Η μαζική επίθεση του Ιράν με πυραύλους και drones κατά του Ισραήλ είχε προφανώς αμελητέα πρακτικά αποτελέσματα, αφού το Ισραήλ ανακοίνωσε ότι το 99% των επιθέσεων αναχαιτίστηκαν. Εφόσον αποδεχόμαστε τον ισχυρισμό του Τελ Αβίβ, το ερώτημα που μένει αναπάντητο είναι αφενός αν το Ιράν θα επιχειρήσει ακόμη πιο σφοδρές επιθέσεις ή αν θεωρεί ότι υπερασπίστηκε άξια την τιμή του, και αφετέρου αν το Ισραήλ θα προχωρήσει άμεσα σε αντίποινα κατά του Ιράν ή αν θα αποκλιμακώσει τη βία.

Προς το παρόν, το Ιράν διακηρύσσει ότι πέτυχε τους στόχους του υποδηλώνοντας ότι δεν σχεδιάζει νέες επιθέσεις (εκτός και αν δεχθεί επίθεση), ενώ το Ισραήλ έχει αφήσει να εννοηθεί ότι θα απαντήσει με αντίποινα πλήττοντας στόχους στο ιρανικό έδαφος. Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Νετανιάχου έκανε λόγο για “νίκη”, αλλά τι είναι νίκη αυτή τη στιγμή δεν είναι καθόλου σαφές: η παύση των ιρανικών επιθέσεων, η αναχαίτιση και η καταστροφή των ιρανικών πυραύλων και drones ή κάτι περισσότερο.

Περιττό να επισημάνουμε ότι η αγορά πετρελαίου θα αντιδράσει σίγουρα σήμερα στις γεωπολιτικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, καθώς η κατάσταση μετατοπίστηκε από το επίπεδο του φόβου για ξέσπασμα στρατιωτικής βίας στο επίπεδο της ανησυχίας ότι η βία θα κλιμακωθεί – σε ένταση αλλά και έκταση. Μετά την επίθεση στο ιρανικό προξενείο στη Δαμασκό, δύσκολα θα υποστηρίξει κάποιος ότι το Ισραήλ θα επιδείξει αυτοσυγκράτηση, και ο πρωθυπουργός Νετανιάχου δεν αποτελεί υπόδειγμα αυτοσυγκράτησης. Μπορεί να αντιληφθεί ότι αποκομίζει πολιτικά οφέλη εξαπολύοντας επιθέσεις κατά στόχων σε ιρανικό έδαφος, παρόλο που ελλοχεύει ο κίνδυνος ενός σπιράλ βίας. 

Ωστόσο, αυτή είναι μια ευκαιρία για τον Νετανιάχου να κερδίσει πόντους στη σχέση του με τον πρόεδρο Μπάιντεν, καθώς η αποκλιμάκωση θα συγκρατήσει τις τιμές του πετρελαίου. Οι τιμές της βενζίνης είναι συνήθως στην πρώτη γραμμή των ανησυχιών για τους ψηφοφόρους στις ΗΠΑ και αν το Ισραήλ επιτεθεί σε ιρανικές πετρελαϊκές εγκαταστάσεις όχι μόνο θα μειώσει τον όγκο των ιρανικών εξαγωγών πετρελαίου, αλλά θα πυροδοτήσει τον κίνδυνο για μια ευρύτερη στρατιωτική σύγκρουση στην περιοχή, εξέλιξη που δεν είναι καθόλου ευνοϊκή για τις προοπτικές επανεκλογής του Μπάιντεν στον προεδρικό θώκο.

Αν δεν προκληθούν ζημιές σε πετρελαιοπηγές και δεξαμενόπλοια, ενδεχομένως ο αντίκτυπος στην αγορά πετρελαίου να είναι περιορισμένος. Τυχόν συγκρούσεις στο Λίβανο, στη Συρία ή/και στην Υεμένη θα είναι μακριά από τα πεδία παραγωγής και εμπορίας πετρελαίου, με εξαίρεση τις επιθέσεις των Χούθι στη θαλάσσια οδό της Ερυθράς Θάλασσας, που μέχρι στιγμής δεν είχαν κάποιο εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Ωστόσο, όσο η βία συνεχίζεται, το ενδεχόμενο κλιμάκωσης θα κρατήσει τις τιμές του πετρελαίου σε υψηλά επίπεδα.

Εντέλει, οι τιμές θα σταθεροποιηθούν, αλλά έως ότου τόσο το Ισραήλ όσο και το Ιράν ξεκαθαρίσουν ότι δεν σχεδιάζουν και άλλες επιθέσεις και μέχρι οι πληρεξούσιοι σύμμαχοι της Τεχεράνης στην περιοχή “ηρεμήσουν”, θα υπάρχει ένα premium ασφαλείας στην τιμή του πετρελαίου. Το αμερικανικό αργό θα κινείται πάνω από τα 90 δολ. το βαρέλι, όσο μαίνονται οι απειλες έστω και από τη μια πλευρά αυτής της διαμάχης, ενώ θα σκαρφαλώσει υψηλότερα αν λάβουν χώρα νέες επιθέσεις. Μια περιστασιακή “εμφάνιση” πυραύλου ή drone δεν θα έχει μεγάλη επίδραση στην τιμή του πετρελαίου.

Η πιθανότητα μια νέα ισραηλινή επίθεση να οδηγήσει το Ιράν σε αντίποινα κατά των αμερικανικών βάσεων στο Ιράκ ή τη Συρία ή των πλοίων του αμερικανικού Ναυτικού στην περιοχή συνιστά μείζονα ανησυχία. Οποιαδήποτε αμερικανική απάντηση θα είναι -σχεδόν- σίγουρα εναντίον στρατιωτικών στόχων και όχι εναντίον πετρελαϊκών εγκαταστάσεων. Παρόλα αυτά η βία και οι φόβοι για μια ευρύτερη σύγκρουση θα ήταν η πρώτη σκέψη στο μυαλό των traders.

“Όταν τσακώνονται οι ελέφαντες, την πληρώνει το γρασίδι”, λέει ένα παλιό αφρικανικό ρητό. Σε αυτή την περίπτωση, οι καταναλωτές πετρελαίου είναι που θα ποδοπατηθούν. Πόσο οδυνηρά και για πόσο καιρό μένει να φανεί.

Forbes