Συνολικά 81 μέτρα περιλαμβάνει η Στρατηγική για τη Βιοποικιλότητα στην Κύπρο, η οποία θα έχει διάρκεια 10 χρόνια (2020-2030) με το ενδεικτικό συνολικό κόστος εφαρμογής τους την επόμενη δεκαετία να ανέρχεται στα €25.085.000. Το προσχέδιο της Στρατηγικής και Σχεδίου Δράσης για τη Βιοποικιλότητα στην Κύπρο έχει ετοιμαστεί από το Τμήμα Περιβάλλοντος και έχει τεθεί σε δημόσια διαβούλευση. Τη Δευτέρα 2/12/2019 θα παρουσιαστούν δημόσια και οι εισηγήσεις που θα προκύψουν από τη δημόσια διαβούλευση, θα ληφθούν υπόψη στην τελική διαμόρφωση του προσχεδίου της Στρατηγικής και Σχεδίου Δράση για τη Βιοποικιλότητα στην Κύπρο, το οποίο στη συνέχεια θα σταλεί στο Υπουργικό Συμβούλιο για έγκριση.
Τον Ιανουάριο του 2020 αναμένεται να συνταχθεί το πρώτο Ετήσιο Πρόγραμμα Προτεραιοτήτων, που θα περιλαμβάνει τα μέτρα που θα εφαρμοστούν εντός του έτους. Στο πλαίσιο του Ετήσιου Προγράμματος Προτεραιοτήτων θα καθορίζεται το κόστος, η πηγή χρηματοδότησης, καθώς και ο αρμόδιος φορέας υλοποίησης του κάθε μέτρου.
Στο προσχέδιο περιλαμβάνεται πίνακας του οποίου η υλοποίηση αναμένεται να ξεκινήσει μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια (Α’ Φάση), καθώς και τα μέτρα των οποίων η υλοποίηση αναμένεται να ξεκινήσει τη δεύτερη πενταετή περίοδο (Β’ Φάση) εφαρμογής της Στρατηγικής. Εκτιμάται ότι κατά την Α’ φάση της Στρατηγικής θα αρχίσει η εφαρμογή 38 μέτρων, ενώ κατά τη Β’ φάση θα αρχίσει η εφαρμογή των υπόλοιπων 43 μέτρων.
Σημειώνεται ότι εφτά μέτρα θα υλοποιηθούν στο πλαίσιο του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης, το κόστος των οποίων δεν περιλαμβάνεται στο πιο πάνω ποσό, ενώ για 33 μέτρα το ενδεικτικό κόστος των οποίων ανέρχεται στα €11.925.000, προγραμματίζεται ήδη η χρηματοδότησή τους από το πρόγραμμα LIFE και τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία.
Η Στρατηγική για τη Βιοποικιλότητα της Κύπρου θα αποτελέσει την κινητήρια δύναμη για την ενσωμάτωση των στόχων διατήρησης της βιοποικιλότητας στις κύριες τομεακές πολιτικές του κράτους για την αποτελεσματική ανάσχεση της απώλειας της βιοποικιλότητας στο νησί. Το όραμα που διέπει τη Στρατηγική μέχρι το 2050 είναι η ανάσχεση της υποβάθμισης και η αποκατάσταση των οικοσυστημάτων και των υπηρεσιών τους, η διατήρηση των ειδών και οικοτόπων της Κύπρου σε ευνοϊκό καθεστώς διατήρησης, η αειφορική χρήση της βιοποικιλότητας και ο ίσος και δίκαιος καταμερισμός των οφελών που προκύπτουν από τη χρήση των γενετικών πόρων, διασφαλίζοντας έτσι την ευημερία της κοινωνίας και ένα βιώσιμο μέλλον.
Γενικός στόχος της Στρατηγικής είναι η ανάσχεση της απώλειας βιοποικιλότητας και η διατήρηση και προστασία των οικοσυστημάτων (ειδών και οικοτόπων) της Κύπρου σε καλή κατάσταση, η αειφορική χρήση των συνιστωσών της, ο δίκαιος και ισότιμος καταμερισμός των οφελών που προκύπτουν από τη χρήση των γενετικών πόρων, καθώς και η κινητοποίηση πόρων και βελτίωση της υφιστάμενης γνώσης και η ευαισθητοποίηση και εμπλοκή των ενδιαφερόμενων φορέων στις λήψεις αποφάσεων. Η επίτευξη αυτού του στόχου προϋποθέτει την ενσωμάτωση των στόχων διατήρησης της βιοποικιλότητας σε όλες τις κύριες τομεακές πολιτικές του κράτους (π.χ., χωροταξικός σχεδιασμός, παραγωγή ενέργειας, ανάπτυξη δημόσιων υποδομών, γεωργία και αλιεία, καθώς και τουρισμός), τη βελτίωση και ανάπτυξη δομών για την αειφορική χρήση της βιοποικιλότητας, την προστασία, διατήρηση και αποκατάσταση των οικοσυστημάτων και αποτίμηση των υπηρεσιών που προσφέρουν, καθώς και την ανάπτυξη ενός συνεκτικού και αποτελεσματικού δικτύου προστατευόμενων περιοχών.
Η Στρατηγική για τη Βιοποικιλότητα στην Κύπρο θα λειτουργεί σε συνέργεια με την Εθνική Στρατηγική για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή και με την επικείμενη υιοθέτηση της Εθνικής Στρατηγικής και του Σχεδίου Μέτρων για την Καταπολέμηση της Απερήμωσης, θα αποτελέσουν τη βάση μιας ευρύτερης, ολοκληρωμένης πολιτικής για την προστασία της φύσης και του εδάφους, καθώς και για την επίτευξη των στόχων της Ατζέντας 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη ούτως ώστε να διασφαλισθεί ένα βιώσιμο μέλλον.
