Για να τερματίσει τη στασιμότητα η ΕΕ πρέπει να δημιουργήσει τις συνθήκες που θα διασφαλίσουν ταυτόχρονη αύξηση της παραγωγικότητας και αύξηση της συμμετοχής στην εργασία
Η οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) υστερεί ολοένα και περισσότερο σε σχέση με τους βασικούς παγκόσμιους ανταγωνιστές.
Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, το χάσμα στο κατά κεφαλή ΑΕΠ μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ έχει διευρυνθεί σημαντικά, από 68% του επιπέδου των ΗΠΑ το 1995 σε μόλις 50% το 2024. Στο διάστημα αυτό, άλλες χώρες έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο.
Για παράδειγμα, το κατά κεφαλή ΑΕΠ της Κίνας αυξήθηκε από μόλις 2,1% του επιπέδου των ΗΠΑ το 1995 σε 15,5% το 2024, υπογραμμίζοντας μια δραματική μετατόπιση στη δυναμική της παγκόσμιας οικονομίας.
Αυτή η στασιμότητα στην ΕΕ οφείλεται στη χαμηλή παραγωγικότητα που προκαλείται από διάφορους παράγοντες, που εμποδίζουν τις επενδύσεις και την εμπορεύσιμη καινοτομία: υψηλό κόστος ενέργειας, υπερβολική ρύθμιση, έλλειψη δεξιοτήτων και εργατικού δυναμικού, ανεπαρκής πρόσβαση σε κεφάλαια κ.λπ.
Πολλές από τις οικονομικές αδυναμίες της Ευρώπης δεν είναι καινούργιες. Η έκθεση Draghi, η οποία εξετάζει την εξέλιξη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, δείχνει μια συνεχή επιδείνωση. Η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ευρώπη ήταν περίπου στο ίδιο επίπεδο με τις ΗΠΑ το 1995, αλλά η ΕΕ αντιμετώπιζε χαμηλότερη συμμετοχή στην εργασία.
Τα επόμενα χρόνια, η Ευρώπη κατάφερε να αυξήσει τη συμμετοχή στην εργασία, αλλά καταγράφηκε οπισθοδρόμηση στην αύξηση της παραγωγικότητας. Για να τερματίσει τη στασιμότητα η ΕΕ πρέπει να δημιουργήσει τις συνθήκες που θα διασφαλίσουν ταυτόχρονη αύξηση της παραγωγικότητας και αύξηση της συμμετοχής στην εργασία.
Φθίνουσα ελκυστικότητα
Υπάρχει επίσης αυξανόμενη ανησυχία για τη φθίνουσα ελκυστικότητα της ΕΕ ως επενδυτικού προορισμού με το κανονιστικό περιβάλλον να αναγνωρίζεται ως η κύρια πρόκληση για τις επενδύσεις στην ΕΕ.
Κατά συνέπεια θα πρέπει να προωθηθούν μέτρα με σκοπό:
– Τη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για επενδύσεις και δημιουργία θέσεων εργασίας με τη μείωση των κανονιστικών βαρών.
– Τη διασφάλιση ευκολότερης πρόσβασης στη χρηματοδότηση, ιδίως για τις ΜΜΕ.
– Την εξάλειψη των εμποδίων εντός της Ενιαίας Αγοράς.
– Τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των δημόσιων δαπανών καθιστώντας τα προγράμματα της ΕΕ πιο προσβάσιμα και διαφανή και ανακατανέμοντας πόρους από λιγότερο αποτελεσματικές πρωτοβουλίες σε εκείνες με μεγαλύτερο αντίκτυπο.
Πιεστικές προκλήσεις
Οι πιο πιεστικές προκλήσεις της αγοράς εργασίας συνοψίζονται στα πιο κάτω κεφάλαια:
– Αντιμετώπιση των ελλείψεων εργατικού δυναμικού και δεξιοτήτων σε ένα πλαίσιο δημογραφικής γήρανσης:
Ο πληθυσμός της ΕΕ σε εργάσιμη ηλικία μειώθηκε κατά 3,5 εκατομμύρια μεταξύ 2015 και 2020. Αναμένεται να συρρικνωθεί περαιτέρω τα επόμενα χρόνια και δεκαετίες, με την απώλεια επιπλέον 35 εκατομμυρίων ατόμων έως το 2050.
Τα δημογραφικά εμπόδια είναι ιδιαίτερα έντονα στην Ανατολική Ευρώπη, όπου ο πληθυσμός σε εργάσιμη ηλικία έχει συρρικνωθεί κατά 12% από το 2002. Οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν δυσκολίες πρόσληψης που εμποδίζουν την ανάπτυξή τους. Ταυτόχρονα, η ανεργία και το σχετικά υψηλό ποσοστό αεργίας εξακολουθούν να υπάρχουν σε ολόκληρη την ΕΕ.
Επιπλέον, όταν οι ελλείψεις μειώνονται και επιστρέφουν στα επίπεδα πριν από την κρίση Covid, όπως συμβαίνει με τη βιομηχανία, αυτό συμβαίνει για τους λάθος λόγους: μείωση της δραστηριότητας και όχι αύξηση του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού. Η επανειδίκευση, η αναβάθμιση των δεξιοτήτων και η μείωση της χαλάρωσης στην αγορά εργασίας είναι κρίσιμα μέτρα για την αντιμετώπιση των ελλείψεων εργατικού δυναμικού και δεξιοτήτων, αλλά η νόμιμη μετανάστευση είναι επίσης μέρος της απάντησης.
