Η γιαγιά Δέσποινα δάκρυζε καθημερινά, αφού για την προετοιμασία του κάθε γεύματος καθάριζε κι έκοβε κρεμμύδια, απαραίτητο συστατικό για τα φαγητά που μας μαγείρευε. Γέμιζε μια «τσιάρτα» με ροδέλες για τον τταβά τον τοχνίτικο, ενώ έκοβε άλλα τόσα για τον λαγό στιφάδο. Γίνονταν σαν δαντέλα στα έμπειρα τα δάχτυλά της που δούλευαν μεθοδικά. Αλλιώς ψιλόκοβε αυτά που προορίζονταν για τις «κούπες», αλλιώς για την ελιωτή, για τα γιαχνιστά, τα κουπέπια, τη μουντζέντρα ή το ψητό της Κυριακής. Για τους κεφτέδες τα έτριβε στον τρίφτη ενώ τα μικροσκοπικά ελάχιστα κρεμμυδάκια, μικρότερα και από κεράσια, τα προόριζε για το χταπόδι το καθιστό. Σαν έφτιαχνε γεμιστά στο σινί, ανάμεσα στις ντομάτες και τις πιπεριές, χρύσιζαν και τα κρεμμύδια τα γεμιστά.  

«Φαΐν χωρίς κρεμμύδιν εν λοάται φαΐν», έλεγε ενώ τα όσπρια τα συνόδευε με ελιές και με ολόκληρα καθαρισμένα κρεμμύδια, «τους κρόμμυους», που σ’ αυτή τη μορφή τους ξανάπαιρναν την αρχαία ελληνική ονομασία τους. Κι ενώ παρέλαυναν σε ημερήσια διάταξη στην κουζίνα μας, η γιαγιά έκανε και μερικά μπουκαλάκια ξυδάτα «έτσι, για να βρίσκουνται». Τη σαλάτα μας, τη γάρνιρε επίσης με κρεμμύδι. Μία ήταν η σαλάτα εκείνη τη μακρινή εποχή, που απολαμβάναμε με ό, τι εποχιακό βρισκόταν στο σπίτι ή στον μανάβη της γειτονιάς. Δεν ξέραμε ακόμη τι σημαίνει avocado, λαχανάκια Βρυξελλών ή σπαράγγια, που ήρθαν πολύ αργότερα στην κουζίνα, περιπλέκοντας την απλή ζωή μας, με σαλάτες που περιέχουν ακόμη και εξωτικά φρούτα, σάλτσα του Καίσαρα, balsamico, γαρίδες και σολομό. Το ελαιόλαδο ήταν από τις ελιές μας, το λεμόνι από τη λεμονιά της αυλής, το ξύδι από τα αμπέλια μας και το αλάτι από την αλυκή του νησιού μας ή από θαλασσινές γούβες. Δεν γνωρίζαμε το ροζ αλάτι των Ιμαλαΐων που είναι της μόδας στις μέρες μας. Η διατροφή μας, απλή, υγιεινή και πεντανόστιμη, με προϊόντα του τόπου μας, προτού εγκαταλείψουμε τη γεωργία για την τουριστική βιομηχανία.

Δάκρυζε η γιαγιά με «δάκρυα κρομμύων» που κυλούσαν στα λευκά της μάγουλα, πέφτοντας στα φαγητά και νοστιμίζοντάς τα. Την έβλεπα και σκεφτόμουνα μήπως δεν έφταιγε το κρεμμύδι αλλά ίσως να ήταν από τον πόνο του αποχωρισμού, αφού είχε χάσει τους γονείς, την αδελφή, τον άντρα της και ίσως δεν άντεχε την απουσία τους. Σαν παιδί που ήμουνα, δεν μπορούσα να διανοηθώ τη ζωή μου χωρίς την παρουσία των δικών μου. Η γιαγιά Δέσποινα μες την κινητικότητα και τη δημιουργικότητά της, ζούσε με τις φωτογραφίες των αγαπημένων της προσώπων να κρέμονται σε κορνίζες από τους τοίχους της κάμαράς της. Ο Παπαρτέμης με τα ράσα και τη μακριά γενειάδα, δάσκαλος και ιερέας του χωριού, ήταν ο πατέρας της. Η γυναίκα με το μαύρο μαντήλι στα μαλλιά, η Πηνελόπη η μητέρα της, ενώ μες στο κομψό τύπου Chanel φουστάνι, η αδελφή της η Χρυσάνθη και ο όμορφος άντρας, με το ευρωπαϊκό κουστούμι, ο σύζυγός της, ο τυπογράφος ο Χριστόφορος, που θα ήταν ο παππούς μου αν ζούσε. Όλοι οι πρόγονοί μου δεν ήταν παρά αμίλητες και σιωπηλές μαυρόασπρες φωτογραφίες που με κοιτούσαν αινιγματικά. 

Ποτέ δεν γελούσες την ώρα που ο φωτογράφος αποθανάτιζε την ιερή αυτή στιγμή που το είδωλό σου θα αποτυπωνόταν στο χαρτί, αποτελώντας ίσως και τη μοναδική φωτογραφία της ζωή σου. Μέσω αυτής θα σε θυμούνταν τα παιδιά και θα σε γνώριζαν οι απόγονοί σου. Όλοι φεύγουν κάποτε κι εγώ παρακαλούσα τον καλό θεούλη και τον Μακάριο, του οποίου η φωτογραφία κρεμόταν επίσης στον τοίχο του σπιτιού μας σαν μορφή αγίου, να μην πεθάνουν ποτέ τα αγαπημένα μου πρόσωπα και η γιαγιά να μείνει για πάντα στην κουζίνα μας, κόβοντας κρεμμύδια, ακούγοντας ραδιόφωνο και τραγουδώντας «φέρτε μου ένα μαντολίνο για να δείτε πώς πονώ κι ύστερα θα γίνω κρίνο κι ύστερα πια θα χαθώ» ενώ τα κρεμμυδοδάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπο αυτής της αγαπημένης και άγιας σαν Παναγιάς μορφής. Η γιαγιά που με έπιανε αγκαλιά και μου έβαζε κρεμμύδι στις πληγές και στα εγκαύματα κάθε φορά που από απροσεξία άγγιζα στην καυτή σόμπα ή έπεφτα, παίζοντας στον δρόμο. 

Εκτός από τα βρώσιμα κρεμμύδια, η γιαγιά που ό, τι έπιανε στα χέρια της, φτουρούσε και πολλαπλασιαζόταν, είχε αδυναμία και στα άλλα κρεμμύδια, τους βολβούς. Τους κοίμιζε στο χώμα, τους μεταφύτευε, τους έκανε δώρο σε συγγενείς και επισκέπτες που περνούσαν από το σπίτι μας κι αυτοί έφευγαν ευχαριστώντας την. Κοιμόντουσαν για μήνες τα κρεμμύδια, βαθιά μες στο χώμα, μα σαν ερχόταν η εποχή τους, έβγαιναν από τον κάτω κόσμο. Κρίνα, λείρια, αμαρυλλίδες, μιτσικόριδα, υάκινθοι και άλλα θαυμαστά, ευωδιαστά άνθη στόλιζαν την αυλή μας. Ξεπετάχτηκαν και φέτος από το χώμα τα κρεμμύδια της γιαγιάς, αυτά που κατάφερα να σώσω μέσα από ένα τενεκέ και από τότε ανθίζουν κάθε άνοιξη και μοσχοβολούν στην αυλή μου, με μυρωδιές και αρώματα, ζωντανεύοντας αγαπημένα πρόσωπα από τα παιδικά μου χρόνια. 

[email protected]