που αφορούσε την ίδρυση του Διοικητικού Δικαστηρίου και ήδη η 17η τροποποίηση του Συντάγματος με κύριο στόχο να επιτύχουν τον εκσυγχρονισμό του τρόπου και ελαχιστοποίησης του χρόνου ολοκλήρωσης των διαδικασιών απονομής της δικαιοσύνης. Συνταγματικές τροποποιήσεις για τις οποίες είχε «ρόλο» στη διαμόρφωση τους και η ίδια η δικαιοσύνη. Συγκεκριμένα, στη δικαστική αμφισβήτηση της 8ης τροποποίησης κρίθηκε «ότι έγιναν διαβουλεύσεις μεταξύ του Ανωτάτου Δικαστηρίου, του Υπουργού Δικαιοσύνης και της Βουλής και ότι η κατ’ αρχήν θετική στάση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την ίδρυση του Διοικητικού Δικαστηρίου, δεν προδικάζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την κρίση του Προέδρου και των μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με τη συνταγματικότητα των προνοιών των σχετικών Νόμων και, κατά συνέπεια, θεωρούμε ότι δεν υφίσταται οποιοσδήποτε λόγος για εξαίρεση, είτε του Προέδρου, είτε και Μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου».

Η τελευταία νέα, 17η τροποποίηση του Συντάγματος, αφορά διάφορα Άρθρα του Συντάγματος, με διαφοροποιήσεις στη δομή των Δικαστηρίων, με εισαγωγή ρητά και της τριτοβάθμιας αρμοδιότητας, που εν πολλοίς ήταν δυνατή κατά τη Νομολογία. Κύρια όμως ξαφνιάζει η αναφορά στο «Προοίμιο», ότι μεταξύ άλλων ένας εκ των λόγων για την τροποποίηση είναι, η υπέρ του Ανωτάτου Δικαστηρίου «… συγκέντρωση μεγάλου εύρους δικαιοδοσίας, αρμοδιοτήτων και ευθυνών …». Μια ξεκάθαρη «αμφισβήτηση» στα όσα προσέφερε με βάση το δίκαιο της Ανάγκης, από το 1964, η Δικαστική εξουσία διά του Ανώτατου Δικαστηρίου. Θέση αντιφατική με ότι η ίδια η Βουλή εισήγαγε ως αναγκαία τότε ρύθμιση, με το Νόμο 33/64. Μια τροποποίηση που παραδόξως επικαλείται το δίκαιο της ανάγκης με έμμεση όμως ανατροπή του δικαίου της ανάγκης που δημιούργησε για τόσα χρόνια η Νομολογία από το 1964.

Βαθιά μεν τομή που άφησε όμως, για μία ακόμη φορά, χωρίς νομοθετική ρύθμιση την προβλεπόμενη από το Σύνταγμα τιμωρία όσων δεν συμμορφώθηκαν στις Δικαστικές ακυρωτικές αποφάσεις!

Μάλιστα φαίνεται παράδοξο να ασκεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας το δικαίωμα εκ του Συντάγματος διορίζοντας από τώρα νέους Δικαστές των Ανωτάτων Δικαστηρίων όπως και το ποιοι θα υπηρετούν στα δύο Ανώτατα Δικαστήρια που θα λειτουργήσουν όμως στο τέλος της δικαστικής χρονιάς.