Ελληνοτουρκικά και Κυπριακό συνδέονται άμεσα.  Τα συνδέει η Τουρκία με τη Γαλάζια Πατρίδα με μια επιθετική διάθεση, μολονότι η Αθήνα τα αποσύνδεσε για να ασχοληθεί μόνο με το Αιγαίο. Στο Αιγαίο, οι βασικές διαφορές αφορούν κυρίως τα θαλάσσια σύνορα και τα δικαιώματα εκμετάλλευσης των φυσικών  πόρων.

H Τουρκία αμφισβητεί την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, πως αυτό προβλέπεται από το διεθνές δίκαιο της θάλασσας, ενώ αμφισβητεί ταυτόχρονα και  την ελληνική κυριαρχία πολλών νησιών και νησίδων. Αμφισβητεί επίσης  την ελληνική εναέρια κυριαρχία των δέκα μιλίων. Ουσιαστικά η Τουρκία επιδιώκει τον έλεγχο του μισού Αιγαίου, ένα είδος συγκυριαρχίας. Το θέμα είναι ταυτόχρονα γεωπολιτικό αλλά και εκμετάλλευσης του θαλάσσιου πλούτου. Υπάρχει επίσης η ανακίνηση θεμάτων από την Τουρκία στη Δυτική Θράκη κατά παράβαση της συνθήκης της Λοζάνης. Διατηρεί εξάλλου πάντα σε ισχύ το casus belli σε περίπτωση που η Ελλάδα ασκήσει ένα νόμιμο δικαίωμα της.

Σε μια τελευταία συνέντευξη του ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν δήλωσε ότι ελπίζει «να λυθούν τα προβλήματα του Αιγαίου, όσο είναι ο Μητσοτάκης στην εξουσία», προσθέτοντας: «Εγώ δεν αποδέχομαι τα 12 μίλια, εσύ δεν αποδέχεσαι τα έξι, αυτά μπορούν να συζητηθούν», αποκαλύπτοντας μάλιστα ότι «σε ορισμένα σημεία αυτά συζητήθηκαν με τις διερευνητικές επαφές και προχώρησαν σε κάποια σημεία».

Το καθεστώς του Αιγαίου ρυθμίζεται με βάση τη Συνθήκη  της Λοζάνης του 1923 και των Παρισίων του 1947 (για τα Δωδεκάνησα) και όσον αφορά την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ από τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας,τη διεθνή συμφωνία του Μοντέγκο Μπέι  1982),που θεσπίζει νομικό πλαίσιο για όλες τις θαλάσσιες δραστηριότητες.

Η Τουρκία αμφισβητεί την πλήρη  επήρεια των ελληνικών νησιών στον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ και σε κάποιες περιπτώσεις υποστηρίζει την καθολική έλλειψη επήρειας. Είναι φυσικό ότι η επήρεια αυτή των νησιών περιορίζεται όσο πιο κοντά είναι στην τουρκική ακτογραμμή. Δεν εξαφανίζεται όμως όπως το θέλει η Τουρκία. Η επήρεια των ελληνικών νησιών υπάρχει με βάση το δίκαιο της θάλασσας και επηρεάζει την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών, ΑΟΖ, και υφαλοκρηπίδα. Η ελληνική θέση βασίζεται στην αρχή της «μέσης γραμμής» και στο γεγονός ότι όλα τα νησιά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό των ορίων των θαλασσίων ζωνών, κάτι που η Τουρκία αμφισβητεί. 

Διεθνείς αποφάσεις δικαστηρίων έχουν στηρίξει την αρχή ότι τα νησιά, οι βραχονησίδες και οι βράχοι έχουν δικαίωμα σε θαλάσσιες ζώνες, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις τονίζεται  η ανάγκη αποφυγής «δυσανάλογης» σημασίας για μικρούς σχηματισμούς. 

Η επήρεια των νησιών είναι επίσης κεντρική στο πλαίσιο του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού, όπου λαμβάνονται υπόψη δραστηριότητες όπως η τουριστική ανάπτυξη, η αξιοποίηση ενεργειακών πόρων και η προστασία του περιβάλλοντος. 

