Ανάμεσα στις εξουσίες της Υπηρεσίας ΦΠΑ είναι και η πραγματοποίηση επί τόπου επίσκεψης για τη διενέργεια ελέγχου και διερεύνησης επιχείρησης με σκοπό την εξακρίβωση της ορθότητας των φορολογικών δηλώσεων που υπέβαλε στον Έφορο Φορολογίας σε σχέση με τα βιβλία και αρχεία που τήρησε για συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Κάθε πρόσωπο υποκείμενο στον ΦΠΑ υποχρεούται να συμμορφωθεί και να παραδώσει προς τον Έφορο ή τους εξουσιοδοτημένους αντιπρόσωπους αυτού όλα τα βιβλία, αρχεία και στοιχεία που οφείλει να τηρεί και να φυλάσσει με βάση τον νόμο και τους σχετικούς κανονισμούς με σκοπό τον έλεγχό τους. Ο Έφορος με βάση τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του, εφόσον κρίνει ότι οι δηλώσεις που το πρόσωπο υπέβαλε είναι ελλιπείς ή ανακριβείς, έχει εξουσία να βεβαιώσει κατά την καλύτερη κρίση του το ποσό ΦΠΑ που είναι οφειλόμενο και να ειδοποιήσει ανάλογα τον ενδιαφερόμενο, καλώντας τον να το πληρώσει. Το οφειλόμενο ποσό αποτελεί αστικό χρέος πληρωτέο προς τη Δημοκρατία, το οποίο δεν αποκλείει την εξουσία του Εφόρου να επιβάλει στη συνέχεια διοικητικά πρόστιμα και ποινικές κυρώσεις. 

Ο Έφορος, εφόσον διαπιστώσει ότι το υποκείμενο στον ΦΠΑ πρόσωπο δεν τηρούσε αρχεία και βιβλία ή παρέλειψε να υποβάλει φορολογικές δηλώσεις ενώ εξέδιδε τιμολόγια και χρέωνε ΦΠΑ χωρίς να προβεί σε έγκαιρη εγγραφή στο μητρώο ΦΠΑ, δικαιούται να βεβαιώσει οφειλόμενο ΦΠΑ αναδρομικά. Επίσης, σε περίπτωση διαγραφής προσώπου από το μητρώο, το οποίο συνεχίζει να χρεώνει ΦΠΑ, ο Έφορος έχει εξουσία να επεκτείνει την περίοδο μετά τη διαγραφή του προσώπου από το μητρώο και να βεβαιώσει οφειλόμενο ΦΠΑ. Τέτοια περίπτωση εξέτασε το Διοικητικό Δικαστήριο στην απόφασή του στην υπόθεση αρ. 1503/2015, ημερ. 23/1/2020, όπου ο Έφορος επέβαλε χρηματική επιβάρυνση ως βεβαίωση φόρου τόσο αναδρομικά όσο και για την περίοδο μετά τη διαγραφή του προσώπου από το μητρώο ΦΠΑ, την οποία επεξέτεινε. Ο αιτητής υπέβαλε ένσταση και στη συνέχεια προσφυγή, ενώ η διοικητική πράξη βεβαίωσης του φόρου του επιδόθηκε μερικά χρόνια προηγουμένως. Ο Έφορος ήγειρε προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα και το Δικαστήριο, παρά το ότι συμφώνησε με τον Έφορο, εξέτασε τους ισχυρισμούς του αιτητή. Τόνισε ότι ο αιτητής φέρει το βάρος για να πείσει το αναθεωρητικό Δικαστήριο ότι η επιβολή της φορολογίας είναι λανθασμένη. Το βάρος αυτό συναρτάται με την ταυτόχρονη υποχρέωση του φορολογούμενου να τηρεί βιβλία και αρχεία και να προσκομίζει τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία, στην έλλειψη των οποίων επιτρέπεται στον Έφορο να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα. 

Το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι είναι πάγια η θέση της Νομολογίας ότι ο ΦΠΑ είναι αυτοβεβαιούμενος φόρος και στην έλλειψη στοιχείων και πληροφοριών που οφείλει ο φορολογούμενος να κρατεί, ο Έφορος δύναται να βεβαιώσει τον φόρο χρησιμοποιώντας εκείνη τη μεθοδολογία που προσφέρεται υπό τις περιστάσεις, καθώς επίσης διατηρεί την ευχέρεια να χρησιμοποιεί στοιχεία ορισμένων περιόδων για προσδιορισμό του ΦΠΑ όσον αφορά τη συνολική, κατά περίπτωση περίοδο. Νομολογιακά είναι αναγνωρισμένη διαχρονικά η αρχή ότι το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν προβαίνει σε πρωτογενή έλεγχο της επιβληθείσας φορολογίας εφόσον το έργο του εξαντλείται στον έλεγχο της νομιμότητας, επεμβαίνει δε μόνο όταν διαπιστώνεται πλάνη περί τα πράγματα ή τον νόμο ή υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας. Η κρίση του Εφόρου παραμένει επί των τεχνικών θεμάτων της φορολογικής εξέτασης και επιβολής του φόρου, ανέλεγκτος και εφόσον η κρίση αυτή δεν εκφεύγει των ορίων του λογικά εφικτού, αυτή δεν ανατρέπεται. 

Η αγγλική Νομολογία που είναι ευθυγραμμισμένη με αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναφέρει, όπως τονίζεται στην απόφαση, ότι το Δικαστήριο έχει ως πρωταρχικό καθήκον να καθορίσει το ορθό ποσό φόρου σύμφωνα με τα δεδομένα που είναι διαθέσιμα και με το βάρος να κείται στον φορολογούμενο. Εάν ο φορολογούμενος επιδιώκει να αμφισβητήσει τη φορολογία από τους Εφόρους ενώπιον του Δικαστηρίου στη βάση του κανόνα «best of their judgment ground», οι λόγοι πρέπει να καταγραφούν με σαφήνεια και πληρότητα πριν την έναρξη της ακρόασης. Ο κανόνας αυτός σημαίνει την εύλογη, δίκαιη και έντιμη εκτίμηση των ενώπιον του φοροθέτη δεδομένων. Το πρόβλημα συνήθως έγκειται στη διαπίστωση του ποσού του φόρου και όχι στο κριτήριο που ασκείται. Το Δικαστήριο εφαρμόζει στην ουσία το ίδιο κριτήριο όσον αφορά την εκτίμηση των γεγονότων και της φορολογίας που επιβάλλεται στην απουσία στοιχείων ή στην παροχή ελλιπών στοιχείων από τον φορολογούμενο. Στη βάση των ανωτέρω, η προσφυγή απορρίφθηκε.

Δικηγόρος στη Λάρνακα