ΟΙ 13 ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ
1. Βελτίωση διαθέσιμης γνώσης για σκοπούς διατήρησης της βιοποικιλότητας.
2. Διατήρηση και αποκατάσταση βιοποικιλότητας.
3. Αποτίμηση, προβολή και διατήρηση οικοσυστημικών υπηρεσιών.
4. Αποδοτική διαχείριση προστατευόμενων περιοχών.
5. Αειφόρος χρήση βιολογικών και φυσικών πόρων.
6. Διατήρηση γενετικών πόρων και ισότιμος καταμερισμός των οφελών τους.
7. Βελτίωση διακυβέρνησης σε σχέση με τη διατήρηση της βιοποικιλότητας.
8. Οικοδόμηση δυναμικού για διατήρηση βιοποικιλότητας.
9. Ενσωμάτωση στόχων διατήρησης βιοποικιλότητας στις κύριες τομεακές πολιτικές.
10. Αντιμετώπιση επιπτώσεων κλιματικής αλλαγής στη βιοποικιλότητα.
11. Πρόληψη και αντιμετώπιση των επιπτώσεων στη βιοποικιλότητα από τα χωροκατακτητικά ξένα είδη.
12. Ενίσχυση της ευαισθητοποίησης και συμμετοχής της κοινωνίας στη διατήρηση της βιοποικιλότητας.
13. Κινητοποίηση πόρων για διατήρηση βιοποικιλότητας.
Πιέσεις και απειλές για οικοτόπους και άγρια ζωή
Οι παράγοντες που οδηγούν στην απώλεια βιοποικιλότητας στην Κύπρο σχετίζονται κυρίως με πιέσεις για αστική και τουριστική ανάπτυξη και των σχετικών υποδομών, ραγδαία ανάπτυξη του οδικού δικτύου, αλλαγή στη χρήση γης, ρύπανση, όχληση, υποβάθμιση και κατακερματισμός των οικοσυστημάτων, απερήμωση, πυρκαγιές, κλιματική αλλαγή, εξάπλωση χωροκατακτητικών/ εισβλητικών ξένων ειδών, γεωργική και κτηνοτροφική δραστηριότητα και υπερεκμετάλλευση των βιολογικών πόρων.
Οι πιέσεις για οικοδομική ανάπτυξη, ανάπτυξη υποδομών και η αλλαγή στη χρήση γης αποτελούν την κυριότερη απειλή για τη βιοποικιλότητα και την άγρια ζωή στην Κύπρο και προκύπτουν από: 1) Αστική, Παραθεριστική και Τουριστική Ανάπτυξη και απουσία ολοκληρωμένης χωροταξικής πολιτικής, 2) Επέκταση Οδικού Δικτύου, 3) Εξορυκτικές Δραστηριότητες, 4) Ανάπτυξη Θαλάσσιων Έργων και Ναυτιλιακή Δραστηριότητα (π.χ. μαρίνες και οικιστική ανάπτυξη, κυματοθραύστες) και 5) Χωροθέτηση Έργων σε φυσικές και αγροτικές περιοχές.
Η υπερεκμετάλλευση των βιολογικών πόρων μπορεί να προκύψει από την υπερσυλλογή, υπερθήρευση ή υπεραλίευση κάποιων ειδών. Η υπερσυλλογή αποτελεί έναν από τους παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά διάφορα ιθαγενή taxa της χλωρίδας της Κύπρου, ενώ τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί η ανεξέλεγκτη συλλογή μανιταριών, η οποία γίνεται με ανορθόδοξα και επιζήμια (για τους οικότοπους) μέσα.
Η λαθροθηρία μπορεί να σχετίζεται είτε με τη θήρευση ειδών πέραν από τα επιτρεπόμενα (θήρευση μεγαλύτερου αριθμού από το επιτρεπόμενο – quota), με τη θανάτωση προστατευόμενων ειδών ή ακόμα και με την εξάσκηση παράνομων μεθόδων θήρευσης/ παγίδευσης (δίκτυα, μιμητικές συσκευές, ξόβεργα, παγίδες κ.λπ.). Στην Κύπρο εφαρμόζονται σειρά μέτρων για τον έλεγχο της κυνηγετικής δραστηριότητας και τη διασφάλιση της βιώσιμης κάρπωσης, όπως η δημιουργία απαγορευμένων περιοχών κυνηγίου (περίπου το 35% της έκτασης όπου εξασκεί έλεγχο η Δημοκρατία αποτελεί απαγορευμένη περιοχή κυνηγίου), ο περιορισμός στην περίοδο κυνηγίου, καθώς και στον αριθμό των επιτρεπόμενων εξορμήσεων, ο έλεγχος στην εφαρμογή του νόμου, καθώς και η υιοθέτηση πολύ αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών.
Η υπεραλίευση αποτελεί επίσης σημαντικό πρόβλημα για την Κύπρο αφού, σύμφωνα με μελέτες που υλοποιούνται στη θαλάσσια περιοχή του νησιού από το Τμήμα Αλιείας και Θαλασσίων Ερευνών (ΤΑΘΕ), τα κύρια βενθικά αλιευτικά αποθέματα του νησιού υπεραλιεύονται.