Ανάγκη για επέκταση του λιμένα Βασιλικού και επικαιροποίηση της μελέτης που είχε εκπονηθεί το 2017, για την οποία, μάλιστα, είχε εκδοθεί θετική γνωμάτευση από την Περιβαλλοντική Αρχή, προκύπτει τόσο βάσει της υφιστάμενης κίνησης του λιμανιού, καθώς και της αναμενόμενης αύξησης στις κινήσεις πλοίων για κάλυψη των αναγκών στην περιοχή από τις παρακείμενες βιομηχανίες.

Επομένως, αναμένεται να καλύψει τη διακίνηση ξηρών χύδην φορτίων, τις λιμενικές/ βοηθητικές ανάγκες εξορυκτικής βιομηχανίας, τον ελλιμενισμό διάφορων τύπων σκαφών και άλλες λιμενικές ανάγκες.

Οι προκαταρκτικές εκτιμήσεις είναι ότι θα ελλιμενίζονται αρχικά 485 πλοία ετησίως, με αύξηση σε 1.370 πλοία ετησίως σε μια περίοδο 40 ετών. Ο προκαταρκτικός προϋπολογισμός των προτεινόμενων έργων ανέρχεται στα περίπου €320 εκατομμύρια (δεν συμπεριλαμβάνεται ο ΦΠΑ).

Στο κόστος αυτό περιλαμβάνονται και τα ηλεκτρομηχανολογικά, καθαιρέσεις υφιστάμενων κυματοθραυστών, προκαταρκτικά καθώς και οι μελέτες/ αδειοδοτήσεις. Αρχικές βλέψεις είναι η χρηματοδότηση του έργου από ίδιους πόρους και ευρωπαϊκά κονδύλια κατά 30%.

Ο γενικός διευθυντής της Αρχής Λιμένων Κύπρου έχει υποβάλει τη νέα Μελέτη Εκτίμησης Επιπτώσεων (ΜΕΕΠ) για την επέκταση του λιμένα Λεμεσού – Τερματικό 2 (Βασιλικό) και με τη σειρά του το Τμήμα Περιβάλλοντος την έχει θέσει σε δημόσια διαβούλευση η οποία είναι ανοικτή μέχρι τις 21/1/2024.

Σημειώνεται ότι η αρχική επέκταση (2017) είχε ως κύριο στόχο την εξυπηρέτηση σε έκτακτη ανάγκη του σκάφους FSRU το οποίο θα είναι μόνιμα προσδεμένο σε προβλήτα επί πασσάλων (Jetty) στην ανοικτή θάλασσα στα δυτικά του λιμένα για την εισαγωγή, αποθήκευση και επαναεριοποίηση υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG).

Η Αρχή Λιμένων Κύπρου (ΑΛΚ) τροποποίησε τον πιο πάνω σχεδιασμό αλλά και τις χρήσεις που αυτός καλείται να εξυπηρετήσει, και προγραμματίζει την επέκταση του λιμένα μέσα στα ίδια όρια στα ανατολικά και με κρηπιδώματα στις εσωτερικές πλευρές των κυματοθραυστών και στο βόρειο μέρος της νέας λιμενολεκάνης. Περαιτέρω, το λιμάνι θα διαχειρίζεται φορτία παρόμοια με τα υφιστάμενα, καθώς και υποστηρικτικές εργασίες σχετικά με την έρευνα και αξιοποίηση εξυπηρέτησης πλοίων υδρογονανθράκων. Σημειώνεται, επίσης, ότι το λιμάνι όπως και τα άλλα λιμάνια της Κύπρου σε Λεμεσό και Λάρνακα, έχουν την ευχέρεια να φιλοξενούν πολεμικά πλοία για σκοπούς τροφοδοσίας ή κα αλλαγή πληρωμάτων.

