Έντονη απογοήτευση για το περιεχόμενο και τη χρηματοδότηση του νέου σχεδίου χορηγιών για την ηλεκτροκίνηση εκφράζει ο Σύνδεσμος Εισαγωγέων Μηχανοκίνητων και Ηλεκτρικών Οχημάτων (ΣΕΜΗΟ), μέλος της Ομοσπονδίας Εργοδοτών και Βιομηχάνων (ΟΕΒ).
Το σχέδιο, το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή στις 30 Ιουνίου 2025, συνοδεύεται από προϋπολογισμό ύψους €2,5 εκατομμυρίων, ποσό που –σύμφωνα με τον Σύνδεσμο– επαρκεί μόνο για την κάλυψη περιορισμένου αριθμού αιτήσεων από πολίτες που ενδιαφέρονται για ηλεκτρικά ή plug-in υβριδικά οχήματα.
Μετά από έκτακτη συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου, ο ΣΕΜΗΟ υπέβαλε πέντε βασικές εισηγήσεις με στόχο την ουσιαστική και ομαλή μετάβαση στην πράσινη κινητικότητα:
- Αύξηση προϋπολογισμού: Ο Σύνδεσμος ζητά σημαντική ενίσχυση της κρατικής χρηματοδότησης, ώστε να καταστεί εφικτός ο στόχος των 80.000 οχημάτων μηδενικών ρύπων μέχρι το 2030, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας.
- Συνέχεια και σταθερότητα στα σχέδια: Προτείνεται η δημιουργία μόνιμου μηχανισμού επιχορηγήσεων, χωρίς ασυνέχειες ή προσωρινές αναστολές, που –κατά τον Σύνδεσμο– υπονομεύουν τη μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση.
- Συμπερίληψη επαγγελματικών οχημάτων (Ν1): Ο ΣΕΜΗΟ ζητά την επανένταξη εργοστασιακών εμπορικών οχημάτων έως 3.500 kg στις επιλέξιμες κατηγορίες, λόγω της υψηλής ρύπανσης που προκαλούν.
- Παράταση χρονοδιαγράμματος εγγραφής: Ζητείται επιμήκυνση της προθεσμίας εγγραφής οχημάτων πέραν της 31ης Οκτωβρίου 2025, προκειμένου να αποφευχθεί επανάληψη των προβλημάτων του προηγούμενου σχεδίου, που ανεστάλη πρόωρα τον περασμένο Απρίλιο.
- Έμφαση στα καινούργια οχήματα: Ο Σύνδεσμος εισηγείται να επιδοτούνται αποκλειστικά καινούργια οχήματα, επισημαίνοντας ότι πολλά μεταχειρισμένα έχουν ήδη λάβει κρατική ενίσχυση στη χώρα πρώτης εγγραφής, οδηγώντας σε διπλή επιχορήγηση και άνιση μεταχείριση των νέων οχημάτων στην Κύπρο.
Ο ΣΕΜΗΟ αναγνωρίζει τις οικονομικές δυσκολίες των πολιτών αλλά υπογραμμίζει την ανάγκη κυκλοφορίας οχημάτων που πληρούν τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές ασφάλειας. Τονίζει πως η επιτυχής μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση προϋποθέτει σταθερή πολιτική βούληση, επαρκή χρηματοδότηση και συνέπεια στην εφαρμογή σχεδίων στήριξης.