Κατά τη διάρκεια των είκοσι χρόνων του πολέμου στο Αφγανιστάν, οι Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποίησαν μια μεγάλη γκάμα οπλικών μέσων —από πυραύλους Hellfire που εκτοξεύονταν από μη επανδρωμένα αεροσκάφη Predator μέχρι τη «Μητέρα όλων των βομβών», το ισχυρότερο μη πυρηνικό όπλο στον κόσμο.


Παράλληλα, ωστόσο, οι αμερικανικές δυνάμεις προχώρησαν και σε μια ενέργεια άσχετη με τις πολεμικές επιχειρήσεις: την διασπορά δισεκατομμυρίων μικροσκοπικών σπόρων παπαρούνας από αέρος.

Για πάνω από μια δεκαετία, σύμφωνα με αποκαλύψεις της Washington Post, η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (CIA) υλοποίησε ένα εξαιρετικά απόρρητο πρόγραμμα προϋπολογισμού 9 δισ. δολαρίων με σκοπό την αντιμετώπιση του εμπορίου οπίου στο Αφγανιστάν. Στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος, από αεροσκάφη ρίχνονταν ειδικά τροποποιημένοι σπόροι που απέδιδαν φυτά με ελάχιστες ή μηδενικές ποσότητες των χημικών ουσιών από τις οποίες παράγεται η ηρωίνη.

Το σχέδιο, που δεν είχε δημοσιοποιηθεί ποτέ έως τώρα, αποτελεί ένα άγνωστο κεφάλαιο του αμερικανικού πολέμου 2001-2021 και μέρος της μακράς ιστορίας των Ηνωμένων Πολιτειών να αντιμετωπίσουν το διεθνές εμπόριο ναρκωτικών, από τη Λατινική Αμερική ως την Ασία. Η ύπαρξή του επιβεβαιώθηκε από 14 άτομα με γνώση της επιχείρησης, τα οποία μίλησαν υπό τον όρο της ανωνυμίας στο αμερικανικό μέσο.

Ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών – και η νέα εποχή Τραμπ

Η αποκάλυψη έρχεται σε μια περίοδο που ο «πόλεμος κατά των ναρκωτικών» επιστρέφει στην πρώτη γραμμή της αμερικανικής ασφάλειας. Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει κηρύξει ανοιχτό πόλεμο στα καρτέλ της Λατινικής Αμερικής, διατάσσοντας δεκάδες επιθέσεις εναντίον ύποπτων πλοίων μεταφοράς ναρκωτικών στην Καραϊβική και τον Ειρηνικό, χαρακτηρίζοντας τα καρτέλ «τρομοκρατικές οργανώσεις» και μετακινώντας ισχυρές ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις στην περιοχή. Έχει επίσης δώσει εντολή στη CIA να δράσει πιο επιθετικά κατά των διακινητών και των υποστηρικτών τους.

Όπως και στο Αφγανιστάν δύο δεκαετίες νωρίτερα, η επιτυχία αυτών των επιχειρήσεων παραμένει αμφίβολη. Πρώην αξιωματούχοι που είχαν συμμετάσχει σε παλαιότερους «πολέμους των ναρκωτικών» παραδέχονται ότι τέτοια σχέδια δύσκολα φέρνουν σταθερά αποτελέσματα.

Η άνθηση του οπίου και ο ρόλος των Ταλιμπάν

Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, το αναπτυσσόμενο εμπόριο οπίου υπονόμευε πλήρως τους αμερικανικούς στόχους στο Αφγανιστάν. Καθώς οι αμερικανικές δυνάμεις πολεμούσαν για να εξαλείψουν τους Ταλιμπάν και να στηρίξουν την κυβέρνηση του Χαμίντ Καρζάι, η παραγωγή ηρωίνης συνέχιζε να αυξάνεται.