Έχουν διεξαχθεί σχεδόν 70 γύροι διερευνητικών συναντήσεων μεταξύ των δύο χωρών από την εποχή του Σημίτη που απέβλεπαν σε μια συμφωνία για την παραπομπή των διαφορών στο διεθνές δικαστήριο της  Χάγης, οι οποίες όμως δεν κατέληξαν σε θετικό αποτέλεσμα. Άλλωστε υπάρχει και έντονη αντίδραση στην Ελλάδα για προσφυγή στη Χάγη. Δύο πρώην πρωθυπουργοί , ο Κώστας Καραμανλής και ο Αντώνης Σαμαράς αλλά και πολλοί διεθνολόγοι και νομικοί, θεωρούν ότι κάτι τέτοιο θα θέσει σε κίνδυνο την εθνική κυριαρχία της χώρας.

Τελευταία ο Μητσοτάκης πρότεινε τη σύγκληση διάσκεψης με όλα τα παράκτια κράτη της Ανατολικής Μεσογείου,  Ελλάδα, Τουρκία, Κύπρο, Αίγυπτο και Λιβύη, στην οποία θα συζητηθεί το θέμα των θαλάσσιων ζωνών ενώ διέρρευσαν και πληροφορίες  για σχέδιο μυστικού ελληνοτουρκικού διαλόγου που θα ενεργοποιηθεί με την άφιξη της νέας Αμερικανίδας πρέσβειρας, Κίμπερλι Γκίλφοϊλ, στην Αθήνα. Στη Βουλή πάντως τόνισε ότι η Ελλάδα επιδιώκει τη συνεννόηση με τους γείτονές της, πάντα με βάση το δίκαιο της Θάλασσας. Αναφέρεται ότι  το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών θα αναλάβει να διερευνήσει τη δυνατότητα και τις προοπτικές ενός τέτοιου σχήματος και σε ποιο βαθμό θα μπορούσε να αποκτήσει μόνιμα χαρακτηριστικά. Εντούτοις ο ελληνοτουρκικός διάλογος έχει παγώσει τελευταία με την  εμμονή της  Άγκυρας να θέτει στο τραπέζι του διαλόγου μια σειρά διεκδικήσεων οι οποίες υπερβαίνουν το ζήτημα καθορισμού ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο -που συνιστούν για την Αθήνα τη μόνη ελληνοτουρκική διαφορά- και έτσι τορπιλίζει εκ των πραγμάτων τη διαδικασία προσέγγισης.

Για μια τέτοια διάσκεψη προκύπτουν και άλλες δυσκολίες καθώς η Τουρκία θα θέσει θέμα πρόσκλησης σε αυτή και των κατεχομένων, του ψευδοκράτους δηλαδή, δίπλα στην Κυπριακή Δημοκρατία, υπάρχει επίσης η αστάθεια της Λιβύης και η εξάρτηση της από την Τουρκία ενώ και η Αίγυπτος έχει προσεγγίσει τελευταία την Τουρκία. Και το κυριότερο η Άγκυρα  εμμένει στις θέσεις  τής συγκυριαρχίας στο Αιγαίο και επικυριαρχίας στην Ανατολική Μεσόγειο.

