Ξεσηκώθηκε ο Σύνδεσμος Εταιρειών Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΣΕΑΠΕΚ) με την πρόταση νόμου του ΑΚΕΛ για φορολόγηση των υπερκερδών των εταιρειών των ΑΠΕ. Με την πρόταση οι παραγωγοί και οι προμηθευτές ηλεκτρισμού ΑΠΕ θα υπόκεινται σε φορολογία η οποία θα υπολογίζεται βάσει συγκεκριμένης μεθοδολογίας. Το ποσό της φορολογίας θα δηλώνεται μετά από υπολογισμό που θα γίνεται από την ίδια την επιχείρηση ενέργειας σε έντυπο που θα εγκρίνεται από τον Έφορο και υποβάλλεται υποχρεωτικά από την επιχείρηση ενέργειας με την καταβολή ταυτόχρονα της φορολογίας κατά την 31η Μαρτίου του έτους που έπεται του φορολογικού έτους. Σήμερα η πρόταση νόμου θα τεθεί στο μικροσκόπιο της της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών. Ο σύνδεσμος απέστειλε σχετική επιστολή στη Βουλή με την οποία εκφράζει την έντονη διαφωνία του.
«Η εν λόγω προσέγγιση, που προκρίνει τη στοχευμένη και εκ των υστέρων φορολόγηση συγκεκριμένων δραστηριοτήτων της αγοράς, δημιουργεί σοβαρές ανησυχίες ως προς τη διατήρηση της επενδυτικής σταθερότητας και της φορολογικής συνέπειας της χώρας» τονίζει.
Παράλληλα, υποστηρίζει πως τέτοιες παρεμβάσεις χωρίς σαφή, αντικειμενικά και καθολικά κριτήρια, διαμορφώνει ένα ασταθές επιχειρηματικό περιβάλλον και αποθαρρύνει την περαιτέρω ανάπτυξη ενός τομέα που αποτελεί βασικό πυλώνα της ενεργειακής μετάβασης.
«Η στοχοποίηση του τομέα με τιμωρητικές ρυθμίσεις, με μόνο κριτήριο την πρόσκαιρη αύξηση των εσόδων κατά μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο, αγνοεί τη συνολική εικόνα και την πολυπλοκότητα της λειτουργίας της αγοράς» προστίθεται στην επιστολή.
Σύμφωνα με το Σύνδεσμο, αντί να στηριχθούν οι παραγωγικές δυνάμεις που επενδύουν στην πράσινη ανάπτυξη, επιβάλλονται μέτρα που κλονίζουν την εμπιστοσύνη και θέτουν σε κίνδυνο τη συνέχιση και επέκταση των επενδύσεων σε καθαρές μορφές ενέργειας.
«Η ενίσχυση της παραγωγής καθαρής ενέργειας και η επίτευξη των εθνικών στόχων για το κλίμα και την ενέργεια δεν μπορεί να συμβαδίζει με μέτρα που απομειώνουν την εμπιστοσύνη και υπονομεύουν τη βιωσιμότητα των επενδύσεων» τονίζει .
Οι επηρεαζόμενοι καλούν την κυβέρνηση να προχωρήσει στην εφαρμογή μιας μακροχρόνιας στρατηγικής, ενός σταθερού ρυθμιστικού πλαίσιου και να στηρίξει επιχειρηματικές πρωτοβουλίες που συμβάλλουν ενεργά στον μετασχηματισμό του ενεργειακύ μοντέλου της Κύπρου.
«Το ζητούμενο δεν είναι η αύξηση των κρατικών εσόδων μέσα από αποσπασματικές κινήσεις που διαβρώνουν τη διεθνή αξιοπιστία της επενδυτικής και φορολογικής σταθερότητας της χώρας. Εκείνο που πραγματικά επείγει είναι η ανακούφιση των καταναλωτών μέσω στοχευμένων και βιώσιμων λύσεων για τη μείωση του κόστους ηλεκτρισμού, με όρους διαφάνειας, συνέπειας και υπευθυνότητας» καταλήγει ο σύνδεσμος.
ΑΗΚ: Είχε συζητηθεί και το 2022
Στο μεταξύ η ΑΗΚ με επιστολή που υπογράφει ο αναπληρωτής Διευθυντής Διαχειριστή Συστήματος Διανομής Γιώργος Γεωργίου, αναφέρει πως η ουσία της πρόταση νόμου του ΑΚΕΛ, παραμένει η ίδια με αυτή του κειμένου του νομοσχέδιου που είχε τεθεί σε δημόσια διαβούλευση από το Υπουργείο Οικονομικών τον Δεκέμβριο του 2022.
«Επειδή η πρόταση νόμου αναφέρεται σε παραγωγούς και προμηθευτές και προμηθευτές που είναι ενταγμένοι στα σχέδια του Υπουργείου Ενέργειας για την ανταγωνιστική και την μεταβατική αγορά ηλεκτρισμού (τα σχέδια ξεκινήσαν 2028-2019), διευκρινίζουμε πως υπάρχουν και άλλοι παραγωγοί που έχουν αναπτύξει ή θα αναπτύξουν έργα ΑΠΕ και δραστηριοποιούνται ή θα δραστηριοποιηθούν στην αγορά ηλεκτρισμού ανεξάρτητα εάν εμπίπτουν ή όχι στα σχέδια του Υπουργείου Ενέργειας» προσθέτει.
Όπως σημειώνει η ΑΗΚ, τα συγκεκριμένα έργα είναι όλα τα έργα ΑΠΕ που δεν αφορούν ιδιοκατανάλωση, δηλαδή δεν εμπίπτουν σε ένα καθεστώτα που αφορούν το συμψηφισμό μετρήσεων, του εικονικού συμψηφισμού μετρήσεων, του συμψηφισμού λογαριασμών και της αυτοπαραγωγής.
Την ίδια ώρα ο κ. Γεωργίου παραθέτει στοιχεία σε σχέση με τις ΑΠΕ. Σήμερα υπάρχουν συνδεδεμένα στο δίκτυο 37 έργα ΑΠΕ συνολικής δυναμικότητας 34 MW και υπό κατασκευή βρίσκονται άλλα 29 έργα ΑΠΕ συνολικής δυναμικότητας 33 MW.
Επίσης, σημειώνει πως εκκρεμεί ένας πάρα πολύ μεγάλος αριθμός αιτήσεων για έκδοση όρων σύνδεσης στο δίκτυο τα οποία δραστηριοποιούνται ή θα δραστηριοποιηθούν στην αγορά ηλεκτρισμού και δεν εμπίπτουν στα δύο σχέδια του υπουργείου Ενέργειας της ανταγωνιστικής και μεταβατικής αγοράς ηλεκτρισμού.