Ξεθάρρεψαν οι επιχειρήσεις στην Κύπρο και την υπόλοιπη Ευρωζώνη και άρχισαν να ζητούν χρήμα από τις τράπεζες για να προχωρήσουν τα επενδυτικά τους σχέδια, θέλοντας να επωφεληθούν από το χαμηλότερο κόστος χρήματος.

Οι μειώσεις των επιτοκίων, οκτώ συνολικά από την ΕΚΤ τα τελευταία δύο χρόνια, ήταν αρκετές για να αυξηθεί η ζήτηση δανείων από τις επιχειρήσεις της Ευρωζώνης το δεύτερο τρίμηνο του 2025, παρά την πίεση από γεωπολιτικές και εμπορικές εντάσεις, ενώ μία περαιτέρω αύξηση είναι πιθανή το τρίτο τρίμηνο, σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μεταξύ 155 τραπεζών της περιοχής.

Η τραπεζική χρηματοδότηση, η οποία αποτελεί την κύρια πηγή χρηματοδότησης για τις επιχειρήσεις της Ευρωζώνης, άρχισε να ανακάμπτει σταδιακά το τελευταίο έτος, καθώς η ΕΚΤ μείωνε γρήγορα τα επιτόκια και οι επιχειρήσεις παρέμειναν σχετικά αισιόδοξες σχετικά με τις προοπτικές τους παρά την αβεβαιότητα με τους δασμούς των ΗΠΑ.

«Η ζήτηση δανείων υποστηρίχθηκε από τις μειώσεις των επιτοκίων, αλλά μειώθηκε από την παγκόσμια αβεβαιότητα και τις εμπορικές εντάσεις», αναφέρει  η ΕΚΤ. Αυτό που σημειώνει στην έκθεση που δημοσίευσε χθες, είναι ότι οι τράπεζες συνεχίζουν να λαμβάνουν υπόψη την κλιματική απόδοση των επιχειρήσεων στις πολιτικές δανεισμού τους. Ανέφεραν πιο χαλαρά πιστωτικά πρότυπα στους όρους και τις προϋποθέσεις για τις πράσινες επιχειρήσεις και αυτές που βρίσκονται σε μετάβαση και αυστηρότερα κριτήρια για τις επιχειρήσεις με υψηλές εκπομπές ρύπων τους τελευταίους 12 μήνες.

Οι τράπεζες ανέφεραν επίσης καθαρή αύξηση της ζήτησης για δάνεια προς τις πράσινες επιχειρήσεις και αυτές που βρίσκονται σε μετάβαση λόγω της κλιματικής αλλαγής, ενώ η αβεβαιότητα σχετικά με τη μελλοντική ρύθμιση του κλίματος θεωρήθηκε εμπόδιο.

Από το περιβάλλον ζήτησης δανείων δεν θα μπορούσαν να απουσιάσουν οι κυπριακές επιχειρήσεις και σύμφωνα με τις αναφορές της Κεντρικής Τράπεζας η σταδιακή αποκλιμάκωση των επιτοκίων, σε συνδυασμό με την άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας σε σημαντικούς τομείς της οικονομίας συνέβαλαν στη δυναμική αύξηση των νέων επιχειρηματικών δανείων. Το πρώτο τρίμηνο του 2025 καταγράφηκε αύξηση στη συνολική ζήτηση δανείων από τις επιχειρήσεις και όπως εξηγείται η  αύξηση των καταθέσεων και η ισχυρή μεγέθυνση του ΑΕΠ διευκόλυναν την πρόσβαση σε χαμηλότερου κόστους χρηματοδότηση, περιλαμβανομένων δανείων με εξασφάλιση μετρητών.

Αμετάβλητα τα επιτόκια

Η ΕΚΤ αναμένεται ότι θα διατηρήσει αμετάβλητα τα επιτόκια αύριο Πέμπτη 24 Ιουλίου, αλλά θα κρατήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο περαιτέρω χαλάρωσης αργότερα φέτος, με τις αγορές να εξακολουθούν να αναμένουν μια ακόμη μείωση επιτοκίων προτού η κεντρική τράπεζα ολοκληρώσει τον κύκλο χαλάρωσης της πολιτικής της.

Η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, είχε υπαινιχθεί την παύση στις μειώσεις των επιτοκίων από τη συνεδρίαση του Ιουνίου, όταν δήλωσε ότι η τράπεζα είναι σε καλή θέση για να διαχειριστεί τις αβεβαιότητες που υπάρχουν. Μία μεγάλη αβεβαιότητα για την ΕΚΤ είναι η κατάληξη που θα υπάρξει στο θέμα των δασμών.

Η απειλή του Αμερικανού Προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, ότι θα αυξήσει τους δασμούς στα προϊόντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο 30% από την 1η Αυγούστου, αν δεν υπάρξει έως τότε εμπορική συμφωνία, συντηρεί και ίσως κλιμακώνει αυτή την αβεβαιότητα. Δεν φαίνεται, ωστόσο, ότι θα αλλάξει την άποψη των στελεχών της ΕΚΤ και έτσι το επιτόκιο καταθέσεων θα διατηρηθεί στο 2%.

Να υπενθυμίσουμε ότι ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη έχει υποχωρήσει στον στόχο του 2%. Η δραματική αύξηση του κόστους χρήματος – η ΕΚΤ προχώρησε σε αύξηση των επιτοκίων κατά 4,25 ποσοστιαίες μονάδες τη διετία 2022-2023 και τα κράτησε μετά σταθερά έως τα μέσα του 2024 – σε συνδυασμό με την ενεργειακή κρίση οδήγησαν σε αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρωζώνη και συγκράτηση της ζήτησης, η οποία επιβράδυνε τον πληθωρισμό.

Στην περίπτωση μίας εμπορικής συμφωνίας, οι πιθανότητες να υπάρξει νέα μείωση επιτοκίων τους επόμενους μήνες μοιάζουν να είναι μοιρασμένες και μία τέτοια απόφαση θα ληφθεί αν ο πληθωρισμός υποχωρήσει αρκετά κάτω από το 2%. Στην περίπτωση που δεν υπάρξει συμφωνία, οι πιθανότητες νέας μείωσης επιτοκίων θα είναι μεγαλύτερες για να αντιμετωπισθεί ο κίνδυνος μίας νέας επιβράδυνσης ή ύφεσης της οικονομίας.