Τα έσοδα από το όπιο τροφοδοτούσαν τη διαφθορά στην Καμπούλ και στις επαρχίες, χρηματοδοτούσαν τον εξοπλισμό των Ταλιμπάν και αποτελούσαν τη βασική πηγή της παγκόσμιας ηρωίνης – με προορισμό κυρίως την Ευρώπη και τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.

Στην Ουάσινγκτον και όλες τις δυτικές πρωτεύουσες ξέσπασαν έντονες διαφωνίες. Οι Αμερικανοί διπλωμάτες, οι στρατιωτικοί και οι αξιωματούχοι κατά των ναρκωτικών διαφωνούσαν για το πώς θα μπορούσε να μειωθεί η παραγωγή χωρίς να στραφούν εναντίον τους οι αγρότες. Συζητήθηκαν τα πάντα – από αεροψεκασμούς με ζιζανιοκτόνα μέχρι την αγορά ολόκληρης της σοδειάς και τη μετατροπή της σε φαρμακευτικά προϊόντα.

Η μυστική δράση της CIA

Την ώρα που οι δημόσιες υπηρεσίες διαφωνούσαν, η CIA κινούνταν μόνη. Το Κέντρο Εγκλήματος και Ναρκωτικών της υπηρεσίας, με «άφθονα» κονδύλια λόγω του πολέμου, ξεκίνησε το φθινόπωρο του 2004 τη ρίψη ειδικά καλλιεργημένων σπόρων παπαρούνας.

Σύμφωνα με τρεις γνώστες του προγράμματος, οι επιχειρήσεις σταμάτησαν προσωρινά μία φορά και ολοκληρώθηκαν γύρω στο 2015. Οι νυχτερινές πτήσεις πραγματοποιούνταν με βρετανικά μεταγωγικά C-130, για να μην εντοπίζονται. Οι περιοχές στόχοι ήταν η Νανγκαχάρ και η Χελμάντ – το επίκεντρο της αφγανικής παπαρούνας.

Οι σπόροι, όπως είπαν πηγές της εφημερίδας, δεν ήταν προϊόν γενετικής μηχανικής, αλλά αποτέλεσμα μακροχρόνιας επιλογής και διασταύρωσης φυσικών ποικιλιών ώστε να παράγουν φυτά με σχεδόν μηδενική περιεκτικότητα σε μορφίνη. Στόχος ήταν οι νέες ποικιλίες να επικονιαστούν με τις ντόπιες, μειώνοντας σταδιακά την ισχύ της παραγωγής.

Η απόρρητη έγκριση του Μπους και το παρασκήνιο των επιχειρήσεων

Η επιχείρηση των «σπόρων παπαρούνας» ήταν τόσο μυστική, ώστε ακόμα και ανώτατοι αξιωματούχοι του Πενταγώνου και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, που είχαν κεντρικό ρόλο στη χάραξη της αμερικανικής πολιτικής για το Αφγανιστάν επί κυβερνήσεων Μπους και Ομπάμα, δήλωσαν αργότερα ότι δεν γνώριζαν το παραμικρό.

Η CIA είχε λάβει ειδική προεδρική άδεια -γνωστή ως «finding» – από τον Τζορτζ Μπους, ώστε η επιχείρηση να θεωρείται νόμιμη βάσει των εξουσιών που διαθέτει η υπηρεσία για μυστικές επιχειρήσεις. Με αυτό το έγγραφο, η ρίψη σπόρων και κάθε πτυχή της αποστολής περνούσε στην κατηγορία «απόρρητη δράση εξωτερικής πολιτικής».

Εκπρόσωπος της CIA αρνήθηκε να σχολιάσει, όπως και πρώην εκπρόσωποι των κυβερνήσεων Μπους και Ομπάμα. Η κυβέρνηση του Χαμίντ Καρζάι δεν είχε ενημερωθεί ποτέ για την ύπαρξη του σχεδίου. Δεν είναι γνωστό αν έμαθε αργότερα κάτι. Ο ίδιος ο Καρζάι δεν απάντησε σε αίτημα σχολιασμού που διαβιβάστηκε μέσω συνεργάτη του.