Όλα αυτά συμβαίνουν την ώρα που η Τουρκία  επεκτείνει την παρουσία και την επιρροή της στη Λιβύη, τη Σομαλία και πολλές χώρες της Αφρικής αλλά και στα Βαλκάνια. Ταυτόχρονα αναθερμαίνονται οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις λόγω Τραμπ και του θαυμασμού που τρέφει  για τον Ερντογάν. Μολονότι είναι φυσικό η Ελλάδα να μην μπορεί να ανταγωνιστεί την Τουρκία των σχεδόν 100 εκατομμυρίων κατοίκων και με μία οικονομία επίσης πολυεπίπεδη, παρά τις δυσκολίες της, εντούτοις η Αθήνα δεν στερείται σημαντικών στρατηγικών πλεονεκτημάτων απέναντί της. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι έχει γίνει ο εναλλακτικός στρατηγικός δρόμος των Αμερικανών προς την Ουκρανία και άλλες χώρες της περιοχής μέσω Αλεξανδρούπολης και επιπλέον με την αμερικανική βάση στην Σούδα οι ΗΠΑ ελέγχουν ολόκληρη την Μέση Ανατολή. Αλλά και πέραν αυτού, ολόκληρη η Ελλάδα από την Αλεξανδρούπολη ως την Σούδα είναι μια απέραντη αμερικανική βάση. Αλλά αυτή η αμερικανική παρουσία καθόλου δεν εγγυάται την ελληνική εθνική κυριαρχία και στα ελληνοτουρκικά οι Αμερικανοί ακολουθούν την πάγια πολιτική των ίσων αποστάσεων. Τελευταία μάλιστα με τον Τραμπ ευνοούν ακόμη περισσότερο την Τουρκία, προωθούν την αναβάθμισή της και κανείς δεν ξέρει τι μας περιμένει αν κάποια στιγμή πέσουμε κάτω από τα ραντάρ του Τραμπ.

Απέναντι σε αυτή την πολυεπίπεδη τουρκική εξωτερική πολιτική η Αθήνα, ο Μητσοτάκης και οι ελληνικές ελίτ αυτοϊκανοποιούνται ότι βρίσκονται με «τη σωστή πλευρά της Ιστορίας». Η οποία «σωστή πλευρά της Ιστορίας» εξυπακούει υποτέλεια και εξυπηρέτηση των αμερικανικών συμφερόντων χωρίς κανένα ουσιαστικό αντάλλαγμα.

Το ίδιο συμβαίνει και με τη Λευκωσία που ακολουθεί επίσης την ίδια πολιτική εξυπηρέτησης των αμερικανικών συμφερόντων. Κανείς δεν ζητά από την Αθήνα και τη Λευκωσία έξοδο από το δυτικό στρατόπεδο. Όμως ένας άξονας Αθήνας-Λευκωσίας στο πλαίσιο αυτού του στρατοπέδου, με τις δύο χώρες να είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την Ελλάδα επιπλέον χώρα μέλος του ΝΑΤΟ, θα μπορούσαν με μια διεκδικητική πολιτική να εξυπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντά τους. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει ούτε και φαίνεται να έχουν την διάθεση και την πρόθεση οι δύο χώρες να ταράξουν τα λιμνάζοντα νερά της εξωτερικής πολιτικής τους. Το βλέπουμε αυτό και με το Κυπριακό όπου επιδιώκεται η συνέχιση ενός άγονου δικοινοτικού διαλόγου χωρίς διάθεση επανατοποθέτησης του ως θέματος τουρκικής κατοχής.

 Βλέπουμε όσα γίνονται εναντίον της Ρωσίας για την εισβολή στην Ουκρανία, ενώ επικρατεί σιγή για την αντίστοιχη τουρκική εισβολή και την συνεχιζόμενη κατοχή  στην Κύπρο. Οι Αμερικανοί δεν μίλησαν ποτέ για τουρκική εισβολή, μιλούν για διαφορές Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και αθωώνουν την Τουρκία.

Φυσικά οι ευθύνες των πολιτικών ελίτ, και όχι μόνο, της Αθήνας και της Λευκωσίας είναι ασήκωτες. Ασχολούνται με τα ήσσονα, με την ανακύκλωση της διαφθοράς και του πελατειακού κράτους, με την εξυπηρέτηση ξένων συμφερόντων αλλά και των μεταπρατικών ντόπιων συμφερόντων που διαπλέκονται  μεταξύ τους. Όλα αυτά κρύβονται κάτω από το ιδεολόγημα της επιλογής «της σωστής πλευράς» της Ιστορίας.

* Πανεπιστημιακός, ποιητής.   stephanos.constantinides@gmail.com