Η Ολλανδία, μια χώρα 18 εκατομμυρίων κατοίκων, έχει συνηθίσει να υπερτερεί σε επίπεδο ισχύος χάρη σε παγκόσμιες εταιρείες τεχνολογίας όπως η ASML Holding NV αλλά και στην οικονομική δύναμη του Άμστερνταμ. Πρόσφατα όμως πυροβολεί τα…πόδια της, όπως έδειξε η θεατρινίστικη απόφαση του ακροδεξιού ηγέτη Γκερτ Βίλντερς να δώσει ο ίδιος τέλος στον συνασπισμό του, λόγω αποτυχίας να συναινέσει στο σχέδιό του για τον περιορισμό της μετανάστευσης.
Ο Βίλντερς παρουσιάζει την προσπάθειά του για προσφυγή σε νέες κάλπες ως απαραίτητη για το καλό της χώρας, η οποία κατά την άποψή του θέλει την “αυστηρότερη πολιτική ασύλου που υπήρξε ποτέ”. Αλλά αυτό φέρνει περισσότερο σε μακιαβελικό ατομικό συμφέρον παρά στον ανθρωπισμό του Ολλανδού φιλοσόφου Έρασμου. Τα ποσοστά του Βίλντερς στις δημοσκοπήσεις πέφτουν και τα σκίτσα που απεικονίζουν τον πολιτικό με την πλούσια κόμη ως ξανθιά κότα, υποδηλώνουν ότι επιλέγει τον εύκολο δρόμο αντί για το δύσκολο μονοπάτι του συμβιβασμού. Ο συνασπισμός του ήταν ο πιο δεξιός στην ιστορία της χώρας, αλλά είχε ελάχιστα να επιδείξει μετά από μόλις ένα χρόνο θητείας.

Ο συνασπισμός φαινόταν από την αρχή ασήμαντος, ένα μείγμα αντιφατικών προσωπικοτήτων και ιδεών, καθώς κόμματα όπως το κεντροδεξιό VVD, του οποίου ηγείτο κάποτε ο Μαρκ Ρούτε, προσπάθησαν να συνεργαστούν με τον ευρωσκεπτικιστή Βίλντερς. Οι αποτυχημένες προσπάθειες συμβιβασμού και μια πιο ζοφερή γεωπολιτική εικόνα εμπόδισαν την πρόοδο σε τομείς όπως η μετανάστευση, η πράσινη μετάβαση – κρίσιμη για τον υπερμεγέθη αγροτικό τομέα – και η έλλειψη κατοικιών: Ενώ υπάρχουν σχέδια για την κατασκευή 100.000 κατοικιών ετησίως για να καλυφθεί ένα έλλειμμα 400.000 κατοικιών, η ING Groep NV αναμένει ότι φέτος θα ολοκληρωθούν περίπου 73.000 νεόδμητες κατοικίες. Και όλα αυτά καθώς ο ιδεολογικός σύμμαχος του Βίλντερς, ο Ντόναλντ Τραμπ, δεν υποχωρεί στους δασμούς που θέλει να επιβάλει στην Ευρώπη, με την ING να προβλέπει ότι η ολλανδική οικονομική ανάπτυξη θα υποχωρήσει κάτω από το 1% το 2026, από περίπου 2% φέτος.
Το όνειρο του Βίλντερς για ένα κύμα υποστήριξης που θα τον οδηγήσει στην πλειοψηφία είναι απίθανο να αποδώσει και το ρεύμα μπορεί να ευνοήσει αντιθέτως αντιπάλους όπως ο πρώην Ευρωπαίος επίτροπος και ηγετικό στέλεχος της κεντροαριστεράς Φρανς Τίμερμαν, αν η γεωπολιτική υπερτερεί της μετανάστευσης. Αλλά ο Βίλντερς θα εξακολουθήσει πιθανότατα να είναι μια ισχυρή δύναμη και οι μήνες αστάθειας που θα ακολουθήσουν δεν αποτελούν καλή εξέλιξη – ιδίως όταν πρόκειται για μια χώρα που δαπανά σημαντικά στο ΝΑΤΟ και είναι ιδρυτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι Ευρωπαίοι προσπαθούν να προωθήσουν μια αύξηση των αμυντικών δαπανών και περισσότερη υποστήριξη για την Ουκρανία: Ο Ρούτε, επί του παρόντος επικεφαλής του ΝΑΤΟ, προσπαθεί να οικοδομήσει μια συναίνεση γύρω από τις αμυντικές δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ – κάτι που σημαίνει δεκάδες δισεκατομμύρια περισσότερα ετησίως για μια χώρα όπως η Ολλανδία. Η ολλανδική τάση προς τη λιτότητα και την καχυποψία απέναντι στα μεγάλα σχέδια της ΕΕ είναι όμως πολύ σκληρή για να πεθάνει: Νωρίτερα φέτος, το ολλανδικό κοινοβούλιο απέρριψε το αμυντικό σχέδιο της ΕΕ ύψους πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ σε μια μη δεσμευτική ψηφοφορία.
Οι χρηματοπιστωτικές αγορές και οι επενδυτές το αντιμετωπίζουν με καλό μάτι. Οι ολλανδικές επιχειρήσεις έχουν συνηθίσει την πολιτική αβεβαιότητα και τις διαμάχες εντός του συνασπισμού: Το χάος στη Χάγη την Τρίτη ήταν διαμετρικά αντίθετο με την ατμόσφαιρα φούσκας που επικρατούσε στο Άμστερνταμ, όπου κορυφαίο συνέδριο fintech φάνηκε να ενδιαφέρεται περισσότερο για τη στάση του Τραμπ σχετικά με τα κρυπτονομίσματα παρά για το τι εκτυλίσσεται μόλις 40 μίλια μακριά. Και εταιρείες όπως η ASML αποτελούν ισχυρό lobby, όπως φάνηκε από την κυβερνητική δέσμευση του Μαρτίου 2024 να δαπανήσει 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ στην περιοχή όπου εδρεύει η εταιρεία για να σταματήσει τη μετατόπιση των επενδύσεών της στο εξωτερικό.
Παρόλα αυτά, η μακροπρόθεσμη εικόνα είναι όλο και πιο αβέβαιη για μια χώρα που χάνει τη φήμη της για κοινωνική ανοχή και οικονομική αφθονία. Ο όρος “ολλανδική ασθένεια” σήμαινε μια “υπερβολική αφθονία” και επινοήθηκε μετά την ανακάλυψη του τεράστιου κοιτάσματος φυσικού αερίου Groningen τη δεκαετία του 1950. Σήμερα, το κοίτασμα είναι κλειστό, μια απόφαση που συνδέεται με τη μείωση του σεισμικού κινδύνου και της περιβαλλοντικής ζημίας που έχει καταστήσει την περιοχή γεωπολιτικά πιο αδύναμη και ενεργειακά φτωχή. Συμβολίζει πολλά άλλα σημάδια έλλειψης στην ολλανδική οικονομία, από την επιβράδυνση της ανάπτυξης έως τη γήρανση του πληθυσμού και τις κατασκευαστικές δυσχέρειες. Η ολλανδική ασθένεια του μέλλοντος δεν θα έχει σίγουρα καμία αφθονία, και ο πολιτικός απολογισμός δεν έχει ακόμη έρθει.