Η βρετανική πρεσβεία στην Ουάσινγκτον επίσης δεν έδωσε καμία απάντηση, αν και βρετανικά αεροσκάφη είχαν χρησιμοποιηθεί στις πρώτες φάσεις των επιχειρήσεων. Ο Αντόνιο Μαρία Κόστα, επικεφαλής του Γραφείου του ΟΗΕ για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα από το 2002 έως το 2010, δήλωσε ότι είχε ακούσει «ψιθύρους» για ένα τέτοιο πρόγραμμα, χωρίς ποτέ να έχει αποδείξεις.

Από το Αφγανιστάν μέχρι το Μεξικό – σχέδια που δεν πραγματοποιήθηκαν

Όταν το πρόγραμμα στο Αφγανιστάν ολοκληρώθηκε περίπου το 2015, Αμερικανοί αξιωματούχοι συζήτησαν το ενδεχόμενο να εφαρμοστεί η ίδια μέθοδος στο Μεξικό, έναν ακόμη μεγάλο παραγωγό οπίου. Όμως, η ιδέα απορρίφθηκε. Οι μεξικανικές φυτείες βρίσκονται σε μικρές, ορεινές εκτάσεις, απρόσιτες για αεροψεκασμούς – σε αντίθεση με τις πεδιάδες του νοτιοδυτικού Αφγανιστάν, όπου η CIA μπορούσε να «σκεπάσει» τεράστιες εκτάσεις μέσα σε μία νύχτα.

Ένας από τους εμπλεκόμενους χαρακτήρισε το σχέδιο «out-of-the-box thinking» – δημιουργική αλλά ακραία προσέγγιση. Άλλοι ήταν πιο επικριτικοί, λέγοντας ότι η επίδραση στην παραγωγή οπίου ήταν προσωρινή και ότι ουσιαστικά το σχέδιο επέτρεψε στην κυβέρνηση Μπους να αποφύγει πιο δύσκολες αποφάσεις για την πολιτική κατά των ναρκωτικών.

Η σύγκρουση για τους ψεκασμούς

Η ευρύτερη εκστρατεία κατά των ναρκωτικών στο Αφγανιστάν εξελίχθηκε σε φιάσκο. Οι υπηρεσίες της Ουάσινγκτον διαφωνούσαν για το ποιος είχε την ευθύνη και ποια στρατηγική θα έπρεπε να ακολουθηθεί. Το Πεντάγωνο υποστήριζε ότι η μάχη κατά του οπίου αποσπούσε την προσοχή από τον πόλεμο εναντίον των Ταλιμπάν. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ πίεζε για ψεκασμούς με ζιζανιοκτόνα, όπως στην Κολομβία.

Η CIA, η Βρετανία και ο ίδιος ο Καρζάι αντιτάχθηκαν, φοβούμενοι ότι θα προκαλούσαν οικολογική καταστροφή και θα εξαγρίωναν τους αγρότες. Ο τότε Αμερικανός πρέσβης στην Καμπούλ, Ουίλιαμ Γουντ – γνωστός για την εμπειρία του στην Κολομβία – υποστήριζε τόσο φανατικά τους ψεκασμούς που έφτασε να προτείνει να καθίσει «με μαγιό μέσα σε μια δεξαμενή φυτοφαρμάκου για να αποδείξει ότι είναι ασφαλής», όπως θυμούνται τρεις πρώην αξιωματούχοι. Στην Καμπούλ τον αποκαλούσαν «Chemical Bill».

Ο Τζορτζ Μπους, σε τηλεδιάσκεψη με τον Καρζάι, είχε πει χαρακτηριστικά: «Είμαι υπέρ του ψεκασμού». «Όχι στο Αφγανιστάν», του απάντησε ψυχρά ο Αφγανός πρόεδρος.

