Του Clive Crook

Η πολιτική σκηνή των ΗΠΑ τα τελευταία 10 χρόνια είναι απίστευτη – και συνεχίζει να γίνεται όλο και πιο περίεργη. Ένας εξαιρετικά επιτυχημένος ερασιτέχνης πολιτικός, ο οποίος έχει συμπληρώσει πλέον ένα εξάμηνο στη δεύτερη θητεία του στον Λευκό Οίκο, δεν αρκείται στο να καταγράφει νίκες και να μετράει επιτεύγματά. Αντίθετα, φαίνεται πρόθυμος να ρίξει το ταβάνι στο κεφάλι του. Την ίδια στιγμή, οι αντίπαλοί του, πολιτικοί καριέρας, όχι μόνο δεν του ζητούν να λογοδοτήσει, αλλά κάνουν ό,τι μπορούν για να τον προστατεύσουν από τα συντρίμμια που πέφτουν.

Συγχωρήστε τον μέσο ψηφοφόρο που είναι αηδιασμένος, μπερδεμένος ή και τα δύο. Αν η συστημική πολιτική αποτυχία είναι κάτι πιθανό, σίγουρα κάπως έτσι θα φαίνεται. 

Δείτε μια πρόσφατη δημοσκόπηση της Wall Street Journal. Στα θέματα υψηλού ενδιαφέροντος, οι ψηφοφόροι λένε ότι εμπιστεύονται τους Ρεπουμπλικάνους περισσότερο από τους Δημοκρατικούς — ωστόσο, ταυτόχρονα, αποδοκιμάζουν τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση Τραμπ διαχειρίζεται αυτά τα θέματα. Οι ψηφοφόροι προτιμούν τους Ρεπουμπλικάνους από τους Δημοκρατικούς στην οικονομία, τον πληθωρισμό, τη μετανάστευση, τους δασμούς, την εξωτερική πολιτική και την Ουκρανία. Ωστόσο, σε κάθε ένα από αυτά τα θέματα, υπάρχει καθαρή αποδοκιμασία για τις πρωτοβουλίες του προέδρου. Συγκεκριμένα, “το 51% λέει ότι η αλλαγή που φέρνει είναι μια μορφή χάους και δυσλειτουργίας που θα βλάψει τη χώρα. Αντίθετα, το 45% συμφωνεί με την εναλλακτική δήλωση ότι κάνει απαραίτητες και χρήσιμες αλλαγές”.

Οι επιπτώσεις και για τα δύο κόμματα μπορεί να φαίνονται ξεκάθαρες. Ο Λευκός Οίκος πρέπει να ηρεμήσει και να επιλέξει να εδραιώσει [τα κέρδη του] και να αποφύγει την περαιτέρω αντιπαράθεση και το “χάος”. Και το Δημοκρατικό Κόμμα πρέπει να εγκαταλείψει (όχι απλώς να υποβαθμίσει) τις σαφώς αντιδημοφιλείς θέσεις του και να εστιάσει στο να προβάλει μια εικόνα επάρκειας και μετριοπάθειας. Και τα δύο κόμματα κάνουν ακριβώς το αντίθετο.

Αν μου άρεσαν οι θεωρίες συνωμοσίας, θα μπορούσα να υποψιαστώ ότι το ένα κόμμα “φυτεύει” πράκτορες στο άλλο, μυστικά αφοσιωμένους στην καθοδήγηση του εχθρού στην ήττα. Θα εντυπωσιαζόμουν βαθιά από την ικανότητα αυτών των μυστικών πρακτόρων, αντί να σοκάρομαι από την εκούσια πολιτική δυσλειτουργία που παρελαύνει μπροστά μας.

Για να είμαστε δίκαιοι, το Δημοκρατικό Κόμμα, στην προσπάθεια του να στραφεί σε μια νέα κατεύθυνση αντιμετωπίζει δομικά προβλήματα: απουσία ηγεσίας και ακτιβιστές που προτιμούν να χάσουν παρά να συμβιβαστούν. Αυτό είναι δύσκολο. Η δυσλειτουργία των Ρεπουμπλικανών είναι όμως πιο αινιγματική. Έχουν έναν ηγέτη, για να το θέσω ήπια, που απολαμβάνει να κερδίζει πάνω απ’ όλα. Ωστόσο, ο Τραμπ είναι πρόθυμος να θέσει σε κίνδυνο ένα ιστορικό από φαινομενικά απίστευτες πολιτικές νίκες για ελάχιστα ανταλλάγματα ή και καθόλου.

