Το τελευταίο χρονικό διάστημα, ως αποτέλεσμα της παρατεταμένης συζήτησης που προηγήθηκε για το ζήτημα της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (ΑΤΑ), αρκετά έχουν γραφτεί και ειπωθεί στο πλαίσιο της συνδιαβούλευσης των κοινωνικών εταίρων.
Ένα από τα κύρια επιχειρήματα της πλευράς των εργοδοτών ήταν ότι ο μηχανισμός καταβολής της ΑΤΑ στην Κύπρο ευνοεί τους υψηλόμισθους εργαζόμενους και διευρύνει τις εισοδηματικές ανισότητες.
Ως συνδικαλιστικό κίνημα, υποστηρίξαμε και υποστηρίζουμε πως ο σκοπός της ΑΤΑ δεν είναι να ασκεί πολιτική αναδιανομής εισοδήματος, ούτε ασφαλώς να μειώνει τις εισοδηματικές ανισότητες. Αντιθέτως, όπως σωστά τόνιζε και τονίζει το συνδικαλιστικό κίνημα, σκοπός και λογική πίσω από την πλήρη επαναφορά στην απόδοση της ΑΤΑ είναι η αποκατάσταση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων λόγω πληθωριστικών πιέσεων και ότι η πιο αποτελεσματική μέθοδος για έλεγχο και περιορισμό των εισοδηματικών ανισοτήτων είναι μέσω της φορολογίας του εισοδήματος.
Ωστόσο, για χάρη συζήτησης, εάν ακόμα υιοθετήσουμε το αφήγημα της εργοδοτικής πλευράς ότι ο τρόπος καταβολής της ΑΤΑ στην Κύπρο διευρύνει τις εισοδηματικές ανισότητες, είναι καλά η άποψη αυτή να τεκμηριώνεται μέσα από την παροχή αξιόπιστων στοιχείων και δεδομένων και όχι μέσα από σκόρπιες και θεωρητικές προσεγγίσεις. Ευτυχώς, ο κόσμος εξελίσσεται, η παροχή και συλλογή δεδομένων και στοιχείων έχει διεθνοποιηθεί και επομένως όσοι θέλουν να τεκμηριώνουν το τι αναφέρουν έχουν την ευχέρεια να το πράττουν.
Περνώντας στο αρχικό επιχείρημα, ότι δηλαδή η ΑΤΑ διευρύνει τις εισοδηματικές ανισότητες, η παγκόσμια βάση δεδομένων για τις ανισότητες (World Inequality Database), η οποία χρησιμοποιείται από ερευνητές για μελέτες και διεθνείς δημοσιεύσεις και οι οποίοι ασχολήθηκαν εις βάθος, συστηματικά και διαχρονικά με τις ανισότητες (ανάμεσα τους ο σπουδαίος οικονομολόγος στη Σχολή Οικονομικών του Παρισιού και στη Σχολή Οικονομικών του Λονδίνου Τόμας Πικέτι και ο καταξιωμένος οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, Άντονι Άτκινσον) παρουσιάζει μια εντελώς διαφορετική εικόνα των όσων προβάλλει η εργοδοτική πλευρά και οι θιασώτες της στην περίπτωση της Κύπρου.
Με βάση τα δεδομένα της συγκεκριμένης βάσης, στην Κύπρο το πλουσιότερο 10% «κατείχε» στο τέλος του 2023 το 20.6% του εθνικού εισοδήματος (μετά από οποιαδήποτε φορολόγηση) και η πορεία αυτή είναι καθοδική. Σημειώνεται πως στο τέλος του 2013 το πλουσιότερο 10% στην Κύπρο «κατείχε» το 31.6% του εθνικού εισοδήματος. Να σημειωθεί επίσης πως το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρώπη στο τέλος του 2023 ήταν γύρω στο 36%. Την ίδια καθοδική πορεία στην περίπτωση της Κύπρου έχει και ο συντελεστής Gini, τον οποίο χρησιμοποιεί η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία για μέτρηση των εισοδηματικών ανισοτήτων.
Οι εισοδηματικές ανισότητες μειώνονται μέσω φορολογικής πολιτικής και κοινωνικών μεταβιβάσεων. Επομένως, εδώ είναι που πρέπει να στοχεύσει το κράτος, αφού σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Κομισιόν (Ιούνιος 2025), η εισοδηματική ανισότητα, μετρημένη στη βάση του συντελεστή Gini μετά τη φορολόγηση και τις κοινωνικές μεταβιβάσεις στην Κύπρο στο τέλος του 2023 μειώθηκε κατά 4.5 μονάδες ενώ η μέση επίδραση σε ευρωπαϊκό επίπεδο ήταν στο 7.7. Αυτό οφείλεται αφενός στη λιγότερο προοδευτική φορολόγηση του εισοδήματος στην Κύπρο σε σχέση με άλλα κράτη της ΕΕ και αφετέρου στις περιορισμένες κοινωνικές δαπάνες. Για παράδειγμα είμαστε τελευταίοι ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ σε σχέση με τις δαπάνες σε ότι αφορά οικογένεια και τέκνα ως προς το ΑΕΠ.
