Ακόμη ένα έτος μεγάλων προκλήσεων και κινδύνων τόσο για τις οικονομίες όσο και για τις τράπεζες και τους καταναλωτές, αποδείχθηκε το 2023 για τη διεθνή οικονομία, δίνοντας έτσι συνέχεια στην εικόνα που καταγράφηκε το 2022.

Παρόλα αυτά, η παγκόσμια οικονομία αποδείχθηκε στο τέλος ανθεκτική, μεταθέτοντας ωστόσο τα δομικά της προβλήματα στο 2024. Παρά τα προβλήματα και τις ανησυχίες, προς το τέλος του έτους υπήρξαν θετικές ενδείξεις για επαναφορά στην ομαλότητα στο νέο έτος με σταδιακή μείωση του πληθωρισμού και αποφυγή της ύφεσης στις οικονομίες, διατηρώντας ανθεκτική την αγορά εργασίας.

Ειδικότερα, το 2023 σημαδεύτηκε από καταρρεύσεις τραπεζών, από τη συνέχιση της επιθετικής πολιτικής αύξησης των επιτοκίων από τις Κεντρικές Τράπεζες, η οποία ξεκίνησε το 2022, τον επίμονα υψηλό πληθωρισμό, παρά την υποχώρηση του από τα ιστορικά υψηλά επίπεδα που καταγράφηκαν εντός του 2022, από τις συνεχείς ανατιμήσεις στις τιμές βασικών προϊόντων και από τις υψηλές τιμές ενέργειας, παρά την αποκλιμάκωση τους σε σχέση με το προηγούμενο έτος, οι οποίες συνέχισαν να πλήττουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Κι όλα αυτά, εν μέσω της συνέχισης του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία και την έναρξη της σύγκρουσης τον Οκτώβριο του 2023 του Ισραήλ με την Χαμάς που δημιούργησε νέες προκλήσεις για την παγκόσμια οικονομία και ανησυχίες για εξάπλωση της σύγκρουσης σε όλη τη Μέση Ανατολή. 

Εν μέσω όλων αυτών, οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων σε όλο τον κόσμο αυξήθηκαν σημαντικά, αυξάνοντας έτσι το κόστος δανεισμού των κρατών, καθώς τα οικονομικά στοιχεία καταδείκνυαν ότι ο πληθωρισμός είναι δύσκολο να μειωθεί, τροφοδοτώντας τις προσδοκίες για περισσότερες αυξήσεις των επιτοκίων από τις Κεντρικές Τράπεζες.

Κρίση εμπιστοσύνης στις τράπεζες

Πιο αναλυτικά, το 2023 ξεκίνησε με μεγάλους κινδύνους για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, παγκοσμίως λόγω της κατάρρευσης αρχικά της αμερικανικής τράπεζας Silicon Valley Bank που αποτέλεσε τη μεγαλύτερη τραπεζική κατάρρευση στις ΗΠΑ, από την οικονομική κρίση του 2008, και στη συνέχεια της Signature Bank. Κι αυτά λόγω της πολιτικής υψηλών επιτοκίων για την καταπολέμηση του υψηλού πληθωρισμού, που ακολούθησε η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) και η οποία οδήγησε σε μειώσεις των τιμών των ομολόγων που κατείχαν οι εν λόγω τράπεζες, πλήττοντας την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Εξελίξεις που πυροδότησαν κρίση εμπιστοσύνης για τις τράπεζες, εκροές καταθέσεων από μικρομεσαίες τράπεζες στις ΗΠΑ και την ανησυχία μετάδοσης της τραπεζικής κρίσης στις υπόλοιπες αμερικανικές τράπεζες αλλά και σε τράπεζες, παγκοσμίως, οδηγώντας έτσι σε επιπτώσεις την πραγματική οικονομία.

Η κατάρρευση των αμερικανικών τραπεζών μεταφέρθηκε γρήγορα στην Ευρώπη καθώς στα μέσα Μαρτίου επήλθε η κατάρρευση της ελβετικής τράπεζας Crédit Suisse, η οποία τελικά με την συνδρομή των ελβετικών αρχών, εξαγοράστηκε από την άλλη ελβετική τράπεζα, UBS.

