Εξήντα χρόνια ζωής και δράσης συμπληρώνονται φέτος για το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Λεμεσού (ΕΒΕΛ) και ο πρόεδρος του, Ανδρέας Τσουλόφτας, ανοίγει τα χαρτιά του στον «Φ» και μιλά για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις και οι επιχειρηματίες της Λεμεσού λόγω των συνεχιζόμενων αυξήσεων, του πληθωρισμού, των επιπτώσεων από την πανδημία αλλά και του πολέμου στην Ουκρανία. Μεταξύ άλλων επισημαίνει πως η Λεμεσός δέχθηκε το μεγαλύτερο πλήγμα από τις υπόλοιπες επαρχίες λόγω των κυρώσεων κατά της Ρωσίας και τη φυγή Ρώσων ολιγαρχών, ενώ αυτή τη στιγμή στην πόλη παρουσιάζεται ένα ακόμη πρόβλημα: Η έλλειψη κτηριακών υποδομών για κάλυψη γραφειακών εταιρειών.

Πάρα τη φυγή δεκάδων ρωσικών εταιρειών λόγω των κυρώσεων που επιβλήθηκαν, η κάθοδος νέων εταιρειών κυρίως Ουκρανικών, ισορρόπησε σε κάποιο βαθμό την υπάρχουσα κατάσταση και κράτησε την οικοδομική βιομηχανία εν ζωή. Την ίδια ώρα σημειώνεται πως το μέλλον ανήκει στους τομείς της ψηφιακής τεχνολογίας και τον τομέα των τεχνολογικών υπηρεσιών, ενώ θα πρέπει άμεσα το Κράτος να δώσει νέα επιπρόσθετα κίνητρα, κυρίως του συντελεστή δόμησης.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 

Στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Λεμεσού εκπροσωπούνται και είναι εγγεγραμμένες πέραν των 700 εταιρειών όπως μεγάλες επιχειρήσεις και ιστορικά μέλη του που στηρίζουν και αλληλοστηρίζονται από τον θεσμό αυτό. Η προσφορά του Επιμελητηρίου στην πόλη, όπως τονίζει ο κ. Τσουλόφτας, είναι πολυδιάστατη, υπογραμμίζοντας πως εκτός από τα επιχειρηματικά δρώμενα, σκοπός του Επιμελητηρίου είναι το ομαδικό συμφέρον των επιχειρήσεων της πόλης, της οικονομίας του τόπου, της εργοδότησης αλλά και των έργων που σχεδιάζονται και υλοποιούνται στην πόλη.

Σύμφωνα με το τελευταίο επιχειρηματικό βαρόμετρο του ΕΒΕΛ, οι επιχειρήσεις έχουν εντοπίσει κάποια αβεβαιότητα για το μέλλον, κυρίως σε σχέση με τις εξελίξεις του πολέμου και το τραπεζικό σύστημα. «Αισθάνονται μια ανησυχία καθώς δεν ξέρουμε τι θα μας ξημερώσει αύριο. Ευελπιστούμε όμως όλοι ότι με το οριστικό τέλος της πανδημίας και του πολέμου, έχουμε τα εχέγγυα και τις δυνάμεις να καλύψουμε όλη τη ζημιά των δύο προηγούμενων χρόνων».

«Λουκέτο και σε κυπριακές εταιρείες που δεν άντεξαν»

«Δυστυχώς, κάποιες εταιρείες, και κυπριακές, έκλεισαν. Πρόκειται για επιχειρήσεις που δεν άντεξαν την πίεση της πανδημίας. Κάποιες υπέφεραν και ακόμη συνεχίζουν να υποφέρουν. Ευελπιστούμε ότι θα βρουν τα “πόδια” τους», σημειώνει ο κ. Τσουλόφτας προσθέτοντας πως κάποιες άλλες που είχαν εξασφαλίσεις κρατήθηκαν στη ζωή λόγω και της στήριξης που έλαβαν από το Κράτος αλλά και από δάνεια που πήραν τα οποία ήταν χαμηλότοκα.

Όπως εξήγησε, με τον πόλεμο στην Ουκρανία και τα μέτρα που επιβλήθηκαν, επηρεάστηκαν κυρίως Ρώσοι με αποτέλεσμα αυτό να επηρεάσει άμεσα και έμμεσα τη Λεμεσό, εντούτοις όχι σε ανεπανόρθωτο βαθμό. «Επηρεάστηκε η κυπριακή αγορά και κυρίως η Λεμεσός, όπως και η οικοδομική βιομηχανία και οι developers», λέει ο πρόεδρος του ΕΒΕΛ, κάνοντας αναφορά στο γεγονός ότι κατά την πρώτο μήνα του πολέμου, η αγορά της Λεμεσού κυρίως στον τομέα των ακινήτων μειώθηκε δραστικά έως και δραματικά. Πέραν από τον πόλεμο, η οικοδομική βιομηχανία είναι αντιμέτωπη με ένα ακόμη πλήγμα που αφορά στην αύξηση των τιμών στο οικοδομικό σίδερο και στην ξυλεία.

