Η οικονομική ανάπτυξη στην Κύπρο αναμένεται να παραμείνει ισχυρή το 2025 και το 2026, στο 3% και 2,5%, χάρη στη συνέχιση της δυναμικής εγχώριας ζήτησης, σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να παραμείνει ο βασικός μοχλός ανάπτυξης, καθώς η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών συνεχίζει να αυξάνεται, σε συνδυασμό με την ισχυρή αύξηση μισθών και την υποχώρηση του πληθωρισμού, όπως αναφέρεται.
Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ συνεχίζει να μειώνεται και προβλέπεται να κινηθεί κάτω από το 60% φέτος. Το 2024 η Κύπρος είχε πλεόνασμα γενικής κυβέρνησης, ύψους 4,3% του ΑΕΠ, με τα έσοδα να αυξάνονται περισσότερο από τις δαπάνες.
Το 2025, το πλεόνασμα της κυβέρνησης προβλέπεται να παραμείνει σταθερό και να φτάσει το 3,5% του ΑΕΠ. Η συνεχιζόμενη ισχυρή οικονομική ανάπτυξη αναμένεται να συμβάλει στην αύξηση των εσόδων με ταχύτερο ρυθμό από τις δαπάνες, παρά τα διάφορα νέα ή αυξανόμενα μέτρα δαπανών.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών προβλέπεται να μειωθεί στο 5,9% του ΑΕΠ έως το 2026. Το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 3,4% το 2024, κυρίως λόγω της ιδιωτικής κατανάλωσης, η οποία αυξήθηκε κατά 3,8%. Οι επενδύσεις επίσης αυξήθηκαν κατά 2,5% (εξαιρουμένων των εγγραφών πλοίων), παρά την επιβράδυνση στο τέταρτο τρίμηνο που συνδέεται με απεργία στον κατασκευαστικό τομέα.
Οι προβλέψεις για την Κύπρο
Το πραγματικό ΑΕΠ στην Κύπρο αυξήθηκε κατά 3,4% το 2024, κυρίως λόγω της ιδιωτικής κατανάλωσης, η οποία αυξήθηκε κατά 3,8%. Οι επενδύσεις επίσης επιταχύνθηκαν, σημειώνοντας αύξηση 2,5% (εξαιρουμένων των εγγραφών πλοίων), παρά την επιβράδυνση του τέταρτου τριμήνου που συνδέεται με την απεργία στον κατασκευαστικό τομέα. Οι καθαρές εξαγωγές έγιναν θετικές, υποστηριζόμενες από ισχυρά πλεονάσματα στους τομείς των Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνίας (ΤΠΕ), του τουρισμού και των υπηρεσιών θαλάσσιων μεταφορών.
Η ανάπτυξη αναμένεται να παραμείνει εύρωστη στο 3% το 2025 και στο 2,5% το 2026. Βασικός μοχλός ανάπτυξης αναμένεται πως θα παραμείνει η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να παραμείνει ο βασικός μοχλός ανάπτυξης, καθώς η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών συνεχίζει να αυξάνεται, σε συνδυασμό με τη σταθερή αύξηση των μισθών και την υποχώρηση του πληθωρισμού. Οι καθαρές εξαγωγές αναμένεται επίσης να παραμείνουν ισχυρές χάρη σε τομείς υπηρεσιών όπως ο τουρισμός και οι ΤΠΕ. Οι επενδύσεις αναμένεται να επιταχυνθούν, υποστηριζόμενες από τα κεφάλαια από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και τη συνέχιση των μεγάλων κατασκευαστικών έργων.
Ο συνεχιζόμενος μετασχηματισμός της οικονομίας αναμένεται να μεταφραστεί σε ισχυρές επενδυτικές ροές σε αναδυόμενους τομείς όπως οι ΤΠΕ, οι οποίοι συμβάλλουν επίσης στην αύξηση της παραγωγικότητας. Ωστόσο, η αυξανόμενη παρουσία εταιρειών που ανήκουν σε ξένες επιχειρήσεις και ο επακόλουθος επαναπατρισμός των κερδών τους αναμένεται να αντισταθμίσει εν μέρει τις βελτιώσεις στο εμπορικό ισοζύγιο. Παρόλα αυτά, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να μειωθεί στο 5,9% του ΑΕΠ έως το 2026.
Η οικονομική αβεβαιότητα παραμένει ο κύριος καθοδικός κίνδυνος. Το περιορισμένο εμπόριο αγαθών της Κύπρου με τις ΗΠΑ παραπέμπει σε μόνο οριακές άμεσες επιπτώσεις από τους πρόσφατους δασμούς. Ωστόσο, παραμένει ο κίνδυνος των έμμεσων αρνητικών δευτερογενών επιπτώσεων που προκύπτουν από τις διαταραχές στο παγκόσμιο εμπόριο, ιδιαίτερα δεδομένης της σημασίας του τομέα των θαλάσσιων μεταφορών για την κυπριακή οικονομία, ο οποίος είναι περισσότερο εκτεθειμένος στις διακυμάνσεις του διεθνούς εμπορίου.
