Το Κεντρικό Αρχείο Πληροφοριών (ΚΑΠ) αποτελεί μηχανογραφημένο σύστημα που τηρείται από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου και περιέχει πληροφορίες για άτομα ή νομικά πρόσωπα που σχετίζονται με ακάλυπτες επιταγές, με σκοπό τη διασφάλιση της αξιοπιστίας του συστήματος πληρωμών και την ενημέρωση των τραπεζικών ιδρυμάτων για τη συμπεριφορά των πελατών τους.

Ένα πρόσωπο μπορεί να καταχωριστεί στο ΚΑΠ όταν εκδίδει επιταγή η οποία επιστρέφεται απλήρωτη λόγω ανεπαρκούς υπολοίπου στον λογαριασμό του. Η εγγραφή πραγματοποιείται όταν πληρούνται συγκεκριμένα κριτήρια, σύμφωνα με τις Οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας προς τα τραπεζικά ιδρύματα, όπως η μη πληρωμή πέραν των τριών ακάλυπτων επιταγών, ή μία επιταγή μεγάλης αξίας, ή επανάληψη της συμπεριφοράς εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος.

Ποιος κάνει την αναφορά

Η σχετική οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας Κ.Δ.Π. 67/2024 τέθηκε σε εφαρμογή την 1.03.2024 και ρυθμίζει τη λειτουργία του ΚΑΠ, αντικαθιστώντας προηγούμενες οδηγίες. Την αναφορά για εγγραφή στο ΚΑΠ την υποβάλλει εμπορική τράπεζα στην οποία τηρείται ο λογαριασμός από τον οποίο εκδόθηκε η ακάλυπτη επιταγή. Η τράπεζα έχει υποχρέωση βάσει Οδηγιών της Κεντρικής Τράπεζας, να εφοδιάσει την τελευταία με τα στοιχεία του λογαριασμού, το όνομα του εκδότη της επιταγής, τα στοιχεία των προσώπων που, κατά την άποψη της τράπεζας, ασκούν έλεγχο στον λογαριασμό, όπως διευθυντές ή υπογράφοντες. Η τράπεζα δεν λαμβάνει η ίδια την απόφαση εγγραφής στο ΚΑΠ.

Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου είναι η μοναδικά αρμόδια Αρχή για την καταχώριση ενός προσώπου στο ΚΑΠ. Αυτή αξιολογεί τα στοιχεία που της διαβιβάζονται από την εμπορική τράπεζα και προβαίνει στην τελική απόφαση εγγραφής. Υπεύθυνη για την επανεξέταση αιτημάτων αφαίρεσης είναι η Διαχειριστική Επιτροπή του ΚΑΠ, που λειτουργεί εντός της Κεντρικής Τράπεζας.

Συνέπειες της εγγραφής στο ΚΑΠ

Η εγγραφή στο ΚΑΠ έχει σημαντικές τραπεζικές και εμπορικές συνέπειες, όπως η παγιοποίηση όλων των λογαριασμών του προσώπου, προσωπικών και επαγγελματικών, η αδυναμία έκδοσης νέων επιταγών, η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του, τα εμπόδια που προκύπτουν σε νέες τραπεζικές σχέσεις του και το πλήγμα στη φήμη και αξιοπιστία του, ειδικά αν πρόκειται για επαγγελματία ή επιχειρηματία.

Η διαγραφή από το ΚΑΠ μπορεί να ζητηθεί κατόπιν αίτησης του ενδιαφερομένου, όταν υποβάλει αίτηση για αφαίρεσή του. Προϋπόθεση είναι να αποδείξει ότι δεν είχε ευθύνη για την έκδοση των επιταγών ή ότι έχουν εκκαθαριστεί οι οφειλές του ή έχει λήξει η περίοδος καταχώρησης βάσει των οδηγιών.

Η αίτηση εξετάζεται από τη Διαχειριστική Επιτροπή του ΚΑΠ, που ζητά συμπληρωματικά στοιχεία από την τράπεζα πριν αποφανθεί. Σε περιπτώσεις λανθασμένης καταχώρισης, η Διαχειριστική Επιτροπή μπορεί να διαγράψει πρόσωπο από το ΚΑΠ αυτεπάγγελτα.

Απόφαση Ανώτατου Δικαστηρίου

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση που εξέδωσε στην Π.Ε.221/2015, ημερ. 18.07.2025, παρέχει χρήσιμη καθοδήγηση για το ρόλο των τραπεζών και της Κεντρικής Τράπεζας αναφορικά με το ΚΑΠ. Προκύπτουν ως βασικά σημεία της απόφασης ότι η Κεντρική Τράπεζα είναι αποκλειστικά υπεύθυνη για την εγγραφή προσώπου στο ΚΑΠ. Η εμπορική τράπεζα παρέχει πληροφορίες και δεν αποφασίζει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τράπεζα αντιμετώπιζε αγωγή για δυσφήμηση ή λίβελλο, λόγω καταχώρησης διευθυντή εταιρείας, επειδή η εταιρεία εξέδωσε ακάλυπτες επιταγές.

Αποφασίστηκε ότι, η τράπεζα με το να παράσχει τις πληροφορίες στην Κεντρική Τράπεζα, ενήργησε νόμιμα, αφού διαβίβασε στοιχεία για το πρόσωπο που επίσημα εμφανιζόταν ως διευθυντής και συνυπογράφων επιταγές. Το Δικαστήριο τόνισε ότι τα τραπεζικά ιδρύματα δεν μπορούν να παραβλέπουν επίσημα έγγραφα, όπως είναι το μητρώο του Εφόρου Εταιρειών ή πρακτικά ΔΣ. Η καταχώριση στο ΚΑΠ δεν συνιστά αυτομάτως δυσφήμιση ή λίβελλο, εφόσον η τράπεζα έχει βασιστεί σε νόμιμα και τεκμηριωμένα στοιχεία. Εάν ο καταγγέλλων δεν έχει φροντίσει να ενημερώσει εγκαίρως τα μητρώα ότι αποχώρησε από την εταιρεία, φέρει και ο ίδιος ευθύνη για την παραπλανητική εικόνα που διαπιστώθηκε.

Η απόφαση καταδεικνύει πόσο σημαντική είναι η έγκαιρη και ορθή καταχώρηση εταιρικών αλλαγών που αφορούν τη διεύθυνση, τη μετοχική δομή και το δικαίωμα υπογραφής, ώστε να αποτρέπεται η εσφαλμένη εγγραφή στο ΚΑΠ.

Συμπέρασμα

Η διαδικασία καταχώρισης στο ΚΑΠ είναι σαφώς θεσμικά καθορισμένη. Η εμπορική τράπεζα παρέχει πληροφορίες, ενώ η Κεντρική Τράπεζα αποφασίζει. Το πρόσωπο που καταχωρίζεται υφίσταται ουσιαστικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες, αλλά δύναται να αιτηθεί διαγραφή, εφόσον αποδείξει την αδυναμία ή μη ευθύνη του. Η πρόσφατη απόφαση επιβεβαιώνει ότι η τήρηση των διαδικασιών και των επίσημων στοιχείων είναι ουσιώδης για τη νομική ασφάλεια και δεν τεκμαίρει δυσφήμιση.

*Δικηγόρος στη Λάρνακα