Στη μετανάστευση, μια ξεκάθαρη πλειοψηφία συμφωνεί ότι τα σύνορα πρέπει να είναι ασφαλή, υπάρχει διαφορά μεταξύ νόμιμης και παράνομης μετανάστευσης, και ότι μερικά από τα εκατομμύρια ανθρώπων που ήρθαν στις ΗΠΑ παράνομα (ειδικά όσοι είναι ένοχοι για άλλα αδικήματα) πρέπει να σταλούν πίσω στην πατρίδα τους. Απλά υιοθετώντας αυτή τη θέση, η κυβέρνηση Τραμπ κατάφερε να νικήσει τους Δημοκρατικούς. Αλλά υπάρχει και μια ξεκάθαρη πλειοψηφία που δεν υποστηρίζει τη σύλληψη όλων αυτών των παραβατών ανεξάρτητα από τις καταστάσεις και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η νομική διαδικασία. Δεν υποστηρίζει επίσης το να γίνεται χρήση μιας βιαστικά διευρυμένης δύναμης μασκοφόρων αστυνομικών και ενός σκοτεινού δικτύου αυτοσχέδιων κέντρων κράτησης που είναι ολοφάνερα τιμωρητικά. Αυτός φαίνεται ένας καλός τρόπος για να χάσει η κυβέρνηση ένα επιχείρημα που είχε κερδίσει.

Το ίδιο ισχύει και για την οικονομική πολιτική. Όπως σκόπευε, ο Λευκός Οίκος διέλυσε με επιτυχία το μεταπολεμικό εμπορικό σύστημα και οδήγησε τις ΗΠΑ σε ένα νέο καθεστώς μεροληπτικών δασμών και ελεγχόμενου εμπορίου. Παράλληλα, το πρόσφατο “Μεγάλο και Όμορφο” νομοσχέδιο για τη φορολογία και τις δαπάνες εγκατέλειψε κάθε πρόσχημα δημοσιονομικής σύνεσης και επιτάχυνε την πορεία ενός μη βιώσιμου δημόσιου χρέους. Ωστόσο, παρά τις προειδοποιήσεις για αναπόφευκτη καταστροφή, ο S&P 500 συνεχίζει να σημειώνει ρεκόρ επικυρώνοντας φαινομενικά τον τρόπο σκέψης του Τραμπ. Έτσι, για τώρα τουλάχιστον, πρόκειται για μια ακόμη μεγάλη πολιτική νίκη.

Η πολιτική απειλή για αυτό το νέο οικονομικό καθεστώς δεν είναι οι μακροπρόθεσμες συνέπειές του – οι οποίες σε κάθε περίπτωση είναι αβέβαιες. Μεγάλες δυνάμεις βρίσκονται σε διαμάχη. Θα καταφέρει η ώθηση για ανάπτυξη και παραγωγικότητα από την καινοτομία με οδηγό την Τεχνητή Νοημοσύνη, τον περιορισμό του ρυθμιστικού πλαισίου και τις γενναιόδωρες φορολογικές ελαφρύνσεις για επενδύσεις να κερδίσει το αντίβαρο του στασιμοπληθωρισμού από τους δασμούς, την κακοσχεδιασμένη βιομηχανική πολιτική και τον παραγκωνισμό των επενδύσεων λόγω του υπερβολικού κρατικού δανεισμού; Δύσκολο να το προβλέψουμε. Αλλά η συζήτηση για αυτά τα ερωτήματα θα διαρκέσει πολύ πέρα από την τρέχουσα κυβέρνηση. Η πολιτικά σημαντική απειλή για τις οικονομικές πολιτικές του προέδρου Τραμπ είναι η βραχυπρόθεσμη διαταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές – ο κίνδυνος η Γουόλ Στριτ να σταματήσει να χειροκροτεί τον Τραμπ, να στραφεί εναντίον του και να οδηγήσει την οικονομία σε ύφεση.

Όπως και με τη μετανάστευση, και εδώ είναι σαν ο Λευκός Οίκος να έχει υπολογίσει την άσκηση οικονομικής πολιτικής ώστε να σαμποτάρει ολόκληρο το εγχείρημα. Βρείτε τρία πράγματα ικανά να προκαλέσουν βέτο στις χρηματοπιστωτικές αγορές χωρίς να προσφέρουν αντισταθμιστικά οφέλη: Τι θα λέγατε για ατελείωτη αβεβαιότητα σχετικά με τους μελλοντικούς δασμούς, ένα μεγάλο πλήγμα στην ανεξαρτησία της Federal Reserve και την υπονόμευση της εμπιστοσύνης στα επίσημα στατιστικά στοιχεία; Έγιναν και τα τρία. 

Ο Τραμπ έχει κλιμακώσει τις αδικαιολόγητες επιθέσεις του στον πρόεδρο της Fed, Τζερόμ Πάουελ (τον οποίο διόρισε το 2018), φτάνοντας στο σημείο να διατυπώσει κατηγορίες για παρατυπίες σχετικά με την ανακαίνιση των γραφείων της κεντρικής τράπεζας. Την περασμένη εβδομάδα διόρισε τον Στίβεν Μίραν, έναν βασικό παράγοντα πίσω από τις ανορθόδοξες πολιτικές του Τραμπ, σε προσωρινή θέση στο διοικητικό συμβούλιο της Fed, ενώ συνεχίζεται η αναζήτηση ενός προσώπου που θα είναι περισσότερο διατεθειμένο να συμμορφώνεται για να διαδεχθεί τον Πάουελ.