Από την άλλη, οι αποδόσεις των ομολόγων στις αναπτυγμένες αγορές συνέχισαν να αυξάνονται, καθώς τα στοιχεία συνέχισαν να δείχνουν ότι ο πληθωρισμός αποδεικνύεται πιο δύσκολο να μειωθεί, γεγονός που τροφοδοτούσε τις προσδοκίες για περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες. Ενδεικτικό επί τούτου είναι και το γεγονός ότι το κόστος δανεισμού, διάρκειας 10 ετών, για τις ΗΠΑ άγγιξε εντός του 2023 και το 5%, του Ηνωμένου Βασιλείου το 4,7%, της Γερμανίας πλησίασε το 3%, της Γαλλίας ξεπέρασε το 3,5%, της Ιταλίας πλησίασε το 5% και της Ισπανίας ξεπέρασε το 4%.

Επίμονος πληθωρισμός και ράλι αύξησης επιτοκίων

Πράγματι, στην Ευρωζώνη ο πληθωρισμός έδειξε σημάδια αντίστασης κατά την διάρκεια του 2023, παραμένοντας αρκετά υψηλότερα από τον στόχο της ΕΚΤ αλλά και της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) για πληθωρισμό 2%. 

Παρά τη σταδιακή υποχώρηση του από τα ιστορικά υψηλά επίπεδα που κατέγραψε το 2022, το 10,7% (Οκτώβριο 2022), ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη συνέχισε να παραμένει αρκετά πάνω από τον στόχο της ΕΚΤ, αυξάνοντας τις ανησυχίες για περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ και για διατήρηση τους σε υψηλά επίπεδα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Αποτέλεσμα αυτού, ήταν η ΕΚΤ να προχωρήσει σε αυξήσεις των επιτοκίων της για 10 συνεχόμενους μήνες, οδηγώντας το Σεπτέμβριο του 2023 το επιτόκιο διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων στο 4%, στο υψηλότερo επίπεδο από την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος, με τη συνολική αύξηση να ανέρχεται πλέον στις 450 μονάδες βάσης, από το ιστορικό χαμηλό που ήταν μόλις 14 μήνες πριν, στο -0,5%. Το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης αυξήθηκε στο 4,5% και το επιτόκιο διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης στο 4,75%.

Ωστόσο, η σημαντική αποκλιμάκωση του πληθωρισμού που σημειώθηκε λίγο μόνο πριν τη λήξη του 2023, υποχωρώντας τον Οκτώβριο στο 2,9% από 4,3% τον Σεπτέμβριο και η περαιτέρω υποχώρηση του το Νοέμβριο στο 2,4%, αναθέρμανε τις ελπίδες ότι η πρώτη μείωση των επιτοκίων θα έρθει νωρίτερα από ό,τι αναμενόταν προηγουμένως και σίγουρα εντός του 2024.

Εκτιμήσεις κάνουν πλέον λόγο ακόμη και για μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ εντός Μαρτίου του 2024 ή στο πρώτο εξάμηνο του νέου έτους. Στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού συνέβαλαν και οι μειώσεις των τιμών ενέργειας, με την τιμή του αργού πετρελαίου μπρεντ να υποχωρεί και κάτω από τα 80 δολάρια το βαρέλι και την τιμή του φυσικού αερίου να υποχωρεί ακόμη και στα 35 ευρώ τη μεγαβατώρα.  

Υιοθετώντας πλέον τη στρατηγική «βλέποντας και κάνοντας», η ΕΚΤ διατήρησε τον Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο τα επιτόκια αμετάβλητα, διατυπώνοντας τη θέση ότι «οι προηγούμενες αυξήσεις των επιτοκίων συμβάλλουν ήδη στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού» και ότι «οι μελλοντικές αποφάσεις μας θα εξαρτηθούν από το πώς κρίνουμε την εξέλιξη της οικονομίας και του πληθωρισμού». 

Σε μια ένδειξη για τη μελλοντική πολιτική της, η ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι «οι τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών δεν αυξάνονται πλέον τόσο πολύ» και «τους επόμενους μήνες, ο πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει ακόμη περισσότερο», προειδοποιώντας, ωστόσο, ότι «νέες διενέξεις και εντάσεις σε κάποιες περιοχές του κόσμου κάνουν το μέλλον πιο αβέβαιο».