Η ΑΤΑ ενδεχομένως να επιδεινώνει τις εισοδηματικές ανισότητες στην παρουσία πολύ υψηλών πληθωριστικών πιέσεων, όπως υπήρξε το 2022, με τον πληθωρισμό να ανέρχεται στο 8.7%. Από τη βάση δεδομένων World Inequality Database προκύπτει ότι όντως μεταξύ 2021 και 2022 η εισοδηματική ανισότητα αυξήθηκε ελαφρώς, από 20% το 2021 σε 20.7% το 2022.
Ωστόσο, όπως έχω αναφέρει και στο παρελθόν, δεν μπορεί κανένας να παίρνει την εξαίρεση για να χαράσσει πολιτική (εκτός και εάν εξυπηρετεί άλλα συμφέροντα). Οι πολιτικές χαράσσονται στη βάση αναλύσεων και διαχρονικών δεδομένων εισάγοντας παράλληλα ασφαλιστικές δικλείδες. Επομένως, το πλαφόν του 4% πληθωρισμού που τέθηκε ως ανώτατο όριο για απόδοση της ΑΤΑ στο 100% αποτελεί έναν ασφαλή μηχανισμό, που δεν εγκυμονεί κινδύνους διεύρυνσης των εισοδηματικών ανισοτήτων (να σημειωθεί πως από το 2008 μέχρι και το 2024 μόλις δυο χρονιές ο πληθωρισμός ήταν πάνω από 4%).
Η πρόταση για το αφορολόγητο
Ακριβώς, επειδή η ΣΕΚ αναγνωρίζει ότι για τη μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων τον πιο σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η φορολογία εισοδήματος και όχι η ΑΤΑ και επειδή μέσω των προτεινόμενων νομοσχεδίων για τη φορολογική μεταρρύθμιση έχουν δοθεί πολύ γενναιόδωρες φοροελαφρύνσεις σε μέτοχους και ιδιοκτήτες εταιρειών, όπως είναι η μείωση της έκτακτης εισφοράς για την άμυνα επί των μερισμάτων από 17% σε 5% και η κατάργηση της λογιζόμενης διανομής μερισμάτων, με ορατό τον κίνδυνο ανατροπής των κοινωνικών και εργασιακών ισορροπιών, η ΣΕΚ τεκμηριωμένα πρότεινε την αύξηση του αφορολόγητου στις 22.000 ευρώ. Να σημειώσουμε ότι μεταξύ του 2008 (έτος κατά το οποίο η χώρα μας εισήλθε στο ευρώ) και του 2024, ο πληθωρισμός στη βάση του δείκτη τιμών καταναλωτή αυξήθηκε κατά 22.51%. Δηλαδή, οι 19.500 ευρώ αφορολόγητο το 2008 αντιστοιχούσαν στο τέλος του 2024 σε περίπου 24.000 ευρώ (κατ’ ακρίβεια 23.890 ευρώ). Ωστόσο, για να μην ανατραπούν οι οποιοιδήποτε δημοσιονομικοί σχεδιασμοί, η ΣΕΚ πρότεινε το αφορολόγητο να ανέλθει στις 22.000 ευρώ και να υπάρξουν προσεκτικές αυξήσεις σε φοροελαφρύνσεις που αφορούν τον αριθμό των εξαρτώμενων τέκνων και της ύπαρξης εξυπηρετούμενου δανείου για πρώτη κατοικία ή ενοίκιο με στόχο την ουσιαστική ενίσχυση της μεσαίας τάξης.
Ο κίνδυνος αύξησης της εισοδηματικής ανισότητας σε καμία περίπτωση δεν πηγάζει από την πρόσφατη συμφωνία για την ΑΤΑ αλλά από ετεροβαρείς αποφάσεις που λαμβάνονται συχνά από τις κυβερνήσεις, εις βάρος των εργαζομένων (και εν τη απουσία τους), προς όφελος επιχειρήσεων και των ιδιοκτητών τους.
Ο επόμενος στόχος της Κυβέρνησης θα πρέπει να είναι η στήριξη των χαμηλόμισθων εργαζομένων, οι οποίοι μένουν εκτός φορολογικής μεταρρύθμισης, μέσω ουσιαστικής ενίσχυσης της επιδοματικής πολιτικής και των κοινωνικών παροχών.
Την ίδια ώρα, η προσπάθεια του συνδικαλιστικού κινήματος επικεντρώνεται αυτή την στιγμή στην άνοδο του κατώτατου μισθού και διασύνδεση του με την ωριαία απόδοση, συμπεριλαμβανομένης και της ΑΤΑ, πολιτικές οι οποίες θα βοηθήσουν πρωτίστως τους εργαζόμενους στις χαμηλότερες εισοδηματικές.
* Υπεύθυνος Τμήμα Οικονομικών Μελετών ΣΕΚ