Παρακολουθώντας τη διακαναλική τηλεοπτική παρουσία των κ.κ. Αβέρωφ Νεοφύτου και Άντρου Κυπριανού στο μέρος που αφορούσε το Κυπριακό, παρατήρησα ορισμένα αξιοσημείωτα κοινά σημεία και ορισμένες διαφορές. Τα κοινά σημεία αφορούσαν:
1. Την προσήλωση και των δύο στη δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία.
2. Τον καταλογισμό της πρώτης ευθύνης για το παρατεταμένο αδιέξοδο στο Κυπριακό στην Τουρκία.
3. Την ετοιμότητα και των δύο να συμπεριλάβουν την Τουρκία στην εξίσωση των ενεργειακών σχεδιασμών μετά τη λύση του Κυπριακού.
4. Τη θέση ότι συνομιλίες για το Κυπριακό μπορούν να αρχίσουν μόνο εφόσον τερματιστούν οι έκνομες ενέργειες της Τουρκίας στην κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη.  
Στην ίδια συζήτηση ήταν εμφανείς και οι διαφορές στα ακόλουθα σημεία:
1. Για τις ευθύνες της ε/κ πλευράς για το ναυάγιο των συνομιλιών στον Κραν Μοντανά.
2. Για τις κατευθύνσεις της εξωτερικής πολιτικής της  Κύπρου και της σχέσης μας με τον ΟΗΕ και την Ευρωπαϊκή Ένωση αναφορικά με το Κυπριακό.
3 Στην εκτίμηση για τα αποτελέσματα της πολιτικής της κυβέρνησης για τη θωράκιση της κυπριακής ΑΟΖ.
4 Για την καθαρότητα ή όχι των στόχων της πολιτικής του Προέδρου στο Κυπριακό.
5. Για τον τρόπο που ασκείται η αντιπολιτευτική πολιτική στο Κυπριακό και την καθημερινή ανάδειξη των ευθυνών της Τουρκίας.
 
Είναι επίσης αξιοπρόσεκτο ότι δεν έγινε καμιά αναφορά στις σχέσεις με την Ελλάδα και τον επαρκή ή όχι κοινό σχεδιασμό για αντιμετώπιση της πρωτοφανούς τουρκικής επιθετικότητας και επεκτατικότητας. Σκοπός του παρόντος κειμένου δεν είναι η αξιολόγηση της συζήτησης, ούτε της αποτελεσματικής ή όχι προβολής των θέσεων εκατέρωθεν.  Σκοπός είναι η προσπάθεια αξιολόγησης των πραγματικών  –κατά τη γνώμη μου– δεδομένων στο Κυπριακό αυτή τη στιγμή και της επιθυμητής εξεύρεσης κοινής ελάχιστης θέσης των πολιτικών δυνάμεων, στον αγώνα για απελευθέρωση και επανένωση.
Αρχίζοντας από το πρώτο σημείο των δύο πολιτικών αρχηγών, θεωρώ ότι η πρώτη εκτίμηση που οφείλουν όλοι να κάνουν είναι κατά πόσον είναι κατορθωτή αυτή τη στιγμή η επίτευξη λύσης δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας, που είναι στρατηγικός μας στόχος, λειτουργική, ασφαλής και βιώσιμη. Και η εκτίμηση αυτή, όπως και σε άλλα σημεία, προϋποθέτει αξιολόγηση της στάσης της Τουρκίας στο κάθε σημείο. Της χώρας – θύτη η οποία κατέχει και το κλειδί για να ανοίξει η θύρα της λύσης αρχών στο Κυπριακό. Δυστυχώς, η Τουρκία μετά το Κραν Μοντανά υλοποιεί με φοβερό θράσος την προαναγγελθείσα θέση της για λύση εκτός παραμέτρων ΟΗΕ. Και δεν σταματά ώς εδώ. Έχει ήδη προχωρήσει βήματα παρακάτω, για τριχοτόμηση της κυπριακής ΑΟΖ και συμπερίληψη της Κύπρου στο εφιαλτικό της όνειρο για «Γαλάζια Πατρίδα» και τα γεωγραφικά σύνορα της καρδιάς του Ερντογάν. Δηλαδή την αναβίωση της νεοοθωμανικής κυριαρχίας σε εκτάσεις και χώρους προ πολλού καθορισμένους από αποφάσεις του ΟΗΕ, διεθνών διασκέψεων και συνθηκών. Σ’ αυτό το εφιαλτικό όνειρο περιλαμβάνονται και σοβαρές εκτάσεις ελληνικού εδάφους και θάλασσας. Άρα, δυστυχώς, σήμερα το ζητούμενο δεν είναι αν όλοι στην ε/κ πλευρά συμφωνούν με τη μια ή την άλλη θέση, ούτε για το περιεχόμενό της. Το ζητούμενο σήμερα είναι πώς σταματά η τουρκική ιμπεριαλιστική επέλαση, ώστε να μπορέσουν να διεξαχθούν συνομιλίες εντός των παραμέτρων του ΟΗΕ και να αποδώσουν λύση αρχών στο Κυπριακό, στα πλαίσια των αποφάσεων του Διεθνούς Οργανισμού. Να τι κατά την άποψή μου πρέπει να είναι το επίκεντρο των συζητήσεων της πολιτικής ηγεσίας.