Επίσης, σημαντική μείωση του πληθωρισμού στο 4,6% καταγράφηκε τον Οκτώβριο στο Ηνωμένο Βασίλειο από το 6,7% του Σεπτεμβρίου.

Στις ΗΠΑ, ο ετήσιος πληθωρισμός ύστερα από σκαμπανεβάσματα κατά τη διάρκεια του 2023, υποχώρησε το Σεπτέμβριο στο 3,7%, τον Οκτώβριο στο 3,2% και το Νοέμβριο στο 3,1%, μετά τα ιστορικά υψηλά που κατέγραψε τον Ιούνιο του 2022 όταν ανήλθε στο 9,1%. Λόγω της έκρηξης του πληθωρισμού το 2022, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) άρχισε τον κύκλο αύξησης των επιτοκίων της τον Μάρτιο του 2022 και τον τερμάτισε τον Ιούλιο του 2023. Συνολικά αύξησε τα επιτόκια 11 φορές και από το εύρος 0%-0,25% πήγαν στο 5,25%-5,50%. Με τον Πρόεδρο της Fed Τζερόμ Πάουελ να δηλώνει στη τελευταία συνεδρία του 2023, τον Δεκέμβριο, ότι οι μειώσεις επιτοκίων αποτέλεσαν αντικείμενο συζήτησης μεταξύ των αξιωματούχων της Fed.

Επιβράδυνση αλλά και ανθεκτικότητα της παγκόσμιας οικονομίας

Η παγκόσμια οικονομία εισήλθε στο 2023 με προκλήσεις ωστόσο, το πρώτο εξάμηνο αποδείχθηκε πιο ανθεκτική απ’ ό,τι αναμενόταν.

Εξερχόμενη από την πανδημική κρίση και αντιμέτωπη με τον πόλεμο στην Ουκρανία και το αυξανόμενο κόστος ζωής λόγω του πληθωρισμού και των προσπαθειών αντιμετώπισής του, η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη υποχώρησε αλλά δεν σταμάτησε. Το πρώτο εξάμηνο η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη υποβοηθήθηκε από τις χαμηλότερες από τις αναμενόμενες τιμές ενέργειες και το άνοιγμα της οικονομίας της Κίνας μετά τους περιορισμούς της πανδημίας.

Ωστόσο στην πορεία του έτους άρχισαν να γίνονται ορατές οι επιπτώσεις της αυστηρής νομισματικής πολιτικής των υψηλών επιτοκίων κυρίως στην Ευρώπη και της ΗΠΑ, επηρεάζοντας την επιχειρηματική και καταναλωτική εμπιστοσύνη. Παράλληλα η ανάπτυξη στην Κίνα ήταν χαμηλότερη απ’ ότι αναμενόταν.

Με βάση και τις προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η παγκόσμια ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί στο 3% στο τέλος του 2023 από 3,5% το 2022, επιβράδυνση η οποία αναμένεται να συνεχιστεί και το 2024 με την ανάπτυξη να προβλέπεται στο 2,9%.

«Η παγκόσμια οικονομία προχωρεί κουτσαίνοντας, όχι κάνοντας αγώνα δρόμου», αναφέρει χαρακτηριστικά το ΔΝΤ στις φθινοπωρινές του προβλέψεις, που εξέδωσε τον Οκτώβριο του 2023.

Ωστόσο, η ανάπτυξη ανάμεσα στις χώρες ήταν αργή και άνιση, με αυξανόμενες παγκόσμιες αποκλίσεις, με την ύφεση να είναι πιο προφανής στις αναπτυγμένες οικονομίες σε σχέση με τις αναπτυσσόμενες.

Ανάμεσα στις αναπτυγμένες χώρες, η οικονομία των ΗΠΑ αποδείχθηκε πιο ανθεκτική απ’ ό,τι αναμενόταν, ενώ η ανάπτυξη στην ευρωζώνη αναθεωρήθηκε προς τα κάτω.