Εξυπηρετεί τους σκοπούς του Τραμπ να τοποθετήσει έναν υπηρέτη στην Fed; Όχι, δεν εξυπηρετεί. Καταρχάς, η ιδέα ότι η Fed σχεδιάζει να ανατρέψει την ευρύτερη πολιτική ατζέντα του Τραμπ είναι παράλογη. Ακόμα κι αν μια υπάκουη Fed εφαρμόσει το πολύ χαμηλότερο επιτόκιο που ο πρόεδρος θεωρεί κατάλληλο, αυτό δεν θα μειώσει απαραίτητα τα επιτόκια που τον ενδιαφέρουν – τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων, το κόστος πίστωσης και τον μακροπρόθεσμο δανεισμό. Είναι πολύ πιο πιθανό ο τερματισμός της εικόνας μιας ανεξάρτητης Fed (για να μην αναφέρουμε μια μεγάλη μείωση του επιτοκίου με τον πληθωρισμό να παραμένει πάνω από τον στόχο) να ωθήσει τα επιτόκια που καθορίζονται από την αγορά υψηλότερα. Πολιτικά, η επίθεση στην Fed είναι ρίσκο και δεν αποδίδει.

Η τοποθέτηση ενός οπαδού του στην Fed φαίνεται σχεδόν ένα λογικό βήμα σε σύγκριση με την απόλυση της επικεφαλής του Γραφείου Στατιστικών Εργασίας με προφανώς προσχηματικούς λόγους. Ο πρόεδρος κατηγόρησε την Έρικα ΜακΕντάρφερ ότι νόθευσε τα στοιχεία για την απασχόληση του Ιουλίου που δημοσιεύθηκαν την 1η Αυγούστου, επειδή έδειξαν ασυνήθιστα μεγάλες αναθεωρήσεις προς τα κάτω για τον Μάιο και τον Ιούνιο.

Είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πώς η ΜακΕντάρφερ θα μπορούσε να είχε πλαστογραφήσει τους αριθμούς ακόμα κι αν το ήθελε. Οι αναθεωρήσεις συμβαίνουν και είναι πιθανό να είναι μεγαλύτερες όταν οι τομεακές απαιτήσεις για εργατικά χέρια εμφανίζουν μεγάλες διακυμάνσεις (όπως συμβαίνει τώρα, εν μέσω των δασμών και ενώ συνεχίζονται οι συλλήψεις παράνομων εργαζόμενων) αλλά και όταν η κυβερνητική υπηρεσία δεν διαθέτει τους πόρους που χρειάζεται για να συλλέξει δεδομένα (όπως συμβαίνει τώρα, χάρη στην προσπάθεια μείωσης των κυβερνητικών υπαλλήλων). Σίγουρα, η υπηρεσία πρέπει να βελτιώσει τις μεθόδους της και να διατηρήσει τις αναθεωρήσεις όσο το δυνατόν μικρότερες – στόχοι που γίνονται ακόμα πιο δύσκολοι από την κατάργηση της ομάδας των άμισθων τεχνικών εμπειρογνωμόνων που είναι υπεύθυνοι για αυτό από την κυβέρνηση.

Για να επαναλάβω, είμαι αρκετά σίγουρος ότι ένας Δημοκρατικός σαμποτέρ δεν έχει εισχωρήσει στον Λευκό Οίκο – αλλά η πραγματική εξήγηση μου διαφεύγει. Όπως και με την επίθεση στην Fed, η απόλυση της επικεφαλής του Γραφείου Στατιστικών Εργασίας προκειμένου να τοποθετηθεί ένας δικός του άνθρωπος του οποίου η ανεξαρτησία θα αμφισβητηθεί, είναι ένα ρίσκο χωρίς καμία απόδοση. Το να καλλιεργούνται υποψίες ότι τα στοιχεία για την απασχόληση και τον πληθωρισμό ενδέχεται να χειραγωγηθούν θα οδηγήσει σε περαιτέρω αύξηση τα μακροπρόθεσμα επιτόκια. Και καθώς οι αμφιβολίες αυτές θα κερδίζουν έδαφος, τόσο θα αυξάνεται και ο κίνδυνος μιας “στιγμής Τραμπ” στις χρηματοπιστωτικές αγορές — χωρίς βραχυπρόθεσμο πολιτικό όφελος, πέρα από το να μονοπωλεί τα πρωτοσέλιδα.

Στη μετανάστευση, το εμπόριο, την Fed και την ακεραιότητα των επίσημων στατιστικών στοιχείων, ο Λευκός Οίκος φαίνεται αποφασισμένος να αφήσει στην άκρη τις επιτυχίες του και να αναλάβει ρίσκα που δεν εξυπηρετούν κανένα σκοπό. Βεβαίως, για όσο το επιτρέπουν οι χρηματοπιστωτικές αγορές, ο πρόεδρος πιθανότατα θα συνεχίσει να κερδίζει – ξέρετε, λόγω των Δημοκρατικών. Πώς μια τόσο σπουδαία χώρα κατέληξε με τέτοιους πολιτικούς, δεν μπορώ να καταλάβω. Κοιτάξτε τα έργα τους, ψηφοφόροι, και απελπιστείτε.

BloombergOpinion