Στις προβλέψεις αναφέρεται ακόμα πως οι πιέσεις στην αγορά εργασίας εξασθενούν, καθώς το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε σε χαμηλό 15ετίας, στο 4,7%, το τέταρτο τρίμηνο του 2024, χωρίς σημαντικές ενδείξεις ανεκπλήρωτης ζήτησης εργασίας. Αυτό οφείλεται εν μέρει στις εισροές ξένων εργαζομένων μετά τις λεγόμενες «πολιτικές εγκατάστασης κεντρικών γραφείων», που αποσκοπούν στην προσέλκυση διεθνών εταιρειών και τη μεταφορά των κεντρικών τους γραφείων στην Κύπρο.
Οι εισροές αυτές αναμένεται να μειωθούν σταδιακά, καθώς το αρχικό κύμα εταιρικού ενδιαφέροντος έχει σε μεγάλο βαθμό υλοποιηθεί. Με την ανάπτυξη να μετριάζεται αργά και τις ανάγκες σε εργατικό δυναμικό να μειώνονται ως αποτέλεσμα, η πίεση στην αγορά εργασίας αναμένεται να παραμείνει περιορισμένη.
Όσον αφορά τον πληθωρισμό, ο οποίος αναμένεται βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) να συγκλίνει στο 2% έως το 2026, οι τιμές των τροφίμων και του τουρισμού παρουσίασαν αξιοσημείωτες αυξήσεις στις αρχές του 2025, αντανακλώντας την καθυστερημένη μετακύλιση της αύξησης των μισθών και την ισχυρή τουριστική ζήτηση. Αυτές οι προσωρινές πληθωριστικές πιέσεις αναμένεται να υποχωρήσουν σταδιακά καθώς η αύξηση των μισθών ομαλοποιείται και οι τιμές των αγαθών, συμπεριλαμβανομένης της ενέργειας, μετριάζονται.
Οι προβλέψεις για την Κύπρο κάνουν λόγο για ευοίωνες δημοσιονομικές προοπτικές. Το 2024, η Κύπρος πέτυχε δημοσιονομικό πλεόνασμα γενικής κυβέρνησης ύψους 4,3% του ΑΕΠ, με τα έσοδα να αυξάνονται περισσότερο από τις δαπάνες. Το 2025, το δημόσιο πλεόνασμα προβλέπεται να παραμείνει σταθερό και να φθάσει το 3,5% του ΑΕΠ.
Η συνεχιζόμενη ισχυρή οικονομική ανάπτυξη αναμένεται να συμβάλει στην αύξηση των εσόδων με ταχύτερο ρυθμό από τις δαπάνες, παρά τις διάφορες νέες ή αυξανόμενες δαπάνες. Σε αυτες περιλαμβάνεται η συμμετοχή του κράτους στην κατασκευή τερματικού σταθμού για την παραλαβή υγροποιημένου φυσικού αερίου και του Great Sea Interconnector.
Οι δαπάνες περιλαμβάνουν επίσης κοινωνικές πρωτοβουλίες, όπως το ταμείο αλληλεγγύης για την αποζημίωση των ατόμων που έχασαν τις αποταμιεύσεις τους κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2012 – 2013, καθώς και το σύστημα μετατροπής υποθήκης σε ενοίκιο (Ενοίκιο Έναντι Δόσης) που επιτρέπει στα υπερχρεωμένα νοικοκυριά να παραμείνουν στο ακίνητό τους.
Το 2026, η συνολική εικόνα προβλέπεται να παραμείνει σε γενικές γραμμές αμετάβλητη και το δημοσιονομικό ισοζύγιο προβλέπεται να επιτύχει πλεόνασμα 3,4% του ΑΕΠ.
Η αναλογία του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ μειώθηκε κατά περισσότερο από 8 ποσοστιαίες μονάδες σε 65,3% στο τέλος του 2024. Η τάση αυτή υποστηρίζεται από τα συνεχιζόμενα δημοσιονομικά πλεονάσματα. Το δημόσιο χρέος προβλέπεται να μειωθεί στο 58,0% του ΑΕΠ έως το τέλος του 2025 και στο 51,9% το 2026. Με αυτές τις δημοσιονομικές προοπτικές οι κίνδυνοι για τα δημόσια οικονομικά εμφανίζονται περιορισμένοι, σύμφωνα με την Κομισιόν.
