Οι εξαγορές που αλλάζουν το τραπεζικό τοπίο στην κυπριακή αγορά

Ο τραπεζικός κλάδος ανέκαθεν αποτελούσε σημαντικό κομμάτι της κυπριακής οικονομίας, έχοντας ειδικό βάρος στην πορεία ανάπτυξής της. Η τελευταία δεκαετία ταρακούνησε συθέμελα το χρηματοπιστωτικό σύστημα, δημιουργώντας αμφιβολίες σε επιχειρήσεις και καταναλωτές ως προς τη μελλοντική του πορεία. Ωστόσο, αντιλαμβανόμενοι τη σημασία ενός υγιούς τραπεζικού συστήματος, έβαλαν όλοι πλάτη, στήριξαν τις τράπεζες, οι οποίες σταδιακά κατάφεραν να ανακάμψουν και να επανακτήσουν τον ρυθμιστικό και καθοριστικό τους ρόλο στην κυπριακή οικονομία.

Σήμερα ο τραπεζικός κλάδος αποτελεί πλέον έναν σημαντικό πυλώνα στο οικοδόμημα της κυπριακής οικονομίας, έχοντας μεγάλο μερίδιο στην ανάπτυξη των επιχειρήσεων, καθώς και στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων, ως βασικό κομμάτι ενός σταθερού επιχειρηματικού περιβάλλοντος και παροχής αξιόπιστων υπηρεσιών, εντός και εκτός συνόρων.

Η ομάδα EY-Parthenon Κύπρου παρουσίασε πρόσφατα τη φετινή έκδοση του Banking Bulletin για τον τραπεζικό κλάδο με στοιχεία μέχρι το τέλος του 2024. Μεταξύ άλλων, η έκθεση της ΕΥ καταγράφει τη σημασία του κλάδου στην κυπριακή οικονομία, τα σημεία-κλειδιά που διαμορφώνουν την εικόνα του, αλλά και τους παράγοντες οι οποίοι θα καθορίσουν τις παραπέρα εξελίξεις.

Ειδικό βάρος των τραπεζών

Ως γενικό συμπέρασμα, η ΕΥ σημειώνει ότι το ειδικό βάρος του τραπεζικού τομέα παραμένει σημαντικό για την κυπριακή οικονομία. Συγκεκριμένα, οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, συνεχίζουν να συνεισφέρουν ένα ποσοστό γύρω στο 10% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (GVA – Gross Value Added), υπογραμμίζοντας το ρόλο του κλάδου ως θεματοφύλακα των αποταμιεύσεων, καθώς επίσης και ως ραχοκοκαλιά της παραχώρησης δανείων.

Κερδοφορία

Πέραν αυτών, η έκθεση της ΕΥ εστιάζει στο κομμάτι της κερδοφορίας των τραπεζικών ιδρυμάτων, με την υποσημείωση ότι έχουν πετύχει αύξηση του καθαρού επιτοκίου (NIM – Net Interest Margin) από 1,6% το 2022 σε 3,2% το 2024, τροφοδοτούμενο από τις γεωπολιτικές εξελίξεις. Επωφελήθηκαν από ένα παραδοσιακό μοντέλο χρηματοδότησης, κυρίως με τοκοφόρα δάνεια, ενώ την ίδια στιγμή το κόστος καταθέσεων παρέμεινε συγκρατημένο, καθώς οι αποταμιευτές διατηρούσαν μετρητά. Ως αποτέλεσμα, είχε προκύψει ένας υγιής λόγος δανείων προς καταθέσεις. Αυτό επέτρεψε στις τράπεζες να κεφαλαιοποιήσουν τα αυξημένα spreads σε περιβάλλον υψηλών επιτοκίων.