Σε αυτό το πλαίσιο θεωρώ ότι η πολιτική ηγεσία θα πρέπει με πρωτοβουλία της Κυβέρνησης να σχεδιάσει και να υλοποιήσει πρόγραμμα ανάδειξης της Τουρκίας ως του πρωταίτιου για τη δημιουργία, συντήρηση και παγιοποίηση του αδιεξόδου στο Κυπριακό. Και αυτό σε συνεργασία και συντονισμό με την Ελλάδα.
Την προγραμματισμένη αξιοποίηση της ενεργειακής δυνατότητας της κυπριακής ΑΟΖ για προώθηση λύσης του Κυπριακού σε συνεργασία με την Ελλάδα και τις λοιπές χώρες της περιοχής, των οποίων τα συμφέροντα επίσης απειλούνται από την Τουρκία και την ιμπεριαλιστική της επέλαση. Οι διμερείς, τριμερείς κ.ο.κ είναι ορθό βήμα αλλά αποδεικνύεται στην πράξη ότι δεν φτάνει. Πρέπει να γίνουν και άλλα όπως η σύναψη συμφωνίας για οριοθέτηση ΑΟΖ Κύπρου – Ελλάδας, Κύπρου – Συρίας αλλά και άλλα. Τα οποία είναι αναγκαίο να συζητηθούν στο επίπεδο της ανώτατης πολιτικής ηγεσίας και να συντονιστούν οι ενέργειες με άλλες χώρες της περιοχής. Είναι σημαντικότατο σ΄ αυτά τα πλαίσια να ενισχυθούν οι επαφές με τον Αραβικό κόσμο. Να στοχευθεί επίτευξη κοινής θέσης όλων των χωρών ότι η Τουρκία μπορεί να είναι μέρος αυτών των ενεργειακών σχεδιασμών μόνο αν σεβαστεί τη διεθνή νομιμότητα.
Με βάση αυτό τον στόχο και την ταυτόχρονη μέγιστη δυνατή θωράκιση της κυπριακής ΑΟΖ και της Κυπριακής Δημοκρατίας να ενισχυθούν οι σχέσεις με χώρες που έχουν κάθε λόγο να αντιτίθενται στους τουρκικούς σχεδιασμούς, όπως π.χ. η Αίγυπτος και άλλες. Και όχι να μετατρέπεται η Κύπρος σε εργαλείο υλοποίησης επιθετικών σχεδιασμών άλλων χωρών ενάντια σε δυνητικούς μας συμμάχους. Η Τουρκία είναι πολύ ισχυρή χώρα, αλλά όχι παντοδύναμη ούτε αυτή που η ίδια προβάλλει. Για παράδειγμα σήμερα η Αίγυπτος έχει ξεπεράσει από άποψης ισχύος την Τουρκία, σύμφωνα με εγκυρότατους διεθνείς οργανισμούς. Είναι επίσης καιρός να διεκδικήσουμε Κύπρος και Ελλάδα, τα  ελάχιστα έστω, απ’ όσα δικαιούμαστε τόσο από την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και από τις ΗΠΑ που δεκαετίες τώρα βασικά είναι λήπτες παραχωρήσεων και διευκολύνσεων, χωρίς να συνεισφέρουν ουσιαστικά στα κύρια ζητούμενα για Κύπρο και Ελλάδα. Και αυτά είναι η διαφύλαξη της κυριαρχίας, εδαφικής ακεραιότητας και ανεξαρτησία της Ελληνικής και Κυπριακής Δημοκρατίας από τη μια και από την άλλη η λύση αρχών τόσο στο Κυπριακό όσο και στις ελληνοτουρκικές διαφορές. Και το Κυπριακό άλλωστε και οι ελληνοτουρκικές διαφορές δημιουργήθηκαν κυρίως επί σκοπού από την Τουρκία με την ένοχη συνδρομή, βοήθεια και ενίοτε καθοδήγηση των νατοϊκών «συμμάχων». Είναι καιρός οι εταιρικές σχέσεις με τις ΗΠΑ να γίνουν αμφίδρομες. Αυτό πρέπει να διεκδικηθεί όχι μόνο με λόγια αλλά και έργα.
Σ’ αυτή την προσπάθεια δυο άλλοι παράμετροι έχουν ειδική και ιδιαίτερη σημασία. Η συνεχής προσπάθεια για επικοινωνία με όσους Τ/κ επιθυμούν λύση εντός των παραμέτρων του ΟΗΕ –διαδικασία, ψηφίσματα, αποφάσεις κ.λπ.– και εντός του πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και κύρια η εξεύρεση των κοινών θέσεων μαζί τους, ώστε να εξουδετερωθεί ο επικυριαρχικός ρόλος της Τουρκίας στον βαθμό που είναι δυνατό πριν τη λύση και πλήρης τερματισμός αυτού του ρόλου μετά τη λύση.
Η άλλη παράμετρος συνίσταται στην οικοδόμηση μιας αποτρεπτικής ισχύος, τέτοιας η οποία να παράσχει χρόνο αν παρ’ ελπίδα χρειαστεί, για παρέμβαση του διεθνούς παράγοντα. Αυτή υπήρξε μια διαχρονική θέση της κυπριακής και ελληνικής πολιτικής ηγεσίας, η οποία δυστυχώς, όπως και άλλες, δεν ακολουθήθηκαν με συνέπεια και συνέχεια.
Η Κύπρος κινδυνεύει γι’ αυτό και δεν μπορεί παρά να αποφασισθούν και υλοποιηθούν άμεσα δράσεις αναχαίτισης των τουρκικών σχεδιασμών. Είναι η ώρα όλοι να αναλάβουν τις ευθύνες τους.