Μεγάλη συζήτηση έχει ξεκινήσει με αφορμή τις τοποθετήσεις του Γενικού Ελεγκτή, Ανδρέα Παπακωνσταντίνου, σχετικά με την ανάθεση της σύμβασης για τις πρώτες ηλεκτρονικές ταυτότητες στην JCC.

Το ζήτημα που προκύπτει είναι ότι ο Υφυπουργός Έρευνας είχε διατελέσει στο παρελθόν Γενικός Διευθυντής της εταιρείας, με τον Ανδρέα Παπακωνσταντίνου να αφήνει αιχμές για τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, μια διαδικασία ωστόσο που είχε ξεκινήσει πριν τον διορισμό του Νικόδημου Δαμιανού στη θέση του Υφυπουργού και η οποία είχε ήδη κατοχυρωθεί νομοθετικά το 2021.

Να σημειωθεί πως δεν είναι η πρώτη φορά που Υφυπουργός ή άλλος αξιωματούχος προέρχεται από τον ιδιωτικό τομέα και αναλαμβάνει χαρτοφυλάκιο με άμεση σχέση προς τα προηγούμενα του καθήκοντα ή ακόμη και τις επαγγελματικές του δραστηριότητες. Παράλληλα, με αφορμή την παρούσα υπόθεση, ανακύπτουν και άλλα ερωτήματα, ακόμη και σε σχέση με ζητήματα δημόσιας ασφάλειας.

Για να γίνει πιο κατανοητό, υπενθυμίζεται ότι το 2020 η Κυπριακή Δημοκρατία αποφάσισε να θέσει συγκεκριμένο πλαίσιο, το οποίο ψηφίστηκε σε νομοθεσία το 2021, δηλαδή πολύ πριν τον διορισμό του κ. Δαμιανού. Το πλαίσιο προνοούσε ότι οποιαδήποτε εταιρεία μπορούσε να προσφέρει την υπηρεσία έκδοσης ηλεκτρονικής ταυτότητας, εφόσον πληρούσε ορισμένα κριτήρια, όπως η διατήρηση γραφείων στην Κυπριακή Δημοκρατία.

Με βάση το πλαίσιο αυτό, που είχε ψηφιστεί το 2021, έγινε η απευθείας ανάθεση στην JCC το 2024, καθώς ήταν η μοναδική εταιρεία που πληρούσε τα κριτήρια και εκδήλωσε ενδιαφέρον να αδειοδοτηθεί.

Σημαντική παράμετρος ήταν, και παραμένει, το ότι, για λόγους ασφαλείας, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν επιθυμεί τα προσωπικά δεδομένα των πολιτών της να τυγχάνουν διαχείρισης από εταιρείες εκτός Κύπρου. Αυτός είναι και ο λόγος που απαιτήθηκε οι αδειοδοτημένες εταιρείες να έχουν τη βάση τους στην Κύπρο.

«Έτσι είναι η νομοθεσία»

Όπως σχολίασαν νομικοί κύκλοι στον «Φ», με βάση τα μέχρι στιγμής δεδομένα δεν φαίνεται να προκύπτει κάτι που να παραπέμπει στο ότι ο Νικόδημος Δαμιανού χρησιμοποίησε τη θέση του ως Υφυπουργός για να ευνοηθεί η πρώην εταιρεία που τον εργοδοτούσε.

Αντίθετα, όπως τόνισαν, το Υφυπουργείο Έρευνας απλώς εφάρμοσε τη νομοθεσία που είχε θεσπιστεί πριν από τον διορισμό του. Αν υπάρχει πρόβλημα με το ότι οι εταιρείες που παρέχουν τέτοιες εξειδικευμένες υπηρεσίες είναι περιορισμένες στην Κύπρο, είναι ένα ζήτημα, άλλο όμως είναι να κατηγορείται οποιοσδήποτε για εξυπηρέτηση συμφερόντων, σημείωσαν.

Χαρακτηριστικά ανέφεραν ότι η συγκεκριμένη εταιρεία κατείχε για πολλά χρόνια δεσπόζουσα θέση στην κυπριακή αγορά, όχι λόγω πολιτικών σκοπιμοτήτων ή ενεργειών τρίτων, αλλά απλούστατα επειδή δεν υπήρχε άλλη εταιρεία που να ενδιαφερθεί και να επενδύσει σε τέτοιου είδους δραστηριότητες. Ουσιαστικά, όπως εξήγησαν, το Υφυπουργείο ακολούθησε τη νομοθεσία.

Από την άλλη, όσον αφορά τις διαδικασίες, η Ελεγκτική Υπηρεσία υποστηρίζει ότι το Υφυπουργείο όφειλε να προχωρήσει με εκούσια προκήρυξη και να δώσει προθεσμία για υποβολή ενστάσεων.

Ωστόσο, όπως σημειώνουν γνώστες του αντικειμένου, το νομοθετικό πλαίσιο είχε καθοριστεί ήδη από το 2021 και κατά την κατακύρωση της σύμβασης το 2024 είχε μεσολαβήσει επαρκής χρόνος ώστε οι εταιρείες να εκδηλώσουν ενδιαφέρον και να αδειοδοτηθούν με βάση τις πρόνοιες.

Τόνισαν, δε, ότι αμφιβάλλουν κατά πόσο μια εκούσια προκήρυξη θα μπορούσε να φέρει διαφορετικά αποτελέσματα, ακριβώς λόγω της μεγάλης χρονικής απόστασης ανάμεσα στην αρχική απόφαση (2020) και στην κατακύρωση της σύμβασης (2024), επεξηγώντας πως υπήρχε αρκετός χρόνος, για εταιρείες που ήθελαν να εμπλακούν στη διαδικασία, να το πράξουν.