Οι Αμερικανοί ήταν τόσο σίγουροι ότι τελικά θα έπαιρναν άδεια, ώστε μετέφεραν στο Αφγανιστάν ποσότητες ζιζανιοκτόνων και εξοπλισμό για επιτόπιους ψεκασμούς. Όμως, το υπουργικό συμβούλιο του Καρζάι απέρριψε οριστικά το σχέδιο τον Ιανουάριο του 2007. Καμία μεγάλη επιχείρηση ψεκασμού δεν έγινε ποτέ.

Η καλλιέργεια των σπόρων, τα μυστικά πειράματα και το τέλος του προγράμματος

Το απόρρητο σχέδιο προέβλεπε προσεκτικό επιστημονικό και επιχειρησιακό σχεδιασμό. Οι σπόροι είχαν αναπτυχθεί σε εγκατάσταση στις ΗΠΑ – διασταυρώθηκαν με ντόπιες ποικιλίες και επιλέχθηκαν ώστε τα φυτά τους να περιέχουν σχεδόν μηδενικές ποσότητες μορφίνης. Η διαδικασία, σύμφωνα με όσα είπαν πρώην αξιωματούχοι, χρειάστηκε χρόνια εργαστηρίων και αγροτικών δοκιμών.

Η επιτυχία βασιζόταν σε ένα απλό αλλά ριψοκίνδυνο σενάριο: οι τροποποιημένοι σπόροι να ριχθούν αργά το φθινόπωρο, την περίοδο που οι αγρότες σπέρνουν, και τα φυτά που θα φύτρωναν να επικονιαστούν με τις εγχώριες ποικιλίες – έτσι ώστε, με τον καιρό, η «αδύναμη» ποικιλία να γίνει κυρίαρχη και η συνολική ποιότητα της σοδιάς να εξασθενήσει.

Οι αμερικανικές πηγές τονίζουν ότι οι αμερικανικοί σπόροι ήταν προσεκτικά σχεδιασμένοι: φύτρωναν νωρίς, έβγαζαν εντυπωσιακά κόκκινα άνθη – χαρακτηριστικό που μπορούσε να κάνει τους αγρότες να τους προτιμήσουν – και παρήγαγαν σπόρο που οι αγρότες ενδέχεται να κρατούσαν ή να πουλούσαν στις τοπικές αγορές, βοηθώντας έτσι τη διάδοσή τους.

Οι επιχειρήσεις επαναλήφθηκαν σε επιλεγμένες περιοχές για αρκετά έτη, με στόχο να εδραιωθεί η νέα ποικιλία. Η πρόοδος αξιολογούνταν με ποικίλους τρόπους: αναλύσεις δορυφορικών εικόνων, αεροφωτογραφίες που έδειχναν αγρότες να ξεριζώνουν μη παραγωγικά φυτά, υποκλοπές ηλεκτρονικών συνομιλιών ανάμεσα σε καλλιεργητές και περιστασιακούς επί τόπου ελέγχους με Αμερικανούς αξιωματούχους που παρουσιαζόντουσαν ως σύμβουλοι ή τεχνικοί αγροτικής ανάπτυξης.

Το πρόγραμμα πέρασε στην εποχή Ομπάμα, συζητήθηκε σε συνεδριάσεις της Επιτροπής Αναπληρωτών (Deputies Committee) του Λευκού Οίκου και συνέχισε, αλλά πάντα με υψηλό οικονομικό κόστος. Οι πόροι του Κέντρου Εγκλήματος και Ναρκωτικών της CIA απορροφούσαν μεγάλο μέρος του προϋπολογισμού και όταν τελικώς τα κονδύλια μειώθηκαν, το πρόγραμμα άρχισε να εξαντλείται.