Μέτρια ανάπτυξη στην ΕΕ
Όσον αφορά τις πανευρωπαϊκές προβλέψεις, η Κομισιόν καταγράφει επιδεινωμένες προοπτικές αλλά ανθεκτική οικονομία. Το τελευταίο τρίμηνο του 2024, η οικονομία της ΕΕ κατέγραψε ισχυρότερη από την αναμενόμενη ανάπτυξη, στο 0,4%, κυρίως χάρη στην ισχυρή εγχώρια ζήτηση. Αυτή η θετική δυναμική συνεχίστηκε το πρώτο τρίμηνο του 2025, με τα προκαταρκτικά στοιχεία να υποδηλώνουν αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 0,3%.
Στις σημερινές προβλέψεις οι προοπτικές για την ανάπτυξη αναθεωρούνται σημαντικά προς τα κάτω, σημειώνεται. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αποδυνάμωση των προοπτικών του παγκόσμιου εμπορίου και στην υψηλότερη αβεβαιότητα για την εμπορική πολιτική.
Οι Εαρινές Προβλέψεις βασίζονται σε ορισμένες υποθέσεις σχετικά με τους εμπορικούς δασμούς. Συγκεκριμένα οι δασμοί στις εισαγωγές αγαθών των ΗΠΑ από την ΕΕ, και σχεδόν όλους τους άλλους εμπορικούς εταίρους, θεωρήθηκε πως θα παραμείνουν στο 10%, το επίπεδο που ίσχυε στις 9 Απριλίου, με εξαίρεση τους υψηλότερους δασμούς στον χάλυβα και το αλουμίνιο και στα αυτοκίνητα (στο 25%) και τις δασμολογικές εξαιρέσεις σε ορισμένα προϊόντα (φαρμακευτικά και μικροεπεξεργαστές).
Οι διμερείς δασμοί μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας θεωρήθηκε ότι θα είναι χαμηλότεροι από εκείνους που εφαρμόστηκαν στις 9 Απριλίου, αλλά αρκετά υψηλοί ώστε να οδηγήσουν σε σημαντική μείωση του διμερούς εμπορίου αγαθών ΗΠΑ – Κίνας. Οι δασμολογικοί συντελεστές που τελικά συμφωνήθηκαν από την Κίνα και τις ΗΠΑ στις 12 Μαΐου αποδείχθηκαν χαμηλότεροι από τους υποτιθέμενους, αλλά εξακολουθούν να είναι αρκετά υψηλοί ώστε να μην ακυρώνεται η υπόθεση πως θα υπάρξει πλήγμα στις εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ – Κίνας.
Η παγκόσμια ανάπτυξη εκτός της ΕΕ προβλέπεται στο 3,2% τόσο για το 2025 όσο και για το 2026, από το 3,6% που προβλεπόταν το φθινόπωρο του 2024. Αυτή η αναθεώρηση προς τα κάτω αντανακλά σε μεγάλο βαθμό τις αποδυναμωμένες προοπτικές τόσο για τις ΗΠΑ όσο και για την Κίνα. Η επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου είναι ακόμη πιο έντονη.
Κατά συνέπεια, οι εξαγωγές της ΕΕ αναμένεται να αυξηθούν μόνο κατά 0,7% φέτος, με μια νέα συρρίκνωση των εξαγωγών αγαθών να αντισταθμίζεται εν μέρει από την ανθεκτικότητα των εξαγωγών υπηρεσιών – καθώς επηρεάζονται λιγότερο από τις εμπορικές εντάσεις. Το 2026, η αύξηση των εξαγωγών αναμένεται να επιταχυνθεί στο 2,1%.
Η εγχώρια ζήτηση από την άλλη επιβαρύνεται περισσότερο από την αβεβαιότητα παρά από τους δασμούς σύμφωνα με την Κομισιόν. Μετά τη συρρίκνωση των ακαθάριστων επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου κατά 1,8% για το 2024, διαφαίνεται μια μέτρια ανάκαμψη των επενδύσεων. Αυτή είναι πιο συγκρατημένη από ό,τι αναμενόταν το φθινόπωρο, καθώς η χαμηλότερη συνολική δραστηριότητα μειώνει τις κεφαλαιακές ανάγκες.
Εν τω μεταξύ, η ασταθής αντίδραση της αγοράς στις εμπορικές εντάσεις έχει περιοριστικό αντίκτυπο στις συνθήκες χρηματοδότησης. Οι επενδύσεις αναμένεται τώρα να αυξηθούν κατά 1,5% το 2025 και να επιταχυνθούν περαιτέρω σε 2,4% το 2026. Η επιτάχυνση αυτή οφείλεται στις επενδύσεις σε υποδομές και σε έρευνα και ανάπτυξη (Ε&Α), επίσης χάρη στη στήριξη από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) και το Ταμείο Συνοχής, καθώς και στην ανάκαμψη των κατασκευών κατοικιών. Το 2026, οι επενδύσεις σε εξοπλισμό αναμένεται επίσης να ανακάμψουν.