Όλες αυτές οι πτυχές είναι ιδιαίτερα σημαντικές για τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις (ΜΜΕ), οι οποίες πρέπει να υποστηριχθούν επαρκώς για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της αγοράς εργασίας.
– Αύξηση του ποσοστού συμμετοχής των ενηλίκων στην κατάρτιση:
Μια ανησυχητική τάση είναι η χαμηλή συμμετοχή των ενηλίκων στη μάθηση (περίπου 40% των ατόμων ηλικίας 25-64 ετών το 2022), η οποία εξακολουθεί να είναι πολύ κάτω από τον στόχο της ΕΕ για τουλάχιστον 60% έως το 2030.
Επιπλέον, ο ψηφιακός μετασχηματισμός αυξάνει τη σημασία της αντιμετώπισης του προβλήματος του χάσματος δεξιοτήτων και του αντίκτυπού του στην ικανότητα καινοτομίας της Ευρώπης. Ο νέος σημαντικός τομέας των βασικών δεξιοτήτων είναι οι ψηφιακές δεξιότητες που, μαζί με τις δεξιότητες STEM, αποτελούν τη βάση για την περαιτέρω επαγγελματική ανάπτυξη/αναβάθμιση δεξιοτήτων.
Οι δεξιότητες είναι κρίσιμες, όχι μόνο για την αποτελεσματική μετάβαση από θέση εργασίας σε θέση εργασίας, αλλά και για την καινοτομία. Η καινοτομία, με τη σειρά της, είναι κρίσιμη για τη βελτίωση της παραγωγικότητας, η οποία με τη σειρά της ενισχύει την ικανότητα δημιουργίας θέσεων εργασίας καλής ποιότητας.
Υπάρχει κοινή ευθύνη εργοδοτών, εργαζομένων και δημόσιων αρχών για την κατάρτιση. Οι κοινωνικοί εταίροι πρέπει να συμμετέχουν στην πολιτική εκπαίδευσης και κατάρτισης για να διασφαλίσουν ότι η μορφή και το περιεχόμενο της κατάρτισης εξοπλίζουν τα άτομα με τις σχετικές δεξιότητες.
– Η αναδιάρθρωση και οι διαρθρωτικές αλλαγές στις επιχειρήσεις έχουν επιταχυνθεί με τη διττή πράσινη και ψηφιακή μετάβαση:
Οι νέες τεχνολογίες και τα υλικά μετασχηματίζουν τα μοντέλα παραγωγής, τις διαδικασίες εργασίας, τα επαγγέλματα και τις εκτελούμενες εργασίες. Αλλάζουν τις απαιτήσεις δεξιοτήτων. Σύμφωνα με ευρωπαϊκές έρευνες, οι τομείς με τον μεγαλύτερο καταγεγραμμένο αριθμό θέσεων εργασίας που χάθηκαν το 2024 είναι η μεταποίηση, οι μεταφορές/αποθήκευση και το λιανικό εμπόριο.
Ο δρόμος για νέες ευκαιρίες
Αυτές οι αλλαγές ανοίγουν, επίσης, τον δρόμο για νέες ευκαιρίες.
– Οι εργαζόμενοι που βιώνουν αλλαγές στο προφίλ δεξιοτήτων τους πρέπει να έχουν πρόσβαση σε αποτελεσματική και έγκαιρη αναβάθμιση και επανεκπαίδευση.
– Οι εργοδότες πρέπει επίσης να συνοδεύονται σε αυτές τις αλλαγές, για παράδειγμα μέσω της πρόσβασης στα κονδύλια της ΕΕ, για τη χρηματοδότηση της απαραίτητης επαγγελματικής κατάρτισης/επανεκπαίδευσης, ώστε να αντιμετωπιστεί η ανάγκη για αναβάθμιση δεξιοτήτων και επανεκπαίδευση.
– Οι εργοδότες θα πρέπει επίσης να μπορούν να επωφελούνται από τα διαθέσιμα κονδύλια της ΕΕ που προορίζονται για την υποστήριξη των κρατών μελών, τα οποία έχουν την κύρια ευθύνη να διασφαλίσουν την προσβασιμότητα και να χρηματοδοτήσουν συστήματα συνεχιζόμενης εκπαίδευσης και κατάρτισης, ώστε να αντιμετωπιστεί η ανάγκη για αναβάθμιση δεξιοτήτων και επανεκπαίδευση.
Για αντιμετώπιση των προκλήσεων σε εθνικό επίπεδο, η Ομοσπονδία Εργοδοτών και Βιομηχάνων (ΟΕΒ) προωθεί σε όλα τα επίπεδα και ανάμεσα σε άλλα, την συνέχιση των μεταρρυθμίσεων στον τομέα των ενεργητικών πολιτικών για την αγορά εργασίας και των κινήτρων εργασίας, την υποστήριξη της κινητικότητας του εργατικού δυναμικού, τόσο εντός της ΕΕ όσο και από τρίτες χώρες, την αύξηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας όλων όσων μπορούν να εργαστούν και τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων στον τομέα της εκπαίδευσης ενηλίκων, συμπεριλαμβανομένης της υποστήριξης των εργοδοτών στις προσπάθειές τους για κατάρτιση.
* Βοηθός Γενική Διευθύντρια (ΟΕΒ)