Στα τελευταία του έτη, το κόστος συνέχισε να πέφτει με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ να αναλαμβάνει μόνο έξοδα καυσίμων και συντήρησης αεροπλάνων, χωρίς όμως να διεξάγει νέες ρίψεις. Τελικά, η «σπορά» σταμάτησε το 2015.

Παρά τις επίσημες εκθέσεις, παρέμεναν αντιφατικές οι ενδείξεις για την αποτελεσματικότητα. Κάποιοι πρώην αξιωματούχοι έλεγαν ότι υπήρξε προσωρινό όφελος – μείωση της ισχύος του οπίου σε συγκεκριμένες περιοχές – αλλά άλλοι διαφωνούσαν, υποστηρίζοντας ότι δεν υπήρξε ουσιαστική, μόνιμη επίδραση στην εθνική παραγωγή.

Την ίδια ώρα, στους αγροτικούς οικισμούς κυκλοφορούσαν φήμες για «ξένες παρεμβάσεις» – ψεκασμοί, νοθεία λιπασμάτων ή «μάγια» που καταστρέφουν τη σοδειά. Αυτές οι υποψίες, που για χρόνια θεωρούνταν απλώς θρύλοι, απέκτησαν πλέον βάση -κάποια μέρη όντως είχαν δεχτεί την αερομεταφορά ξένων σπόρων.

Η τελική αποτίμηση, η απαγόρευση των Ταλιμπάν και η επιστροφή της παπαρούνας

Η επιχείρηση της CIA συνεχίστηκε διακριτικά μέχρι την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν το 2021. Παρά τις διαφωνίες, τα κονδύλια και τις τεχνικές επιτυχίες, η συνολική εκστρατεία κατά των ναρκωτικών απέτυχε παταγωδώς.

Σύμφωνα με την αμερικανική υπηρεσία επιθεώρησης SIGAR (Special Inspector General for Afghanistan Reconstruction),«κανένα πρόγραμμα καταπολέμησης των ναρκωτικών που υλοποιήθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τους συμμάχους τους ή την αφγανική κυβέρνηση δεν οδήγησε σε διαρκή μείωση της καλλιέργειας παπαρούνας ή της παραγωγής οπίου».

Από το 2001 έως το 2021, οι Ηνωμένες Πολιτείες δαπάνησαν σχεδόν 9 δισεκατομμύρια δολάρια για να περιορίσουν τη ροή της ηρωίνης που ξεκινούσε από το Αφγανιστάν. Η παραγωγή όντως μειώθηκε μεταξύ 2007 και 2011, αλλά ακολούθησε νέα άνοδος και ραγδαία αύξηση μετά το 2016.

Οι Ταλιμπάν, που πολεμούσαν παράλληλα τον αμερικανικό στρατό, χρηματοδοτούσαν μεγάλο μέρος των επιχειρήσεών τους μέσω της διακίνησης ηρωίνης – κάτι που δημιούργησε βαθιές ρωγμές μέσα στην αμερικανική διοίκηση για το πόσο ουσιώδη ρόλο έπαιζε το όπιο στα οικονομικά των ανταρτών.

Ο «πόλεμος των ψεκασμών»

Η Ουάσινγκτον έχει δαπανήσει δεκαετίες σε επιχειρήσεις εναντίον των ναρκωτικών διεθνώς, με συλλήψεις, εξαρθρώσεις κυκλωμάτων, εκδόσεις βαρόνων και στρατιωτικές αποστολές. Ο Ντόναλντ Τραμπ θεωρεί τη διακίνηση ναρκωτικών απειλή ισάξια με την τρομοκρατία και έχει εξουσιοδοτήσει στρατιωτικά πλήγματα κατά υπόπτων πλοίων στη θάλασσα – επιχειρήσεις που πολλοί ειδικοί χαρακτηρίζουν νομικά «μετέωρες».