Το έργο έχει ως κύριο στόχο την επέκταση του λιμένα που να περιλαμβάνει όλα τα απαραίτητα θαλάσσια έργα για ασφαλή και αποδοτική παροχή των πιο κάτω υπηρεσιών:

  • Η υφιστάμενη χρήση με τα ίδια φορτία παραμένει.
  • Εξυπηρέτηση πλοίων υδρογονανθράκων και γενικά τομέα ενέργειας στην περιοχή (Κύπρου, Ισραήλ και Αιγύπτου κατά κύριο λόγο).
  • Εξυπηρέτηση πλοίων με φορτία τρίτων που ασχολούνται με προγράμματα ανάπτυξης της περιοχής.
  • Μελλοντική δημιουργία ανοικτών και κλειστών αποθηκευτικών χώρων για προσωρινή αποθήκευση φορτίου αλλά και για μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες ανάγκες εταιρειών σε σχέση με φορτία εισαγωγών, και για τις ανάγκες των υπό διαμετακόμιση φορτίων.
  • Περιστασιακός ελλιμενισμός πλοίων με μόνη δραστηριότητα την αλλαγή πληρωμάτων ή την αλλαγή σημαίας και την παραλαβή προμηθειών για τις ανάγκες των πλοίων.
    Η επέκταση, η οποία μελετήθηκε από την ΑΛΚ, προβλέπεται από το εγκεκριμένο Χωροταξικό της Περιοχής Βασιλικού και τη σχετική Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ).
    Σημειώνεται, ότι ο δίαυλος προσέγγισης του έργου διασταυρώνεται με τους μελλοντικούς αγωγούς φυσικού αερίου EastMed. Το βάθος νερού στη διασταύρωση είναι μικρότερο από το ελάχιστο απαιτούμενο βάθος νερού στο δίαυλο. Επομένως, τα χαρακτηριστικά αυτά έχουν μειονεκτήματα. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να υπάρχει επαρκής προστασία των αγωγών φυσικού αερίου από ενδεχόμενη χρήση άγκυρας του πλοίου σε έκτακτη ανάγκη. Θα πρέπει να υπάρχει επαρκές βάθος των αγωγών κάτω από τον πυθμένα για αποφυγή ζημιάς σε περίπτωση εκτέλεσης εργασιών συντήρησης στο δίαυλο. Δεν θα μπορεί μελλοντικά να γίνει αύξηση του βάθους νερού στο δίαυλο – λόγω κατασκευής νέων μεγαλύτερων πλοίων.
    Με βάση τα πιο πάνω, επισημαίνεται ότι δεν είναι συμβατή η όδευση των αγωγών φυσικού αερίου με την επέκταση του λιμένα. Συνεπώς, είναι απαραίτητη η αλλαγή της όδευσης των αγωγών φυσικού αερίου, ώστε να μην επηρεάζεται τόσο ο δίαυλος εισόδου στο λιμένα Βασιλικού όσο και τα έργα συντήρησης ή πιθανής περαιτέρω ανάπτυξης του λιμένα.
    Η κυριότητα του λιμένα, ανήκει στην ΑΛΚ, η οποία με ειδική συμφωνία εκμίσθωσε το υφιστάμενο λιμάνι στην Τσιμεντοποιία Βασιλικού. Η συμφωνία μίσθωσης καλύπτει διάρκεια 50 χρόνων, από 1/1/1984 – 31/12/2033 και αφορά όλα τα είδη (εισαγωγές – εξαγωγές) για τις ανάγκες της Τσιμεντοποιίας, καθώς και ιδιωτικά φορτία άλλων εταιρειών αδειούχων από την Αρχή Λιμένων. Τα είδη φορτίων που διακινούνται από αυτό, είναι ζωοτροφές, σιτηρά, κάρβουνο, περλίτης, τσιμέντο, χώμα, σκύρα, παλιοσίδηρα. Το κύριο εξαγωγικό είδος φορτίου είναι το τσιμέντο.

Χρήση τεχνητών ογκολίθων για θωράκιση των κυματοθραυστών

Λόγω μεγάλου βάθους νερού και μεγάλου ύψους κύματος, η εξωτερική θωράκιση των κυματοθραυστών απαιτεί τη χρήση μεγάλων ογκολίθων. Η Κύπρος δεν διαθέτει υλικά λατομείου με μεγάλη πυκνότητα, ούτε μπορούν να εξαχθούν από τα λατομεία ογκόλιθοι βάρους πέραν των περίπου 10 τόνων. Για αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού προτείνεται η χρήση τεχνητών ογκολίθων για την κύρια θωράκιση των κυματοθραυστών. Οι ογκόλιθοι αυτοί είναι από σκυρόδεμα. Προτείνεται η χρήση τεχνητών ογκολίθων τύπου Accropode, οι οποίοι μπορούν να τοποθετηθούν σε μια στρώση. Η παραγωγή σκυροδέματος μπορεί να γίνει τοπικά με τη χρήση υλικών από γειτονικά λατομεία, μειώνοντας έτσι το μήκος της διαδρομής για τη μεταφορά των υλικών στο έργο.