Όσον αφορά την ιδιωτική κατανάλωση, η ανάπτυξη αναμένεται να είναι ελαφρώς πιο ισχυρή από ό,τι προβλεπόταν το φθινόπωρο, φθάνοντας το 1,5% το 2025 και το 1,6% το 2026. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ισχυρότερη αναπτυξιακή δυναμική το 2024 και σε μια ακόμη ανθεκτική αγορά εργασίας στο πλαίσιο της ταχείας υποχώρησης των πληθωριστικών πιέσεων. Οι αυξημένες αποταμιεύσεις, ωστόσο, εξακολουθούν να περιορίζουν τη δυναμική της κατανάλωσης.
Η αγορά εργασίας παραμένει εύρωστη, με τους πραγματικούς μισθούς να βελτιώνονται. Το 2024, η συνεχιζόμενη επέκταση της απασχόλησης είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία 1,7 εκατομμυρίων νέων θέσεων εργασίας στην οικονομία της ΕΕ, επιτυγχάνοντας έτσι νέο ρεκόρ για τον αριθμό των θέσεων εργασίας στην Ένωση. Παρά τη μέτρια οικονομική ανάπτυξη, η απασχόληση αναμένεται να επεκταθεί κατά 2 εκατομμύρια επιπλέον θέσεις εργασίας έως το τέλος του χρονικού ορίζοντα των προβλέψεων. Το ποσοστό ανεργίας αναμένεται να μειωθεί σε νέο ιστορικά χαμηλό επίπεδο, στο 5,7%, το 2026.
Αφού επεκτάθηκε κατά 5,3% το 2024, η αύξηση των ονομαστικών μισθών θα επιβραδυνθεί το 2025 και το 2026. Οι εργαζόμενοι θα συνεχίσουν να επωφελούνται από τις αυξήσεις των πραγματικών μισθών και αναμένεται επίσης να ανακτήσουν πλήρως την αγοραστική δύναμη που έχασαν τα τελευταία χρόνια, η οποία προκλήθηκε από την έξαρση του πληθωρισμού.
Η μείωση του πληθωρισμού που ξεκίνησε στα τέλη του 2022, αναμένεται να συνεχιστεί. Μετά την υποχώρηση στο 2,4% το 2024, ο ΕνΔΤΚ στην ευρωζώνη αναμένεται να φθάσει τον στόχο της ΕΚΤ του 2% ήδη το 2025, και να μειωθεί περαιτέρω το 2026.
Οι τιμές των ενεργειακών βασικών προϊόντων έχουν μειωθεί αισθητά από το φθινόπωρο του 2024 και αναμένεται να συνεχίσουν την πτωτική τους πορεία. Επίσης, η ενίσχυση του ευρώ αναμένεται πως θα ενισχύσει τις αντιπληθωριστικές τάσεις.
Όσον αφορά τη δημοσιονομική ισορροπία, το έλλειμα γενικής κυβέρνησης στην ΕΕ αναμένεται, μετά τη μείωση στο 3,2% που καταγράφηκε το 2024, να αυξηθεί στο 3,3% το 2025 και να παραμείνει σε αυτό το επίπεδο το 2026.
Η αναλογία του χρέους προς το ΑΕΠ αναμένεται να ανέλθει στο 83,2% του ΑΕΠ το 2025 και στο 84,5% το 2026 σε επίπεδο ΕΕ, μετά από τέσσερα χρόνια σχετικά ταχείας μείωσης.
Ωστόσο καταγράφονται κίνδυνοι λόγω του ότι πιθανός περαιτέρω κατακερματισμός του παγκόσμιου εμπορίου θα μπορούσε να μετριάσει την αύξηση του ΑΕΠ και να αναζωπυρώσει τις πληθωριστικές πιέσεις. Οι καταστροφές που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή είναι επίσης συχνότερες και παραμένουν μια μόνιμη πηγή καθοδικού ρίσκου για την ανάπτυξη.
Από την άλλη πλευρά, η περαιτέρω αποκλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων ΕΕ – ΗΠΑ ή η ταχύτερη επέκταση του εμπορίου της ΕΕ με άλλες χώρες, μεταξύ άλλων μέσω νέων συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου, θα μπορούσε να στηρίξει την ανάπτυξη της ΕΕ. Η αύξηση των αμυντικών δαπανών θα μπορούσε επίσης να συμβάλει θετικά. Η προώθηση μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, όπως η εμβάθυνση της ενιαίας αγοράς και η προώθηση της Ένωσης Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων, καθώς και η εφαρμογή ενός φιλόδοξου προγράμματος απλούστευσης μπορούν να ενισχύσουν περαιτέρω την ανθεκτικότητα της οικονομίας της ΕΕ.
Insider / ΚΥΠΕ