Οι ΗΠΑ έχουν δοκιμάσει διάφορες τακτικές για φυτά που παράγουν ναρκωτικά: στην Κολομβία χρηματοδότησαν μαζικούς ψεκασμούς με φυτοφάρμακα σε φυτείες κόκας, στο Περού δοκίμασαν πειραματικά κάψουλες με μυκοτοξίνες, αλλά το σχέδιο εγκαταλείφθηκε.

Στο Αφγανιστάν, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ήθελε να εφαρμόσει την ίδια συνταγή. Η CIA και το Πεντάγωνο όμως αντιστάθηκαν, επισημαίνοντας ότι η χρήση χημικών θα έπληττε τους αγρότες και θα δηλητηρίαζε τα υπόγεια ύδατα. Η κυβέρνηση Μπους ήταν τόσο βέβαιη ότι θα κερδίσει τη συναίνεση του Καρζάι, που είχε ήδη μεταφέρει εξοπλισμό ψεκασμού στην Καμπούλ. Όταν όμως το αφγανικό υπουργικό συμβούλιο απέρριψε το σχέδιο το 2007, οι ψεκασμοί εγκαταλείφθηκαν οριστικά.

Οι σπόροι ως «όπλο»

Έτσι, το πρόγραμμα της CIA ήταν η εναλλακτική λύση. Μια μέθοδος «χωρίς όπλα», χωρίς στρατιωτική εμπλοκή – ένα παράδειγμα, όπως είπε πρώην Αμερικανός αξιωματούχος, «έξυπνης αλλά εξαιρετικά ακριβής δημιουργικότητας». Για ένα διάστημα, το σχέδιο έδειξε να λειτουργεί: ορισμένες εκτάσεις παρήγαν ασθενέστερο όπιο και οι αγρότες παραπονέθηκαν για απώλεια απόδοσης. Όμως, με την πάροδο του χρόνου, η επίδραση εξασθένησε.

Η έλλειψη επαρκούς χρηματοδότησης, η πολυπλοκότητα της εφαρμογής και η γενική αστάθεια στο Αφγανιστάν οδήγησαν το πρόγραμμα στο τέλος του. Όταν οι ΗΠΑ αποχώρησαν οριστικά το 2021, η παραγωγή οπίου εξακολουθούσε να αποτελεί έως και 14% του αφγανικού ΑΕΠ – δηλαδή από 1,8 έως 2,7 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, σύμφωνα με το Γραφείο του ΟΗΕ για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα.

Μετά την αποχώρηση – η απαγόρευση και η επιστροφή

Μετά την ανάκτηση της εξουσίας, οι Ταλιμπάν ανακοίνωσαν πλήρη απαγόρευση της καλλιέργειας παπαρούνας. Μέχρι το 2023, η παραγωγή μειώθηκε κατά 95%, σύμφωνα με τον ΟΗΕ. Όμως, ήδη μέσα στο 2024, οι καλλιέργειες αυξήθηκαν ξανά κατά 19%, μετακινούμενες προς τις βορειοανατολικές περιοχές της χώρας – μακριά από τις πεδιάδες της Χελμάντ, εκεί όπου η CIA είχε πραγματοποιήσει τις ρίψεις των «τροποιημένων σπόρων».

Η «επιχείρηση των σπόρων» παραμένει ένα από τα πιο παράξενα και αμφιλεγόμενα κεφάλαια του πολέμου στο Αφγανιστάν – μια αποστολή που προσπάθησε να αλλάξει το DNA ενός ολόκληρου πολέμου και μάλιστα όχι με συμβατικά όπλα.

Όπως είπε ένας πρώην ανώτερος αξιωματούχος των ΗΠΑ: «Ήταν μια έξυπνη ιδέα, έξω από τα συνηθισμένα. Μπορεί να μην κέρδισε τον πόλεμο, αλλά έδειξε ότι ακόμη και στη βαρβαρότητα του Αφγανιστάν, η Αμερική πειραματιζόταν με τρόπους που κανείς δεν θα φανταζόταν».

protothema.gr