Θετικά βήματα έχουν γίνει στην Κύπρο σε σχέση με την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, όπως αναφέρεται στην πολυαναμενόμενη έκθεση της Επιτροπής Moneyval του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Η έκθεση καταγράφει πέντε σημαντικές θετικές εξελίξεις, ωστόσο υπάρχουν άλλα εννέα θέματα για τα οποία μπορούν να γίνουν ακόμη περισσότερα και καταγράφονται ως παρατηρήσεις. Η έκθεση 280 σελίδων αναλύει το επίπεδο συμμόρφωσης με τις 40 συστάσεις της Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης (FATF), το επίπεδο αποτελεσματικότητας του κυπριακού συστήματος για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και παρέχει συστάσεις για το πώς το σύστημα θα μπορούσε να ενισχυθεί.
Σύμφωνα με την έκθεση υπάρχουν πέντε σημεία τα οποία λειτουργούν επαρκώς. Πρώτον, η Κύπρος κατανοεί τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες / χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και έχει ληφθεί αριθμός μέτρων για την αποτελεσματική αντιμετώπιση ορισμένων από τους κύριους κινδύνους.
Δεύτερον, υπάρχει ένα καλό επίπεδο εγχώριας συνεργασίας και συντονισμού μεταξύ των αρμόδιων Αρχών τόσο σε θέματα πολιτικής όσο και σε επιχειρησιακό επίπεδο.
Τρίτον, ο τραπεζικός τομέας έχει γίνει πιο αποτελεσματικός στον μετριασμό των κινδύνων. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις όλο και πιο υγιείς εποπτικές πρακτικές της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου.
Τέταρτον, η Μονάδα Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών μπορεί να υποστηρίξει τις επιχειρησιακές ανάγκες των αρμόδιων Αρχών μέσω των λειτουργιών ανάλυσης και διάδοσης πληροφοριών.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Moneyval: Λάβετε μέτρα για το ξέπλυμα
Πέμπτον, η Κύπρος έχει αναπτύξει μηχανισμούς οι οποίοι είναι ικανοί να παρέχουν εποικοδομητική και έγκαιρη βοήθεια σε άλλες χώρες τόσο σε επίσημη όσο και σε ανεπίσημη βάση.
Οι τεχνοκράτες της Moneyval εντοπίζουν όμως και αδυναμίες που εμποδίζουν την πλήρη συμμόρφωση της Κύπρου.
Πρώτον, οι αρμόδιες Αρχές δεν λαμβάνουν ακόμη επαρκή μέτρα για την καταπολέμηση ξεπλύματος χρήματος το οποίο προέκυψε από εγκληματικές δραστηριότητες στο εξωτερικό. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη απειλή για την κυπριακό χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Δεύτερον, οι αρμόδιες Αρχές δεν είχαν πολύ ενεργό ρόλο στη δέσμευση και κατάσχεση εσόδων που προήλθαν από εγκληματικές ενέργειες στο εξωτερικό, αν και έχουν συμβάλει σημαντικά στην προσπάθεια αυτή βοηθώντας άλλες χώρες.
Τρίτον, η Κύπρος δεν έχει προβεί σε επίσημη αξιολόγηση των κινδύνων που δημιουργούνται από νομικά πρόσωπα. Αυτό έχει μειώσει την ικανότητα των Αρχών να εφαρμόσουν πιο στοχοθετημένα μέτρα για να εξασφαλίσουν τη διαφάνεια των νομικών προσώπων. Τέταρτον, υπάρχουν αδυναμίες στην εφαρμογή των προληπτικών μέτρων στον τομέα των εμπιστευμάτων και της παροχής επαγγελματικών υπηρεσιών στο σύνολό τους. Αυτό έχει σημαντικές επιπτώσεις στη διαθεσιμότητα πληροφοριών για την πραγματική κυριότητα των συγκεκριμένων νομικών προσώπων και στην αναφορά τυχόν ύποπτων συναλλαγών.
Πέμπτον, παρόλο που η Κύπρος έκανε σημαντικά βήματα για την εφαρμογή μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης στον τομέα των εμπιστευμάτων και της παροχής επαγγελματικών υπηρεσιών, εντούτοις υπάρχουν ορισμένα σημεία που απαιτούν σημαντική βελτίωση.
Έκτον, ο κίνδυνος στον τομέα των ακινήτων έχει αυξηθεί από τότε που υπάρχει η επιλογή του επενδυτικού οχήματος για απόκτηση ιθαγένειας στο πλαίσιο του Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος. Οι κίνδυνοι δεν έχουν μετριαστεί σωστά και το εποπτικό πλαίσιο του τομέα παρουσιάζει σημαντικές αδυναμίες.
Έβδομον, δεν έχουν αξιολογηθεί οι κίνδυνοι που σχετίζονται με το Κυπριακό Πρόγραμμα Επενδύσεων συνολικά.
Όγδοον, οι φορείς παροχής διοικητικών υπηρεσιών δεν επέδειξαν ενιαίο επίπεδο κατανόησης για τους κινδύνους που συνεπάγεται η παραβίαση στοχευμένων χρηματοοικονομικών κυρώσεων. Δεδομένης της θέσης της Κύπρου ως διεθνούς χρηματοπιστωτικού κέντρου, το γεγονός ότι οι πάροχοι υπηρεσιών, που λειτουργούν ως φύλακες, μπορεί να μην είναι σε θέση να αναγνωρίσουν περιπτώσεις φυσικών και νομικών προσώπων που θέλουν να αποκρύψουν την πραγματική τους ταυτότητα πίσω από πολύπλοκες δομές για να αποφύγουν κυρώσεις, αποτελεί σημαντική αδυναμία.
Το ένατο σημείο αναφέρεται στους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, για τους οποίους η εφαρμογή προσέγγισης με βάση τον κίνδυνο βρίσκεται ακόμα σε πολύ αρχικό στάδιο.