Οι κυριότερες αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον αφορούν το θαλάσσιο βιολογικό περιβάλλον που θα διαταραχθεί από τα αποτυπώματα των κυματοθραυστών, την εκβάθυνση του λιμένα και την κάλυψη του πυθμένα όπου γίνεται η απόρριψη υλικού εκβάθυνσης στην ανοικτή θάλασσα. Επίσης, επιπτώσεις αφορούν αυξημένα επίπεδα ηχορύπανσης και εκπομπής ατμοσφαιρικών ρύπων κατά τη φάση κατασκευής και λειτουργίας.

Οι κυριότερες θετικές επιπτώσεις αφορούν την αύξηση θέσεων εργασίας, αύξηση επισκεψιμότητας και αντιμετώπιση της αστυφιλίας στην περιοχή.

Ο σχεδιασμός του έργου έγινε με τρόπο ώστε να ελαχιστοποιούνται οι αρνητικές επιπτώσεις. Για την αντιμετώπιση/ ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιπτώσεων προτείνονται συγκεκριμένα μέτρα.

Το έργο κατατάσσεται στα λιμενικά έργα, για τα οποία δεν ορίζεται περιορισμός στην περίοδο λειτουργίας τους. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν δύο χρονικά διαστήματα τα οποία καθορίζονται για αντίστοιχα έργα.

Η διάρκεια ζωής του έργου, η οποία συνήθως διαρκεί 25 χρόνια και είναι ο χρόνος για τον οποία έχει σχεδιαστεί ο λιμένας, όσον αφορά τη λειτουργικότητά του. Μετά το πέρας των 25 χρόνων, απαιτείται επανέλεγχος των αναγκών του λιμένα τεχνικά και λειτουργικά έτσι ώστε να ελεγχθούν κατά πόσο απαιτούνται ανάλογα έργα επέκτασης του, προσαρμογής της χωρητικότητας και τυχόν επιδιορθώσεις.

Ο κύκλος ζωής του έργου αφορά καθαρά το κατασκευαστικό κομμάτι του έργου και έχει διάρκεια συνήθως 50 έτη. Στο τέλος της περιόδου αυτής, πραγματοποιείται έλεγχος των κατασκευών για πιθανές αστοχίες και προτείνονται τα αντίστοιχα έργα ανακατασκευής αν απαιτούνται.

Μέτρα για βελτίωση της εναλλαγής νερού στον λιμένα

Η εναλλαγή νερού στους λιμένες γίνεται σε μεγάλο βαθμό από τη δράση της παλίρροιας. Για υποβοήθηση της εναλλαγής του νερού προτείνεται η εγκατάσταση σωλήνων/ αγωγών σε δύο θέσεις.

Πρώτη, στη ρίζα του νέου υπήνεμου κυματοθραύστη. Δεύτερη, στο τέλος του υφιστάμενου κρηπιδώματος στη δυτική λεκάνη. Όσον αφορά το κανάλι/ προέκταση της εκβολής του ποταμού Βασιλικού, για την αποφυγή δημιουργίας στάσιμων νερών προτείνεται η εγκατάσταση συστήματος παροχής νερού ανάντη της θέσης της ανωτάτης πλήμμης.

Το σύστημα αυτό αποτελείται από αγωγό με το ένα άκρο στην ανοικτή θάλασσα και το άλλο σε πηγάδι πλησίον της πιο πάνω θέσης. Από το πηγάδι το θαλασσινό νερό ανυψώνεται με τη χρήση αντλίας στη στάθμη του καναλιού από όπου ρέει με βαρύτητα προς τη λιμενολεκάνη. Η ροή από τη θάλασσα στο πηγάδι γίνεται με βαρύτητα όταν μειώνεται η στάθμη του νερού στο πηγάδι λόγω της λειτουργίας της αντλίας.