Ο ρυθμός ανάπτυξης στις ΗΠΑ αναμένεται να ανέλθει στο 2,1% 2023 και στο 1,5% το 2024, με την αισιοδοξία να προέρχεται από τη σταθερή επενδυτική δραστηριότητα και κατανάλωση και μια εύρωστη αγορά εργασίας που διατήρησε την ανεργία σε χαμηλά επίπεδα. Το μομέντουμ αυτό θεωρείται ότι διατηρήθηκε λόγω και των επερχόμενων εκλογών στις ΗΠΑ τον επόμενο χρόνο. Ωστόσο η οικονομία των ΗΠΑ αντιμετώπισε και προκλήσεις προς το τέλος του 2023, όπως το αυξανόμενο κόστος των μισθών και οι επιπτώσεις τις αυστηρής νομισματική πολιτικής της Ομοσπονδιακής τράπεζας με την αύξηση των επιτοκίων.

Όσον αφορά το αντίπαλο οικονομικό δέος, η επιβράδυνση στην Κίνα που ήταν μεγαλύτερη από την αναμενόμενη θεωρείται παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξη της παραγωγής παγκοσμίως.  Η ανοδική πορεία της Κινεζικής οικονομίας έχασε ταχύτητα μετά από την ισχύ που κατέδειξε με τον τερματισμό τον λοκ ντάουν που εφαρμόστηκαν λόγω της πανδημίας COVID-19 στις αρχές του 2023. Η ανάπτυξη επιβραδύνθηκε από 8,9% στο πρώτο τρίμηνο του 2023 σε 4,0% το δεύτερο τρίμηνο. Η κρίση στον τομέα των ακινήτων αποτελεί τον βασικότερο παράγοντα που οδήγησε στον περιορισμό της ανάπτυξης. Η αβεβαιότητα στην αγορά εργασίας επιβράδυνε την κατανάλωση, ενώ η βιομηχανική παραγωγή, οι επενδύσεις και οι εξαγωγές εξέρχονται από το 2023 αποδυναμωμένες.  Οι εξαγωγείς εμπορευμάτων και χώρες που συμμετέχουν στην ασιατική βιομηχανική αλυσίδα είναι οι περισσότερο εκτεθειμένοι στην απώλεια της δυναμικής της Κίνας.

Ενδεικτικό της σημαντικής επιβράδυνσης της ανάπτυξης της κινέζικης οικονομίας είναι και το γεγονός ότι η Κίνα εισήλθε σε αποπληθωρισμό, για πρώτη φορά τα τελευταία δύο χρόνια. Ειδικότερα, ο κινεζικός δείκτης τιμών καταναλωτών υποχώρησε κατά 0,5%, σε ετήσια βάση το Νοέμβριο, μετά τη μείωση του κατά 0,2% τον Οκτώβριο. 

Όσον αφορά την Ευρωζώνη, η ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ προβλέπεται να μειωθεί από 3,3% σε 0,7% το 2023, πριν αυξηθεί στο 1,2% το 2024. Υπάρχει επίσης μια απόκλιση στην ανάπτυξη μεταξύ των μεγάλων οικονομιών της ζώνης του ευρώ το 2023. Η Γερμανία βρέθηκε σε ύφεση το δεύτερο εξάμηνο του 2023, λόγω και τομέων ευαίσθητων στην αύξηση των επιτοκίων και περιορισμένης ζήτησης, με πρόβλεψη για ανάπτυξη -0,5%. Η Γαλλία με καλύτερες αποδόσεις σε σχέση με τη ζήτηση και τη βιομηχανική παραγωγή αναμένεται να σημειώσει ανάπτυξη 0,1% το 2023.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο αναμένεται μείωση της ανάπτυξης στο 0,5% από 4,1% το 2023, ως αποτέλεσμα της αυστηρής νομισματικής πολιτικής για περιορισμό του πληθωρισμού.

Για τις αναδυόμενες αγορές και τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, η ανάπτυξη προβλέπεται να μειωθεί σχετικά μέτρια, από 4,1% το 2022 σε 4,0% τόσο το 2023 όσο και 2024, παρά τις περιφερειακές αποκλίσεις και ανάπτυξη σε χώρες όπως η Ινδία, αλλά και στη Ρωσία και στην Ουκρανία, οι οποίες φαίνεται να προσαρμόζονται στην πραγματικότητα του πολέμου.

ΚΥΠΕ (Θάλεια Νεοφύτου/Κώστας Σταυρινός)