Την περασμένη εβδομάδα, με την αβεβαιότητα να κορυφώνεται σχετικά με το αν οι ΗΠΑ θα συμμετάσχουν στην ισραηλινή επίθεση κατά του Ιράν, ο Ιταλός υπουργός Άμυνας Γκουίντο Κροσέτο μίλησε για μια Ευρώπη της ήπιας ισχύος που έμοιαζε να έχει εγκλωβιστεί σε έναν κόσμο σκληρής ισχύος. “Μιλάμε για την Ευρώπη σαν να μετράει για κάτι”, είπε. “Η εποχή της, όμως, παρήλθε, και το λέω με λύπη”. Αυτό προλόγισε τα γεγονότα που ακολούθησαν το Σαββατοκύριακο, καθώς η τελευταία προσπάθεια της Ευρώπης για διπλωματία με την Τεχεράνη έληξε με τα αμερικανικά βομβαρδιστικά να πλήττουν ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις. 

Οι δηλώσεις του εκφράζουν μια ευρύτερη ανησυχία σχετικά με το γεωπολιτικό μέλλον της Ευρώπης, καθώς μη επανδρωμένα αεροσκάφη και πύραυλοι συνεχίζουν να σφυροκοπούν την Ουκρανία, οι εντάσεις αυξάνονται στα στενά της Ταϊβάν και η Μέση Ανατολή φλέγεται. Ναι, ο συνδυασμός του Βλαντιμίρ Πούτιν και του Ντόναλντ Τραμπ έχει βγάλει την Ευρωπαϊκή Ένωση από τον εφησυχασμό, με την προοπτική εξοπλιστικών projects αξίας 800 δισεκατομμυρίων ευρώ να στέλνει τις τιμές των μετοχών στα ύψη αναζωογονώντας τη βιομηχανική παραγωγή. Η γερμανική κατασκευάστρια όπλων Rheinmetall AG, για παράδειγμα, ξεπερνά την τεχνολογική αγαπημένη Nvidia Corp. και παίρνει τη θέση της μητρικής εταιρείας της Gucci, της Kering SA, στον δείκτη Euro Stoxx 50. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, απέχουμε πολύ από μια ευρωπαϊκή άμυνα αντάξια του ονόματός της.Unmute

Και ακόμα και αν η Ευρώπη βάζει βαθιά το χέρι στην τσέπη όσον αφορά στον στρατιωτικό προϋπολογισμό, η πολιτική βούληση δείχνει σημάδια πίεσης, όπως και οι αλυσίδες εφοδιασμού έπειτα από δεκαετίες αδράνειας. Η εξάρτηση από την ασφάλεια των ΗΠΑ και τα κινεζικά εξαρτήματα είναι βαθιά, κάνοντας την αναγκαία στρατηγική αυτονομία να φαίνεται εντελώς θεωρητική. Και ο κατακερματισμός κατά μήκος εθνικών γραμμών εμποδίζει τις οικονομίες κλίμακας: Μια νέα ανάλυση από το Ινστιτούτο Kiel και το Bruegel διαπιστώνει ότι η Ευρώπη έχει πραγματικά αυξήσει την παραγωγή βλημάτων πυροβολικού και οβιδοβόλων, ενώ η παραγωγή αρμάτων μάχης και οχημάτων πεζικού εξακολουθεί να υπολείπεται κατά πολύ της αντίστοιχης παραγωγής της Ρωσίας – θα απαιτούσε εξαπλάσια αύξηση για να την ξεπεράσει.

Η αεροπορική έκθεση του Παρισιού την περασμένη εβδομάδα φανέρωσε ορισμένα από αυτά τα ανάμεικτα μηνύματα: Καθώς τα Rafale της Dassault Aviation SA πετούσαν στους ουρανούς και η ιταλική Leonardo SpA έθεσε στο τραπέζι την ενοποίηση της βιομηχανίας, οι γκρίνιες από ορισμένους έδειξαν ότι οι σταθερές παραγγελίες παραμένουν αργές και οι κοινές πλατφόρμες στερούνται ενότητας. Η ανακοίνωση της Rheinmetall για συνεργασία με την αμερικανική Anduril, η οποία υποστηρίζεται από venture capitals, προκάλεσε επίσης αντιδράσεις σε όσους θα προτιμούσαν να δουν τις ευρωπαϊκές startups να επωφελούνται.

