Από το τότε στο τώρα. Ένα χόμπι δρόμος. Για κάποιους θεωρείται μια πολύ ευχάριστη χρονιά, για άλλους γεμάτη άγχος, για κάποιους άλλους και τα δύο. Είναι εκείνη η χρονιά που όλοι εκτός εσένα, διαπραγματεύονται για εσένα. Η τελευταία τάξη του Λυκείου και ένα γραφείο που έξω έγραφε «γραφείο συμβούλου». Ήταν αυτός ο ρόλος που θα βοηθούσε κάθε τελειόφοιτο να αποφασίσει τι θα σπουδάσει.
Κι αν δεν θέλει να σπουδάσει; Κι αν έχει ωστόσο αποφασίσει ο μαθητής το επάγγελμά του πολύ πριν εμφανιστεί αυτή η ταμπέλα έξω από ένα γραφείο; Καμιά δικαιολογία. Αν θέλεις να λέγεσαι καθώς πρέπει τελειόφοιτος, πρέπει να το διαπραγματευτείς. Το γραφείο του συμβούλου τότε, είχε την τιμητική του και η τότε σύμβουλος δεν είχε πολύ χρόνο να βλέπει μαθητές λόγω τεράστιας ζήτησης αιτημάτων. Ήταν κουραστικό, δούλευε παρ’ ολίγον υπερωρίες. Το έβλεπες το βλέμμα της. Βαριόταν. Ήθελε να σε ξεπετάξει. Να σου πει μηχανικά ποια ήταν τα επαγγέλματα του «μέλλοντος» σε συνδυασμό με τους πιο υψηλούς μισθούς και να πάει σπίτι της. Υπάρχουν επαγγέλματα που απαγορεύεται να τα ξεστομίσεις και άλλα που πρέπει να τα βροντοφωνάξεις. Όταν μας έδινε το λόγο, οι πιο τολμηροί απαντούσαν «ηθοποιός, μουσικός, χορευτής, ζωγράφος…» Στα αυτιά της δεν είχαν βαρύτητα αυτές οι λέξεις. Χαμογελούσε ειρωνικά και έβλεπες μπροστά σου προσωποποιημένη τη φράση «βάζω από το ένα, βγάζω από το άλλο». «Ναι, σαν χόμπι», έλεγε. «Πρέπει να βρούμε τώρα και το σταθερό σου επάγγελμα».
Η χρήση του πληθυντικού στο να «βρούμε», από τότε με ξεπερνούσε. Αυτό όμως που με ξεπερνούσε πιο πολύ από τους πληθυντικούς «αγενείας», ήταν το γραφείο της, που είχε κρεμασμένες αφίσες ηθοποιών, πάντα μουσική να παίζει στο βάθος, μινιατούρες μπαλαρίνας και πίνακες ζωγραφικής.
Με ποια αρμοδιότητα αυτή η σύμβουλος θα παραμέριζε το δικό μου επάγγελμα, με χαμόγελο ειρωνικό, βάζοντάς το στην κατηγορία των χόμπι,τοποθετώντας έτσι και την ίδια την κατηγορία των χόμπι στα λιγότερο σημαντικά; Είναι στ’ αλήθεια αυτό το καθήκον της; Η φιγούρα της έμοιαζε με πιόνι από ένα σκάκι, από ένα προεδρικό μέγαρο, από μια Βουλή, από ένα αρχοντικό που προσπαθεί, ανεπιτυχώς, να πείσει πως διακατέχεται από αρχοντιά, από ένα υποτιθέμενο καλλιεργημένο σύστημα που υποστηρίζει τέχνες, γράμματα, πολιτισμό. Από μια διχασμένη πολιτεία. Αρχίσαμε να τη βλέπουμε παράξενα και να μην τη λαμβάνουμε υπόψιν. Εξάλλου, ξέραμε από εκείνην πώς είναι να μην λαμβάνεις κάποιον υπόψιν. Το χαρτί για τις προεισαγωγικές εξετάσεις, ήταν ούτως ή άλλως ασφυχτικά γεμάτο καταρρίπτοντας με αυτόν τον τρόπο την ετυμολογία της λέξης «επιλογή». Ποιο απ’ όλα θα ήταν χόμπι για εμένα, δεν θα το μάθαινε ποτέ κανείς. «Να εξαντλήσεις όλες τις επιλογές» μου λέει…  «και βλέπεις». Έβλεπα ήδη. Έβλεπα πολύ καθαρά. Έβλεπα και το μέλλον που προσπαθούσε να μου φορτώσει και το παρόν της. Μόνο που δεν είχε πάρει χαμπάρι κανείς απ’ αυτούς τους θρασείς διορατικούς πως παρόν και μέλλον, φάνταζαν ίδια. 
Κανένα επάγγελμα δεν υστερεί από άλλο και είναι αδιανόητο να μπαίνει ένας καλλιτέχνης σε διαδικασία επεξήγησης της σημαντικότητας του επαγγέλματός του. Σε καμία περίπτωση δεν καλείται κανένας καλλιτέχνης να δικαιολογήσει ή να δικαιολογηθεί και το χειρότερο, να «ικετεύσει» την κυβέρνηση για ίση αντιμετώπιση. Τα στερεότυπα τα βασισμένα σε μουχλιασμένες αντιλήψεις, δεν χρειάζεται να γίνονται αιτία και αφορμή για τέτοια κακομεταχείριση του πολιτισμού και των τεχνών. Δεν μας αφορά η θεωρία. Μας αφορά η πράξη. Οι τέχνες δεν έχουν ανάγκη κανένα θεωρητικό χαϊδολόγημα που ακολουθείται από ανύπαρκτη πρακτική. Μοιάζουν τα αυτονόητα με βουνά, που μόνο αν καταφέρεις να τα ανέβεις, ίσως βραβευτείς με εκείνο το οποίο δε θα έπρεπε ποτέ να είχε χρειαστεί να επισημάνεις.