Τον περασμένο Μάρτιο, η Ευρωπαϊκή Ένωση εξήγγειλε την πρωτοβουλία για μια  Ευρωπαϊκή Ένωση Επενδύσεων, η οποία στοχεύει στη δημιουργία μιας  ενιαίας κεφαλαιαγοράς και στη  διευκόλυνση της  κινητικότητας των επενδυτικών κεφαλαίων.

Πιο συγκεκριμένα, η πρωτοβουλία όπως αναφέρεται αποσκοπεί «στο να μετατρέψει την τεράστια αποταμιευτική ρευστότητα των Ευρωπαίων πολιτών σε παραγωγικές επενδύσεις, ενισχύοντας παράλληλα την ανταγωνιστικότητα και οικονομική ανάπτυξη της ΕΕ». Στο πλαίσιο αυτό, επιδιώκεται η ενθάρρυνση ιδιωτών επενδυτών να χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις στην ενέργεια, στην άμυνα και την τεχνολογία που χρειάζεται η Ευρώπη για να γεφυρώσει το χάσμα παραγωγικότητας με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα.

Σύμφωνα με την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ηΈνωση Αποταμιεύσεων και Επενδύσεωνκαι η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεωναποτελούν  δύο βασικούς τομείς δράσης για την κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων στο πλαίσιο του σχεδίου ReArm Europe που φιλοδοξεί να εξασφαλίσει τη στρατηγική αυτονομία και ασφάλεια της Ευρώπης. Επί της ουσίας,η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν δηλώνει ρητά ότι τα χρήματα των πολιτών ή οι αποταμιεύσεις θα επενδυθούν απευθείας στο ReArm ωστόσο, αρκετά σημεία δείχνουν μια λειτουργική ή έμμεση διασύνδεση.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση Επενδύσεων και το πρόγραμμα ReArm Europe, για το οποίο προβλέπονται 800 δισεκατομμύρια ευρώ για την αγορά εξοπλισμών, φαίνεται να είναι συνδεδεμένες πολιτικές: η Ευρωπαϊκή Ένωση Επενδύσεων αποτελεί το χρηματοδοτικό/επενδυτικό “εργαλείο”, μέσω του οποίου η Ε.Ε. επιχειρεί να κατευθύνει αποταμιεύσεις και ιδιωτικά κεφάλαια προς στρατηγικούς τομείς με την  άμυνα να αποτελεί ένα από αυτούς.

Στο πλαίσιο αυτό, στόχος είναι η κινητοποίηση αδρανών κεφαλαίων όπως ονομάζονται οι καταθέσεις των Ευρωπαίων πολιτών, τα αποθεματικά ιδιωτικών ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών ταμείων και η διοχέτευση τους στην στρατιωτική και πολεμική βιομηχανία. Θα επιχειρήσουν δηλαδή να διοχετεύσουν αυτά τα κεφάλαια προς την οικονομία πολέμου με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Από την άλλη πλευρά, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ), μέχρι πρόσφατα, δεν μπορούσε να χρηματοδοτεί έργα που σχετίζονταν με όπλα, πυρομαχικά ή στρατιωτικές υποδομές. Επέτρεπε μόνο χρηματοδότηση για έργα “διπλής χρήσης”, δηλαδή έργα που μπορούσαν να έχουν και πολιτική (πολιτών) και στρατιωτική χρήση, αρκεί τουλάχιστον το 50% να ήταν πολιτικής χρήσης.

Μετά από συνάντηση του Συμβουλίου στις 6 Μαρτίου 2025, και την έγκριση των προτάσεων της προέδρου Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΤΕπ αποφάσισε:

  • Να διευρύνει τα είδη των αμυντικών έργων που μπορούν να χρηματοδοτηθούν, ώστε να είναι όσο το δυνατόν λιγότερα τα έργα που εξαιρούνται.
  • Πλέον μπορούν να χρηματοδοτούνται έργα που είναι αποκλειστικά στρατιωτικής χρήσης, όπως στρατώνες, συστήματα drones,ραντάρ, υποδομές για στρατιωτικές μεταφορές

Η σύζευξη των δύο αυτών πρωτοβουλιών δεν είναι τυχαία. Αντιθέτως, φανερώνει την πολιτική επιλογή της ΕΕ να στρέψει το οικονομικό της οικοδόμημα στην υπηρεσία της άμυνας – και κατ’ επέκταση να αυξήσει τον στρατιωτικό χαρακτήρα της ΕΕ σε βάρος άλλων αναγκών. Οι ενέργειες αυτές ξεκάθαρα δείχνουν ότι, παρά την επίκληση της ανάγκης για ενδυνάμωση της ευρωπαϊκής ασφάλειας, πρόκειται για μια σαφή μετατόπιση πόρων από τις κοινωνικές ανάγκες προς τον στρατιωτικό τομέα. Η αύξηση της αμυντικής χρηματοδότησης γίνεται εις βάρος της κοινωνικής πολιτικής και  άρα λιγότερα κονδύλια για κοινωνικά προγράμματα, συνοχή, εργασιακά δικαιώματα.

Σε μια περίοδο που σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 21% του πληθυσμού της ΕΕ (περίπου 93,3 εκ. άτομα) ήταν το 2024 σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού,  η ΕΕ  αντί να επενδύσει σε πολιτικές που θα βελτίωναν τις συνθήκες διαβίωσης των πολιτών,  επιλέγει τον δρόμο του μιλιταρισμού  και των  εξοπλισμών, που στην ουσία εξυπηρετούν τα συμφέροντα της πολεμικής  βιομηχανίας  που έχει  ως μοναδική επιδίωξη το κέρδος.

Η αύξηση των αμυντικών δαπανών από την ΕΕ σε βάρος των κοινωνικών και περιβαλλοντικών αναγκών εντείνει ακόμη περισσότερο τις ανισότητες σε βάρος τη συνοχής  και τη σταθερότητας  των κοινωνιών. Η πραγματική ασφάλεια δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω μιας ατέρμονης κούρσας εξοπλισμών, αλλά μέσα από τη διεθνή συνεργασία.

Οι ευρωπαϊκές  κοινωνίες χρειάζονται ειρήνη, κοινωνική πρόοδο και πολιτικές που θα προωθούν την ευημερία  και όχι περισσότερους πολέμους που θα απειλούν το μέλλον της ανθρωπότητας.

* Επικεφαλής Γραφείου Διεθνών Σχέσεων ΠΕΟ