Το NIM των τραπεζών της ΕΕ κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν σημαντικά χαμηλότερο. Τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) δείχνουν ότι το συνολικό NIM κυμαινόταν γύρω στο 1,60% τόσο στο τέταρτο τρίμηνο του 2023 όσο και στο τέταρτο τρίμηνο του 2024. Αυτή η ισχυρή απόδοση του NIM συνέβαλε άμεσα στην κερδοφορία. Η μέση Απόδοση Ιδίων Κεφαλαίων (ROE) στις κυπριακές τράπεζες έφτασε το 13,9% το 2024, με τις 5 κορυφαίες τράπεζες (BoC, HB, Eurobank, Alpha Bank και Astro Bank) να έχουν μέσο όρο κοντά στο 20%. Συγκριτικά, ο τραπεζικός τομέας της ΕΕ είχε μέσο όρο 10,5% ROE, αντανακλώντας την ανώτερη κεφαλαιακή αποδοτικότητα και ευαισθησία του κυπριακού τομέα στα επιτόκια.

Συγχωνεύσεις και εξαγορές

Όσον αφορά τις εξελίξεις που συντελούνται στον χρηματοπιστωτικό κλάδο, αυτές κρίνονται ως ιδιαίτερα σημαντικές καθώς αναδιαμορφώνουν το σκηνικό και δημιουργούν μια νέα κατάσταση στην κυπριακή αγορά. Ειδικότερα, όπως επισημαίνεται, ο κυπριακός τραπεζικός τομέας έχει εισέλθει σε μια νέα φάση ενοποίησης. Η εξαγορά της Ελληνικής Τράπεζας από την Eurobank φέρνει το συνδυασμένο μερίδιο αγοράς της στο 35,9%, ενώ η BoC παραμένει ο μεγαλύτερος δανειστής με 41,7%, σύμφωνα με στοιχεία στο τέλος του 2024. Μαζί, ελέγχουν πλέον πάνω από το 77% των συνολικών ακαθάριστων δανείων, σχηματίζοντας δύο αδιαμφισβήτητους συστημικούς πυλώνες. Ταυτόχρονα, η εξαγορά της AstroBank από την Alpha Bank σηματοδοτεί τη δημιουργία του τρίτου μεγαλύτερου τραπεζικού ιδρύματος, με συνολικό μερίδιο δανείων πάνω από 8,0%. Οι υπόλοιποι παίκτες αναμένεται να κατέχουν πλέον οριακά μερίδια στα χαμηλότερα επίπεδα της αγοράς.

Δάνεια και Κεφάλαια

Ο νέος δανεισμός στην Κύπρο αυξήθηκε στα 3,9 δισ. ευρώ το 2024, από 3,3 δισ. ευρώ το 2023, σημειώνοντας αξιοσημείωτη αύξηση 18%. Η κινητήρια δύναμη αυτής της ανάπτυξης ήταν τα επιχειρηματικά δάνεια, τα οποία αυξήθηκαν στα 2,44 δισ. ευρώ, σημειώνοντας +27% σε ετήσια βάση, ενώ ο δανεισμός προς τα νοικοκυριά ανήλθε σε 1,42 δισ. ευρώ (+5,2%). Η εμπιστοσύνη φαίνεται να επέστρεψε στο δεύτερο εξάμηνο του 2024, υποστηριζόμενη από τη μείωση των επιτοκίων και τη βελτίωση της οικονομικής ανάπτυξης, αυξάνοντας τις επιχειρηματικές επενδύσεις και τη ζήτηση πιστώσεων.

Ένα ακόμη σημείο άξιο αναφοράς στην έκθεση της ΕΥ είναι ο μέσος συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας των κυπριακών τραπεζών, ο οποίος διαμορφώθηκε στο εντυπωσιακό 28% το 2024, πολύ πάνω από το μέσο όρο της Ευρωζώνης που είναι 20%. Αυτό το σημαντικό κεφαλαιακό απόθεμα αντανακλά πολυετή προσπάθεια μείωσης του κινδύνου των ισολογισμών και ισχυρά κέρδη, τα οποία δεν είχαν διανεμηθεί.

Συμπέρασμα

Η κυπριακή τραπεζική αγορά εισέρχεται σε μια νέα εποχή δυναμικής ανάπτυξης, με ισχυρή κερδοφορία, υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια και αυξανόμενη εμπιστοσύνη από επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Οι στρατηγικές συγχωνεύσεις και εξαγορές δημιουργούν ένα πιο ισχυρό και ανταγωνιστικό τραπεζικό οικοσύστημα, με θετικές προοπτικές, ικανό να στηρίξει την οικονομία.