«Η ζήτηση είχε αγγίξει το μηδέν, ωστόσο τους τελευταίους δύο μήνες σύμφωνα και με τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας, έχουν πραγματοποιηθεί κάποιες πωλήσεις». Υποστήριξε μάλιστα πως η Λεμεσός έχει χάσει τη ρωσική αγορά εντελώς, καθώς εκτός από τα μέτρα που επιβλήθηκαν και τον αποκλεισμό των Ρώσων, κυρίως αυτών που ήταν καταγεγραμμένοι σε λίστα, έμμεσα επηρεάστηκαν και οι υπόλοιποι Ρώσοι καθώς δεν μπορούσαν να εξαγάγουν κεφάλαια. Καυτηρίασε μάλιστα και την αυστηρότητα των τραπεζικών ιδρυμάτων λέγοντας πως «λόγω των αυστηρών ελέγχων και των κυρώσεων, οι τράπεζες έχουν μεταβεί στο άλλο άκρο, επιδεικνύοντας μεγάλη αυστηρότητα σε ό,τι αφορά τις διαδικασίες ελέγχων καταθέσεων αλλά και τη διαδρομή χρημάτων, ειδικά εάν πρόκειται για Ρώσους».

Ζημιά η φυγή των Ρώσων για τα πολυτελή ξενοδοχεία 

«Αρκετές Ρωσικές εταιρείες οι οποίες δραστηριοποιούνταν στη Λεμεσό έφυγαν και βρήκαν νέα στέγη στο Ντουμπάι». Σύμφωνα με τον κ. Τσουλόφτα, η Λεμεσός έχει χάσει μια μεγάλη μερίδα ευυπόληπτων Ρώσων επιχειρηματιών οι οποίοι διακινούσαν μεγάλα κεφάλαια και ξόδευαν επίσης πολύ περισσότερα χρήματα. Ενδεικτικό της υπάρχουσας κατάστασης είναι το πρόβλημα που καταγράφεται σήμερα κυρίως στα ξενοδοχεία πολυτελείας καθώς οι κρατήσεις αγγίζουν το 50% σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι Ρώσοι που διέμεναν σε αυτά, έφυγαν από την Κύπρο. Τόνισε δε πως η κατά κεφαλήν δαπάνες είναι πολύ περιορισμένες σε σχέση με τους Ρώσους.

«Η κάθοδος των Ουκρανών κάλυψε μέρος της απώλειας καθώς ένας μεγάλος αριθμός πολιτών είτε εργαζομένων έπρεπε άμεσα να εξασφαλίσει χώρο διαμονής και εργασίας. Το θετικό είναι ότι καλύφθηκαν όλα τα διαθέσιμα διαμερίσματα και γραφεία στη Λεμεσό. Είναι και αυτό ένας λόγος για τον οποίο οφείλεται αυτή η αύξηση στις τιμές των ενοικίων, λόγω της μεγάλης ζήτησης». Πρόσθεσε μάλιστα πως αυτή η κίνηση στην αγορά ακινήτων και ενοικιάσεων δημιούργησε μια αλυσιδωτή κίνηση στην αγορά, σημειώνοντας ωστόσο ότι δεν είναι του ίδιου οικονομικού επιπέδου καθώς πρόκειται για μεσαίες τάξεις επιχειρήσεων.

Εξήγησε ακόμη ότι λόγω της μεγάλης ζήτησης κατά τη δεδομένη στιγμή παρατηρείται έλλειψη μεγάλων κτηριακών χώρων για κάλυψη των αναγκών εταιρειών για μεγάλους οργανισμούς. «Δεν υπάρχουν διαθέσιμα κτήρια και υποστατικά με αποτελέσματα κάποιες εξ αυτών των εταιρειών να στεγαστούν στην Πάφο και στην επαρχία Αμμοχώστου, ακόμη και σε μικρά ξενοδοχεία, μέχρι να εντοπιστούν διαθέσιμα κτήρια στη Λεμεσό».

Στην πόλη της Λεμεσού φιλοξενούνταν πέραν των 40 χιλιάδων Ρωσόφωνων πολιτών, με τον Πρόεδρο του ΕΒΕΛ να αναφέρει πως με το ξέσπασμα του πολέμου, οι ανησυχίες των φορέων ήταν έντονες και μεγάλες για τη φυγή αρκετών επιχειρήσεων. «Σίγουρα άλλαξε το υπόβαθρο ή και η δομή σε κάποιες ωστόσο ρωσικές εταιρείες παρέμειναν, όπως για παράδειγμα οι ΙΤ services. Υποστήριξε ακόμη πως ο κλάδος που επηρεάστηκε περισσότερο λόγω του πολέμου και των κυρώσεων είναι οι μεγάλοι ελεγκτικοί και δικηγορικοί οίκοι, καθώς έφυγαν εταιρείες που άφηναν στην οικονομία του τόπου μεγάλα κεφάλαια. Ο κ. Τσουλόφτας έφερε ως παράδειγμα κάποιους μεγάλους ελεγκτικούς οίκους που έχουν ως βάση την Αμερική, οι οποίοι επέβαλαν in house περιορισμούς για οποιαδήποτε ρωσική εταιρεία.