Χρειάζεται μια πολυεπίπεδη επανάσταση, καθώς οι ηγέτες του NATO σφραγίζουν στη Χάγη τον στόχο του 5% για τις μελλοντικές δαπάνες – με το 2% του ΑΕΠ να αποτελεί το ελάχιστο όριο. Με την Goldman Sachs να εκτιμά ότι οι δαπάνες των μελών της ευρωζώνης θα φθάσουν το 2,8% του ΑΕΠ έως το 2027, οι διαφορές σε δημοσιονομικό επίπεδο είναι ακόμη υπερβολικά εμφανείς μεταξύ των χωρών που φιλοδοξούν να ενισχύσουν τους στρατούς τους και εκείνων που μπορούν πραγματικά να το αντέξουν οικονομικά, με τη νέα θέση της Γερμανίας ως η τέταρτη χώρα με τις μεγαλύτερες στρατιωτικές δαπάνες στον κόσμο να είναι λίγο πολύ μια κατηγορία από μόνη της. Κίνητρα όπως η ρήτρα διαφυγής από τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ και η αξιοποίηση ενός νέου αμυντικού ταμείου ύψους 150 δισεκατομμυρίων ευρώ είναι μόνο η αρχή: Πρέπει να κινηθούν και άλλοι μοχλοί, από τον ισολογισμό της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων έως έναν προϋπολογισμό της ΕΕ που θα εστιάζει περισσότερο στην άμυνα. Τα συνταξιοδοτικά ταμεία θα πρέπει επίσης να συμμετάσχουν στην προσπάθεια σε μια ήπειρο που τείνει να επενδύει τις αποταμιεύσεις της στο εξωτερικό.

Και ενώ η άμυνα εμπίπτει σταθερά στην αρμοδιότητα των εθνικών κυβερνήσεων, πρέπει να γίνει μια σοβαρή προσπάθεια να καταρριφθούν τα εμπόδια για μια πραγματική ευρωπαϊκή αμυντική αγορά. Οι κοινές προμήθειες είναι χαμηλές και οι επικαλύψεις υψηλές, με 17 άρματα μάχης να προσφέρονται στην Ευρώπη έναντι ενός στις ΗΠΑ, σύμφωνα με τη συμβουλευτική εταιρεία BCG. Αντί να περιμένουμε να ξαναζήσουμε μια Γιάλτα, όπου οι ηγέτες θα συμφωνήσουν για τον τρόπο διαχωρισμού και κατανομής των ευθυνών, ισχυροί παίκτες όπως η Γαλλία θα πρέπει να δώσουν το παράδειγμα, με μεγαλύτερη στήριξη σε μια πανευρωπαϊκή συνεργασία.

Μια μεγαλύτερη ενοποίηση της βιομηχανίας μπορεί να βοηθήσει εδώ, ίσως ακολουθώντας το μοτίβο της γαλλογερμανικής κατασκευάστριας αεροσκαφών Airbus SE. Αλλά πέρα από τα Airbus, η Ευρώπη χρειάζεται περισσότερες τεχνολογικά εξειδικευμένες δικές της Anduril. Οι ΗΠΑ ξοδεύουν επί του παρόντος δέκα φορές περισσότερα από την Ευρώπη σε έρευνα και ανάπτυξη (R&D). Το μέλλον του πολέμου μπορεί να ανήκει τόσο στα μη επανδρωμένα αεροσκάφη και την τεχνητή νοημοσύνη όσο και στα βομβαρδιστικά B-52 ή τα F-16. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να προωθηθεί η συνεργασία μεταξύ άμυνας και startups, η ισχυροποίηση του ερευνητικού οικοσυστήματος και ολοκλήρωση των κεφαλαιαγορών. Δεν είναι πολύ αργά για να δώσουμε στη γηραιά ήπειρο μια ένεση ισχύος.

Απόδοση – Επιμέλεια: Λυδία Ρουμποπούλου

BloombergOpinion